Προβλήματα και προτάσεις για το επόμενο ΕΣΠΑ
Από την παραπάνω εικόνα είναι πρόδηλη η σημαντική καθυστέρηση που εμφανίζεται στην εκτέλεση όλων των προγραμμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο αντίστοιχο χρονικό σημείο του πρώτου ΕΣΠΑ: τρία έτη πριν από την τελική του λήξη, το 2012, η εκτέλεση βρισκόταν σε σαφώς καλύτερο επίπεδο (περίπου στο 49%). Η καθυστέρηση αυτή οφείλεται αφενός στην ένταξη κάποιων έργων με πολύ μεγάλη αισιοδοξία ως προς τον χρόνο ολοκλήρωσής τους (όπως η τέταρτη γραμμή του μετρό της Αθήνας), και αφετέρου στην απρόσμενα αργή υλοποίηση κάποιων άλλων παρεμβάσεων. Κατά συνέπεια, ένα πολύ μεγάλο μέρος των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, περίπου €13,2 δισ., λιμνάζει στα δημόσια ταμεία, τα οποία δεν μπορούν να το διαθέσουν στην οικονομία πριν από την υλοποίηση των σχετικών προγραμμάτων. Η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη, εάν δεν εντάσσονταν στο ΕΣΠΑ επιπλέον προγράμματα, λόγω του κορωνοϊού, με σχετική ευκολία στην απορρόφηση και την εκτέλεση, όπως το Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων COVID-19.
Ποιες είναι, όμως, οι κύριες δυσλειτουργίες του ΕΣΠΑ που δεν επιτρέπουν τη βέλτιστη αξιοποίηση των χρηματοδοτικών πόρων; Ποιες είναι οι κυριότερες αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν ώστε να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες αυτές στις επόμενες προγραμματικές περιόδους;
Τα συμπεράσματα και εδώ θυμίζουν πολύ τα αντίστοιχα συμπεράσματα που αφορούσαν το προηγούμενο ΕΣΠΑ.
Έλλειψη στρατηγικού στόχου και μεγάλος κατακερματισμός
Ένα πρώτο χαρακτηριστικό πρόβλημα για κάθε έργο ή δράση του ΕΣΠΑ είναι η εξαιρετικά απαιτητική και εκτεταμένη εγγενής γραφειοκρατία, που απαιτείται ήδη σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ευρωπαϊκά ταμεία). Οι απαιτήσεις σε δικαιολογητικά είναι εξαντλητικές, ενώ οι αναπόφευκτες διαδικαστικές καθυστερήσεις, στο επίπεδο των δικαιούχων, των εθνικών διαχειριστικών αρχών και του ευρωπαϊκού πλαισίου είναι πάρα πολύ μεγάλες. Τα παραπάνω συνεπάγονται ένα κόστος για τον δικαιούχο, το οποίο μπορεί να είναι χρηματικό, σε όρους εργασίας, σε χρόνο καθυστερήσεων και επακόλουθου κόστους ευκαιρίας. Το κόστος αυτό είναι σημαντικό και δεν εξαρτάται ιδιαίτερα από το μέγεθος της συγχρηματοδοτούμενης επιδότησης. Ως αποτέλεσμα, υπάρχουν σημαντικές οικονομίες κλίμακος στη διενέργεια επενδύσεων με χρηματοδότηση μέσω ΕΣΠΑ, καθώς όσο μεγαλύτερο είναι ένα συγχρηματοδοτούμενο έργο, τόσο μικρότερη σχετική σημασία έχει το κόστος που προκύπτει από την απαιτούμενη γραφειοκρατία.
Μια βασική ιδιότητα της ελληνικής υλοποίησης του ΕΣΠΑ είναι ο πολύ μεγάλος κατακερματισμός του συνολικού προγράμματος σε πολλά μικρά έργα ή σε πολλούς δικαιούχους. Πιθανότατα, το κίνητρο πίσω από αυτή την πρακτική είναι η επιδίωξη κάποιων επικοινωνιακών-πολιτικών στόχων. Οι απόρροιες αυτού είναι πολλαπλές. Σε μίκρο-επίπεδο, προκύπτει σημαντική αναποτελεσματικότητα στην εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακος που περιγράφονται παραπάνω, με επακόλουθο την αύξηση του σχετικού κόστους της γραφειοκρατίας, ειδικά για τους μικρούς δικαιούχους. Ενώ σε μάκρο-επίπεδο οι συνέπειες είναι πολύ σοβαρότερες. Αφενός αυξάνονται ιδιαίτερα οι δυσχέρειες και ο όγκος των διαγωνιστικών και ελεγκτικών διαδικασιών στις οποίες προβαίνουν οι διαχειριστικές αρχές, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το διαχειριστικό κόστος του ΕΣΠΑ, αλλά και τη δημιουργία ιδανικών συνθηκών επώασης αδιαφάνειας και διαφθοράς. Αφετέρου, δε, ένα μέρος των πόρων της οικονομίας απασχολείται, χωρίς λόγο, στην υλοποίηση της πολλαπλασιασμένης γραφειοκρατίας, εξαιτίας του μεγάλου πλήθους των μικρών δράσεων. Είναι τέτοια η ανάγκη κάλυψης αυτού του φόρτου, που έχει δημιουργηθεί μια παρασιτική, σε μεγάλο βαθμό, αγορά χιλιάδων ειδικών τεχνικών γραφείων και συμβούλων για την ένταξη επιχειρήσεων στο ΕΣΠΑ. Είναι προφανές ότι μια μείωση όλου αυτού του όγκου της γραφειοκρατίας, σε μακροοικονομικό επίπεδο, θα απελευθερώσει αυτούς τους πόρους, ώστε να κατευθυνθούν σε περισσότερο παραγωγικές δραστηριότητες.
Ένα ακόμα διαχρονικό πρόβλημα του ΕΣΠΑ στη χώρα μας, το οποίο προκύπτει και από τον παραπάνω κατακερματισμό, είναι η έλλειψη στρατηγικού στόχου. Εξαιτίας της λανθασμένης επιδίωξης να είναι όσο το δυνατόν περισσότεροι οι δικαιούχοι και οι άμεσα ωφελημένοι, γίνεται προσπάθεια να χρηματοδοτηθούν λίγο-πολύ οριζοντίως όλοι οι κλάδοι της οικονομίας. Πολλές φορές, μάλιστα, τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, που εξ ορισμού έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα και άρα θα έπρεπε να κατευθύνονται κυρίως σε επενδύσεις, καταλήγουν να χρηματοδοτούν τρέχουσες κρατικές ανάγκες, όπως για παράδειγμα τη μισθοδοσία αναπληρωτών εκπαιδευτικών για τις πανελλήνιες εξετάσεις, για κάποιους παιδικούς σταθμούς και για το ολοήμερο δημοτικό. Είναι προφανές ότι η χρηματοδότηση τρεχουσών δαπανών δεν έχει αναπτυξιακό χαρακτήρα, καθώς δεν σχετίζεται με τη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας. Αλλά και ο οριζόντιος διαμοιρασμός των υπολοίπων κονδυλίων του ΕΣΠΑ αποτυγχάνει στο να μεγιστοποιήσει το συνολικό παραγωγικό όφελος που θα μπορούσε να έχει η οικονομία, διότι δίνονται αυθαίρετα ίσοι πόροι σε όλους τους κλάδους, αντί να προκρίνονται οι κλάδοι στους οποίους υπάρχουν εν δυνάμει πολλαπλασιαστικά οφέλη. Η απουσία μιας τέτοιας στρατηγικής στόχευσης μετατρέπει το ΕΣΠΑ σε απλό εργαλείο ενίσχυσης της ζήτησης, σε μια χώρα που διαχρονικά χαρακτηρίζεται ως "οικονομία της ζήτησης".
Ποια όμως θα μπορούσε να είναι η λύση στα παραπάνω ζητήματα; Ασφαλώς το ιδανικό θα ήταν η δομή του ΕΣΠΑ, όπως προκύπτει ήδη σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να αναθεωρηθεί ριζικά, να απλοποιηθεί και να εκσυγχρονιστεί. Αυτό, όμως, δεν φαντάζει ιδιαίτερα πιθανό. Επομένως, απομένει στην εγχώρια διαχείριση του ΕΣΠΑ το να βρεθεί η κατανομή εκείνη που θα απαλύνει τις εγγενείς δυσλειτουργίες του. Και η κατανομή αυτή οφείλει να έχει κατ’ αρχάς τον μικρότερο δυνατό κατακερματισμό. Εφόσον το γραφειοκρατικό κόστος για κάθε έργο ΕΣΠΑ, ιδιωτικό ή δημόσιο, είναι εν πολλοίς δεδομένο, είναι προτιμότερο να το πληρώνει η χώρα όσες λιγότερες φορές γίνεται. Δηλαδή, το μέρος του ΕΣΠΑ που επιτρέπεται από τη διάρθρωση των ευρωπαϊκών ταμείων να χρηματοδοτήσει δημόσια έργα θα πρέπει να κατευθυνθεί ακριβώς εκεί. Είναι προτιμότερο, δε, να επιλεγούν δημόσια έργα παγίου κεφαλαίου με σχετικά υψηλή δαπάνη και μακροχρόνια περίοδο αποπληρωμής, τα οποία είναι δυσκολότερο να χρηματοδοτηθούν με εγχώριους πόρους.
Οι υπόλοιποι πόροι είναι κονδύλια που δίνονται από συγκεκριμένα ταμεία, όπως για παράδειγμα το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, ή απευθύνονται αποκλειστικά για συγκεκριμένους ευρωπαϊκούς θεματικούς στόχους, όπως για παράδειγμα η ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, και κατά συνέπεια δεν μπορούν να διατεθούν σε δημόσια έργα. Οι πόροι αυτοί δεν θα πρέπει να συνεχίσουν να μοιράζονται οριζοντίως σε όλη την οικονομία. Αντίθετα, θα πρέπει να δοθούν στοχευμένα σε κλάδους με, νηπιακό έστω, συγκριτικό πλεονέκτημα και σε στρατηγικούς τομείς με μεγάλες θετικές εξωτερικές οικονομίες. Μια μικρή ανοικτή οικονομία με έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, όπως η Ελλάδα, έχει μεγάλο περιθώριο οφέλους από την ανάπτυξη του εξαγωγικού της προσανατολισμού. Οι εξαγωγικοί κλάδοι είναι εκ των πραγμάτων σχετικά πιο παραγωγικοί, καθώς ανταγωνίζονται τον υπόλοιπο κόσμο, και δεν περιορίζονται από τις εγχώριες καταναλωτικές δυνατότητες. Για τον λόγο αυτό συνιστούν συγκριτικά προτιμότερο πεδίο ενισχύσεων, αν ο σκοπός είναι η μεγιστοποίηση της συνολικής ωφέλειας.
Ένας επιπλέον βοηθητικός παράγοντας είναι η επέκταση των συνεργειών με εξειδικευμένους χρηματοδοτικούς φορείς στη διάθεση των κονδυλίων στους τελικούς δικαιούχους. Κάποιοι χρηματοδοτικοί φορείς (όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων) συμμετέχουν ήδη στη διάθεση του ΕΣΠΑ, μέσω της δημιουργίας ενδιάμεσων κοινών ταμείων. Θα μπορούσε, όμως, να διερευνηθεί η δυνατότητα διεύρυνσης των συνεργειών αυτών και με άλλους φορείς, με ενσωμάτωση ακόμα και του τραπεζικού συστήματος. Η γενικότερη χρήση τέτοιων χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως τα προαναφερόμενα ταμεία (κεφάλαια συνεπένδυσης), οι εγγυήσεις και οι επιδοτήσεις επιτοκίων (δάνεια επιμερισμού ρίσκου), τα υβριδικά εργαλεία τύπου Mezzanine (συνδυασμός δανείων με επενδυτικά κεφάλαια) εκτός της μόχλευσης των κεφαλαίων του ΕΣΠΑ που προκαλεί, συνεπάγεται και σημαντικά επιπλέον οφέλη, μέσω της μετάθεσης μέρους της διαδικαστικής γραφειοκρατίας και των ελέγχων στους εξωτερικούς ενδιάμεσους φορείς. Οι φορείς αυτοί έχουν την εξειδίκευση αλλά και το κίνητρο, αφού αναλαμβάνουν μέρος του ρίσκου, να προχωρήσουν τις διαδικασίες και τους ελέγχους γρήγορα και αποδοτικά, ώστε να μειώσουν το κόστος της γραφειοκρατίας τόσο των διαχειριστικών αρχών όσο και των δικαιούχων.
Αποδοτικότητα των δράσεων κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού
Η Ελλάδα είναι ουραγός σε διεθνείς αξιολογήσεις που αφορούν το ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως ο Δείκτης Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (27η θέση στις 28 χώρες συνολικά και 25η θέση στον υπό-δείκτη "ανθρώπινο κεφάλαιο", για το έτος 2020) και ο διαγωνισμός του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ (42η-44η θέση στις 77-78 χώρες και αυτόνομες επαρχίες για το έτος 2018). Ωστόσο ένα σημαντικό μέρος του τρέχοντος ΕΣΠΑ κατευθύνεται στη βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού. Συγκεκριμένα, οι δράσεις που έχουν ως θεματικό στόχο την Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση (ΔΒΜ) έχουν προϋπολογισμό δημοσίας δαπάνης που ξεπερνά τα €2,6 δισ. Εάν στο ποσό αυτό προσθέσουμε και όλες τις υπόλοιπες δράσεις κατάρτισης, που δεν περιλαμβάνονται στον συγκεκριμένο θεματικό στόχο, φτάνουμε συνολικά στα €3,5 δισ. Από αυτά, έχουν ήδη εκταμιευτεί περί τα €1,3 δισ.
Πού κατευθύνονται όμως όλα αυτά τα χρήματα; Ένα μεγάλο τμήμα των αναφερόμενων κονδυλίων, €1,7 δισ. του προϋπολογισμού δημοσίας δαπάνης και €540 εκατ. των πληρωμών, καταλήγει στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων για τη χρηματοδότηση δράσεων, που μάλλον θα έπρεπε να έχουν γίνει πάγιες δημόσιες παροχές, όπως το ολοήμερο δημοτικό σχολείο, η εξατομικευμένη υποστήριξη μαθητών με αναπηρίες ή/και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, η ενισχυτική διδασκαλία κ.ά. Τα υπόλοιπα χρήματα προορίζονται κυρίως σε προγράμματα κατάρτισης και απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στη συνέχεια. Στην πράξη, τα προγράμματα αυτά είναι εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχθούν και να αξιολογηθούν ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών κατάρτισης που παρέχονται, ενώ διαχρονικά, αλλά και πανευρωπαϊκά, θεωρούνται ένα εξαιρετικά ευνοϊκό περιβάλλον για αδιαφανείς διαδικασίες και διαφθορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γνωστό ευρωπαϊκό ανέκδοτο για την επιδοτούμενη κατάρτιση στην Ιρλανδία, σύμφωνα με το οποίο αν τα χρήματα είχαν φτάσει στον στόχο τους, τότε ο κάθε Ιρλανδός θα είχε καταρτιστεί τέσσερις φορές. Δεν λείπουν, φυσικά, και τα ελληνικά παραδείγματα.
Δεδομένης της υψηλής ανεργίας στη χώρα μας και του ταχύτατου ρυθμού με τον οποίο μεταμορφώνεται διεθνώς η παραγωγική διαδικασία, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για την τεράστια ανάγκη της διά βίου μάθησης. Επομένως, θα πρέπει να βρεθούν κατάλληλες μέθοδοι, ώστε οι δράσεις κατάρτισης να επιτυγχάνουν τον στόχο τους: τη βελτίωση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού, ιδιαίτερα ως προς τις νέες τεχνικές και τεχνολογικές απαιτήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε η χρηματοδότηση των δράσεων αυτών να συνδεθεί μονοσήμαντα με την απόκτηση κάποιου διεθνούς πιστοποιητικού, συνήθως κατόπιν επιτυχούς εξέτασης. Με αυτόν τον τρόπο, αφενός θα υπάρχει η βεβαιότητα ότι τα κονδύλια αυτά δεν οδηγήθηκαν σε εικονικές καταρτίσεις, αόριστου περιεχομένου, και αφετέρου θα παρέχεται η δυνατότητα σημαντικής, ουσιαστικής και τεκμηριωμένης βελτίωσης των δεξιοτήτων κάθε ωφελούμενου μέσω της απόκτησης πιστοποιητικών εγνωσμένου κύρους, με μικρό ή και μηδενικό κόστος για αυτόν.
Αυτά είναι μερικά από τα σημαντικά προβλήματα και προτάσεις επίλυσης τους. Φυσικά υπάρχουν και άλλα που εντοπίζονται κυρίως στις διαδικασίες διαχείρισης, όπως για παράδειγμα στις δημόσιες συμβάσεις έργων ΕΣΠΑ. Για αυτά η διαΝΕΟσις έχει κάνει μελέτη, η οποία βρίσκεται εδώ, και προτείνει τρόπους απλούστευσης και επιτάχυνσης των διαδικασιών. Θα πρέπει λοιπόν τα εξετάσουμε σοβαρά τη διαχείριση και την απορρόφηση όλων των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων (π.χ. Ταμείο Ανασυγκρότησης, ΕΣΠΑ, πρόγραμμα SURE κ.ά.), ώστε να μην χάσουμε την ευκαιρία να μετασχηματίσουμε τη χώρα μας. Σίγουρα οφείλουμε να προσπαθήσουμε ξανά και να προσπαθήσουμε καλύτερα.
|