ΑΧΟΣ ΒΑΡΥΣ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ...
{22 Μαρτίου 1821. Στην Τατάρνα της Ευρυτανίας, απ' τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον ηγούμενο του ομώνυμου Μοναστηριού, οι πρώτες μπαταριές του ξεσηκωμού στη Ρούμελη}.
Εκεί ο "λεοντόθυμος Οδυσσεύς" με λίγα ψυχωμένα παλληκάρια και ο ηγούμενος του Μοναστηριού της Τατάρνας Κυπριανός ( κατά κόσμον Κώστας Σαξωνίδης απ' τη γειτονική Βούλπη ) με τους καλόγερους, στήνουν ενέδρα σε μεγάλη φάλαγγα Τουρκαλβανών που συνόδευαν χρηματαποστολή απ' τα Γιάννενα προς το Μεσολόγγι. Η χωσιά (ενέδρα) αριστοτεχνικά σχεδιασμένη, στήθηκε στον Άσπρο (Αχελώο) ανάμεσα σε θεόρατα βράχια που τα διέσχιζε αντιβουίζοντας ο -θεός- ποταμός και τα στεφάνωνε το παλιό τεράστιο πέτρινο μονότονο γεφύρι που ένωνε τα χιλιοτραγουδισμένα Άγραφα της κλεφτουριάς και των Κατσαντωναίων με τον ξακουστό Βάλτο . Σαν έφτασαν οι Τούρκοι και μπήκανε για τα καλά στη στημένη φάκα, άρχισαν τα καριοφίλια των επαναστατημένων ραγιάδων να ξερνοβολάνε πάνω τους τη φωτιά και το θάνατο. Όσοι γλύτωσαν πέφτουν στα γόνατα σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, ζητώντας έλεος. Ο Οδυσσέας- υπακούοντας στο παλιό κλέφτικο συνήθειο που 'λεγε πως προσκυνημένο κεφάλι δεν κόβεται- τους χάρισε τη ζωή. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αφού τους ξαρμάτωσε, τους άφησε να φύγουν μαζί με τα χρήματα που συνόδευαν για να τα πάνε στον προορισμό τους, στους πασάδες τους.
Τέτοια κίνηση δεν θα συναντήσουμε άλλη σε ολόκληρο το Εικοσιένα και είναι εκείνο που κάνει τη μάχη της Τατάρνας -εκτός από πρώτη της Επανάστασης- μοναδική κι ανεπανάληπτη στο συμβολισμό της και στο μήνυμα που δίνει:
Δεν αρχίζει αγώνας αρπαγής, ληστείας και πλιάτσικου αλλά αγώνας αρετής και τόλμης. Αγώνας να αποκτηθεί, με νύχια και με δόντια, το πολυτιμότερο και υπέρτατο αγαθό της ζωής, η Λευτεριά.
Ο καπεταν-Δυσσέας κι ο ηγούμενος Κυπριανός, στις 22 Μαρτίου 1821 άναψαν το φιτίλι της Επανάστασης στη Ρούμελη και κρέμασαν το φλάμπουρο της Λευτεριάς, φτιαγμένο απ τη φουστανέλα και το ράσο, ν' ανεμίζει στην ανοιξιάτικη αύρα μεσοκάμαρα του πέτρινου γεφυριού της Τατάρνας που σήμερα βρίσκεται καταποντισμένο στη λίμνη των Κρεμαστών, κάτω ακριβώς απ' τη μεγάλη σύγχρονη γέφυρα .
Ο Ασπροπόταμος, με τα φαράγγια και τις ρεματιές του, σκόρπισε και διαλάλησε τον αχό των καριοφιλιών στα πέρατα κι αφύπνισε τους ραγιάδες να παλέψουν : Για νίκη ή θανή.
Θα μου ειπείς:
Καλά, τον αδικοχαμένο Οδυσσέα όλοι τον ξέρουμε καθώς στάθηκε ο εκλεκτός της μοίρας και της Πατρίδας κι η Δόξα τον στεφάνωνε με τ' αμάραντο στεφάνι της σαράντα μέρες αργότερα στο χάνι της Γραβιάς με εκείνον τον αθάνατο χορό που 'στησε, αλλά τον ηγούμενο της Τατάρνας Κυπριανό, ποιος τον ξέρει;
Λίγοι γνωρίζουν και το δεσπότη Σαλώνων Ησαΐα που 'πεσε με το Θανάση Διάκο στην Αλαμάνα κι ακόμα λιγότεροι τον Ρωγών Ιωσήφ που που 'βαλε φωτιά στο μπαρούτι κι ανατινάχτηκε τη νύχτα της Εξόδου στο Μεσολόγγι.
Τον Παλαιών Πατρών Γερμανό όμως, όλοι τον ξέρουν ως εθνεργέτη. Κι ας έκανε τα πάντα να μην γίνει η Επανάσταση.
Οι παλιοί Έλληνες λέγανε: "Όλβιος, όστις της ιστορίας έσχε μάθησιν", ευτυχής δηλαδή είναι αυτός που γνωρίζει την ιστορία. Και διπλά ευτυχής αν αυτή είναι η Ιστορία του τόπου που γεννήθηκε..