Διαβάζω αυτές τις μέρες στο διαδίκτυο μια σειρά κειμένων που εξαντλούν όλη τη γκάμα της διαμαρτυρίας (από την πιο φαιδρή, φονταμενταλιστική οργή, ως την πιο σοβαρή πολιτισμική προσέγγιση) στην απόφαση του «βάρβαρου» Ερντογάν, να μετατρέψει ένα ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ, σε χώρο προσευχής και λατρείας ενός θεού (που δεν είναι ο δικός μας), και σχεδόν προβοκατόρικα, αλλά όχι μόνο, έρχεται στο μυαλό μου ο τρόπος με τον οποίον αντιμετωπίσαμε, ως συγκροτημένη πολιτεία και κοινωνία, 200 χρόνια τώρα, το αντίστοιχο πολιτισμικό αποτύπωμα της οθωμανικής περιόδου της σύγχρονης ιστορίας μας.
του Λευτέρη Τηλιγάδα
Πολλά τα λόγια της οργής για την Αγιά Σοφιά, αλλά ούτε μια λέξη, έστω και στο επίπεδο της αυτοκριτικής, για την καταστροφή που ως πολιτεία και κοινωνία επιφυλάξαμε ή ανεχθήκαμε στα μνημεία ενός πολιτισμού, ο οποίος συνυπήρξε για αιώνες με τον δικό μας. Καθόλου δεν απασχόλησαν τις εγχώριες γραφίδες, όλες εκείνες οι αποφάσεις του ελληνικού κράτους, που από τη μια επέτρεπαν την προβολή ταινιών πορνό σε σημαντικά και διατηρητέα μάλιστα από το 1920 τεμένη, κι από την άλλη, ικανοποιώντας τις νέες οικιστικές, πολεοδομικές, ρυμοτομικές και θρησκευτικές ανάγκες της νέας Ελλάδας και των κατοίκων της, επιμελήθηκαν τη μερική ή ολική καταστροφή πληθώρας οθωμανικών μνημείων, τα οποία, είτε θέλουν είτε δεν θέλουν μερικοί, αποτελούσαν και αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας. Δεν είναι λίγα τα τζαμιά που αντί να συντηρηθούν, να αναδειχθούν και να αποδοθούν στις τοπικές κοινωνίες ως δημόσιοι χώροι ή παραδόθηκαν στους ιδιώτες αλλάζοντας τελείως τη χρήση τους ή κατεδαφίστηκαν για να χτιστούν εκκλησίες, δημόσια κτίρια ή τράπεζες.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της βεβήλωσης ενός σημαντικού πολιτιστικού μνημείου με την αλλαγή της χρήσης σε εθνικό επίπεδο, ήταν η παραχώρηση σε ιδιώτη την περίοδο του μεσοπολέμου του «Χαζμά Μπέη τζαμί». Το τζαμί αυτό, που σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή του είναι ο αρχαιότερος ισλαμικός ευκτήριος οίκος που χτίστηκε στη Θεσσαλονίκη (1467-1468), αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό συνέχισε να λειτουργεί ως τζαμί μέχρι το 1925, όταν εγκατέλειψαν την πόλη και οι τελευταίοι μουσουλμάνοι. Το 1927 πέρασε στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας η οποία, αν και ήταν από τότε χαρακτηρισμένο ως μνημείο, το πούλησε σε ιδιώτη, ο οποίος το μετέτρεψε σε κινηματογράφο με την επωνυμία «Αλκαζάρ». Ο κινηματογράφος αυτός από τη δεκαετία του ‘60 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 πρόβαλε αρχικά ινδικά, αιγυπτιακά έργα, για να κλείσει την καριέρα του ως αίθουσα προβολής με καράτε και πορνό. Εκεί δηλαδή που για αιώνες ακουγόταν ο ιμάμης, από το 1970 και μετά, ίσως και πιο νωρίς, «βόγκηξε» η Τίνα Σπάθη και ο Κώστας Γκουσγκούνης.
«Όταν το 1982 μας ζήτησαν από τα “Δημήτρια” να συμμετάσχουμε στο φεστιβάλ με τους “Χειμερινούς Κολυμβητές”, δεχτήκαμε, με τη συμφωνία η συναυλία να γίνει στο Αλκαζάρ. Πράγματι παίξαμε και μετά ο κινηματογράφος συνέχισε το πρόγραμμά του με μια ταινία». Αυτά διηγήθηκε στο ΕΠΤΑ της Ελευθεροτυπίας[1], ο Αργύρης Μπακιρτζής, που εκτός από τραγουδοποιός ήταν και αρχιτέκτονας της 12ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟΤ. «Ήταν η πρώτη φορά που το “Αλκαζάρ” εντάχθηκε με έναν άλλον τρόπο στη ζωή της πόλης και μάλλον το έναυσμα για να αρχίσουν αργότερα τα προγράμματα αποκατάστασης του μνημείου» επισημαίνει. Και προσθέτει: «Εάν ένα χριστιανικό μνημείο σε μη ελληνικό έδαφος μετατρεπόταν σε σινέ-πορνό, αντιλαμβάνεστε ότι θα ήταν μέγα θέμα».
Ας μην πάμε όμως τόσο μακριά. Ας μείνουμε εδώ· στον τόπο μας.
Ως γνωστόν, στο Βραχώρι για πάνω από 300 χρόνια ζούσε μια πλούσια οθωμανική κοινότητα, η οποία είχε εναποθέσει, πριν από το 1667 μέχρι και το 1821, πάνω στη βραχωρίτικη γη, «τρία τζαμιά με πετρόχτιστους μιναρέδες, έντεκα τεμένη, δύο ιεροδιδασκαλεία, τρία σχολεία, δύο μοναστήρια και ένα χαμάμ». Τι απέμεινε απ’ όλα αυτά; Τίποτα. Ένα από αυτά τα τρία τζαμιά μάλιστα ήταν στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο μητροπολιτικός ναός της Ζωοδοόχου πηγής (Παναγία) του Αγρινίου.
Αμείλικτος μάρτυρας του μεγέθους αυτής της πολιτισμικής καταστροφής, της δικής μας δηλαδή «βαρβαρότητας» σε τοπικό επίπεδο, είναι ο ετοιμόρροπος μιναρές του Ζαπαντιού, που βλέπετε στη φωτογραφία της ανάρτησης, καθώς και στο βίντεο στο τέλος της.
Όλοι αυτοί που φορτώνουν σήμερα τα λόγια τους με περισσή ευαισθησία, για την «βαρβαρότητα» του Ερντογάν να μετατρέψει σε τζαμί ένα παγκόσμιο μνημείο πολιτισμού, έχουν αναλογιστεί ποτέ άραγε τις ευθύνες της τοπικής πολιτείας και κοινωνίας γι’ αυτό το πολιτισμικό έγκλημα που ανεχόμαστε να συντελείται στον κάμπο του Αγρινίου.
Μπορεί άραγε, αυτή η αναδυόμενη σήμερα ευαισθησία για την Αγία Σοφία, να συγκινήσει κάπως τις τοπικές γραφίδες και να χαλαλίσουν δύο σταγόνες μελάνι και γι’ αυτό το τελευταίο ίχνος της πολιτισμικής τοπικής μας κληρονομιάς; Μπορεί άραγε, εκτός από το μεγάλο ζήτημα της Αγίας Σοφίας της Ισταμπούλ, να δούμε λίγο και τον μικρό μισογκρεμισμένο μιναρέ του Ζαπαντιού και να φροντίσουμε να μην γίνουμε, τηρουμένων των αναλογιών πάντα, χειρότεροι του Ερντογάν;
Χθες στο Δημοτικό Συμβούλιο Αγρινίου προτάθηκε η έκδοση ψηφίσματος για την βέβηλη απόφαση του Τούρκου ηγεμόνα να μετατρέψει ένα μνημείο της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς που βρίσκεται στον κυριαρχικό χώρο του τουρκικού κράτους σε χώρο προσευχής και λατρείας ενός θεού: του θεού του. Στο γεγονός αυτό η παγκόσμια κοινότητα αντέδρασε και αντέδρασε ορθά. Είναι άλλο αυτό, κι άλλο πράγμα ο αλυτρωτισμός και ο «Μεγαλοϊδεατισμός» που διαποτίζουν ως εθνικιστική αρρώστια το περιεχόμενο της εισήγησης του ψηφίσματος στο Δημοτικό Συμβούλιο. Ελπίζω η τελική διατύπωσή του , που θα εκδώσει η διαπαραταξιακή που συστήθηκε για την σύνταξή του, να μην επιτρέψει αυτή τη βαρβαρότητα.
Ας θυμηθούμε, ότι την περίοδο της ακμής του οθωμανικού στοιχείου στην περιοχή, η τότε «βάρβαρη» Οθωμανική εξουσία, και η κουλτούρα εκείνης της τοπικής κοινωνίας, ήταν «εν τοις πράγμασι» αρκετά πιο ανεξίθρησκη, από τις σημερινές εξουσίες και κοινωνίες (ελληνικές και τούρκικες), αφού επέτρεψαν να συνυπάρχουν και να λειτουργούν στην ίδια «γειτονιά», ως πραγματικοί χώροι προσευχής και λατρείας και όχι ως μουσεία, και το τζαμί και η παλαιοχριστιανική βασιλική της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (άλλο παρατημένο μνημείο κι αυτό), λίγα μόλις μέτρα πιο κάτω. Κι αν ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κατάφερε να στέκεται μέχρι και σήμερα όρθιος και σε καλύτερη μοίρα, λόγω της χρήσης του ως κοιμητηριακού ναού της Μεγάλης Χώρας, αυτό δεν σημαίνει ότι η συντεταγμένη πολιτεία (Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων, Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας, Δήμος Αγρινίου) έκανε τα δέοντα, για την συντήρηση και ανάδειξη τους. Ούτε καν τα απαραίτητα και αναγκαία για τη συνέχεια της ύπαρξης του πρώτου εξ αυτών δεν έχουν κάνει. Κι αντί αυτό, όλους εμάς τους πολιτισμικά ευερέθιστους να μας ευαισθητοποιεί και να μας θυμώνει, και να απαιτούμε τα αναγκαία και απαραίτητα για την διατήρηση έστω και αυτού του τελευταίου πολιτιστικού ίχνους της τοπικής μας ιστορίας, γυρίζουμε τα μάτια μας αλλού για να μην το βλέπουμε και φορώντας τα καιροσκοπικά τηλεσκόπια των πολιτικών, φέρνουμε κοντά μας τα μακρινά, που μεγαλώνουν και μας κλείνουν τελείως τον ορίζοντα.
Από αυτές τις σκέψεις πηγάζει και η διατύπωση του τίτλου αυτής της ανάρτησης.
Αποτελεί κοινό τόπο πια η εκτίμηση, ότι ο Ερντογάν εργαλειοποιεί ένα μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς, για να αναζωπυρώσει εθνικούς και θρησκευτικούς φανατισμούς. Όποιος παρασυρθεί στη μάχη αυτού του επιπέδου να είναι σίγουρος ότι παίζει το παιχνίδι εξουσίας του «Σουλτάνου».
Ας υπερασπιστούμε τον οικουμενικό χαρακτήρα του μνημείου και «ας μην ρίξουμε λάδι στη φωτιά» του δικού του εθνικισμού, γιατί τότε οι μόνες κερδισμένες πολιτικές θα είναι οι δικές του. Κυρίως όμως, ας μας ευαισθητοποίησει και προς μια άλλη κατεύθυνση αυτή η «βαρβαρότητα» του Προέδρου της τουρκικής Δημοκρατίας: Να δούμε επιτέλους και τη δική μας, που μπορεί να είναι μικρότερου μεγέθους, αλλά ακριβώς ίδιας ποιότητας.
Το βίντεο που ακολουθεί είναι του Αντρέα Κουτσοθανάση