Από την εμπειρία της προηγούμενης κρίσης, από την οποία καλά – καλά δεν προλάβαμε να βγούμε, καλό θα είναι τώρα που συζητάμε τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού να έχουμε συνεχώς ενώπιών μας ορισμένα διδάγματα. Ένα από τα βασικότερα διδάγματα της προηγούμενης κρίσης είναι ότι οι περισσότεροι αντέστρεψαν της σχέση αιτίου – αιτιατού. Δεν ήταν το μνημόνιο που έφερε την κρίση, αλλά η χρηματοπιστωτική κρίση και ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός ήταν αυτά που έφεραν τη χρεοκοπία και το μνημόνιο.
Έτσι λοιπόν τώρα που συζητάμε το πώς θα περιορίσουμε τις οικονομικές επιπτώσεις του κορονοϊού και κυρίως το πώς θα στηριχθούν οι θέσεις εργασίας στην ιδιωτική οικονομία θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας τις σχέσεις αιτίου – αιτιατού, αλλά και την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης κρίσης να οφείλεται σε μία υγειονομική κρίση.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σε μια πρόσφατη συνέντευξή του ίσως να μπερδεύτηκε όταν δήλωσε ότι «όσο πιο γρήγορα βγούμε από την υγειονομική κρίση, τόσο πιο γρήγορα θα έρθουν οι επόμενες μειώσεις φόρων, ασφαλιστικών εισφορών και η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων που έχουμε υποσχεθεί στην ελληνική κοινωνία πριν τις εκλογές της 7ης Ιουλίου.
Ισχύει το αντίθετο! Η μείωση φόρων και η άρση των υπερρυθμίσεων και η ταχύτερη προώθηση των μεταρρυθμίσεων είναι προϋπόθεση για να μπορέσουμε να περάσουμε τον κάβο. Ευτυχώς ο Πρωθυπουργός είναι γενικές γραμμές σωστότερα προσανατολισμένος. Στη συνέντευξή του το βράδυ της Δευτέρας στο Star μεταξύ άλλων τόνισε ότι «θα υπάρχει προφανώς και άλλο πακέτο φορολογικών μειώσεων, καθώς επιστρέφουμε στην κανονικότητα, αλλά πρώτη προτεραιότητα αυτή τη στιγμή είναι η μείωση των εργοδοτικών εισφορών». Αυτό είναι απόλυτα σωστό αν θέλουμε να μιλάμε για τη στήριξη των θέσεων εργασίας. Που όμως κολλάει το πράγμα; «Όλα θα εξαρτώνται από το τι δημοσιονομικό περιθώριο θα έχουμε, πόσα χρήματα θα πάρουμε από την Ευρώπη. Τι δημοσιονομικοί στόχοι θα μπουν από το ’21 και μετά» είπε χαρακτηριστικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξή του. Και αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές αυτή είναι η πραγματικότητα. Σε μεγάλο βαθμό εκεί θα κριθούν τα πράγματα, από τα περιθώρια και τα χρήματα που προκύψουν από τις Βρυξέλλες.
Όμως καλό θα είναι ανεξάρτητα από τι θα προκύψει από τις Βρυξέλλες να κάνουμε και ορισμένα πράγματα που είναι στην δική μας απόλυτη ευχέρεια.
Το τι χρειάζεται η χώρα και κυρίως η ιδιωτική οικονομία είναι γνωστό και χιλιοειπωμένο: σαφή και σταθερή νομοθεσία, εξάλειψη της γραφειοκρατίας, πάταξη της διαφθοράς, απλοποίηση των αδειοδοτήσεων, ηλεκτρονική διακυβέρνηση, γρήγορη απονομή δικαιοσύνης, χωροταξικό σχεδιασμό με καθορισμένες χρήσεις γης,απελευθέρωση της αγοράς εργασίας,εκπαιδευτικό σύστημα συνδεδεμένο με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, μείωση ασφαλιστικών εισφορών,σταθερό φορολογικό σύστημα με χαμηλούς συντελεστές, ει δυνατόν παραπλήσιους με αυτούς των ανταγωνιστικών χωρών.
Σχεδόν όλα τα παραπάνω –με εξαίρεση τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές- μπορούν να γίνουν τη βοήθεια των Βρυξελλών και χωρίς να θιγεί το «βαθύ» κράτος και άρα μια κυβέρνηση να διστάσει μπροστά στο πολιτικός κόστος. Πολιτική βούληση χρειάζεται. «Οι μεταρρυθμίσεις, αν μη τι άλλο, πρέπει να ενισχυθούν και να γίνουν ακόμα πιο γρήγορα» είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην συνέντευξή του. Ας μη διστάσει λοιπόν. Κάποια πράγματα π.χ. στην ψηφιακή διακυβέρνηση, που λέγαμε ότι «δεν γίνονται» τα είδαμε να γίνονται και μάλιστα πολύ γρήγορα και με καλά αποτελέσματα, λόγω των έκτακτων συνθηκών του κορονοϊού. Αυτό το «γκάζι» και πρέπει να διατηρηθεί και να επεκταθεί σε άλλους τομείς.
Δημήτρης Παπαδάκης – Εφημερίδα Συνείδηση
sinidisi.gr