ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (ΠΕΖΟ ΠΟΙΗΜΑ).
Στάση (λεωφορείου)
Ιδέστε : Κρύβεται πεθαμένος πίσω απ' τα σπασμένα μάρμαρα κι ένα κορίτσι με πέπλο πριγκίπισσας, μπαινοβγαίνει στ' αυτί του τραγουδώντας την Σιωπή. Ακούτε τη Σιωπή ; Συρίζει δίχως ανάσα χάλκινες μνήμες. -Δεν είχε ξαναπεθάνει ποτέ του -όπως άλλοι πολλοί, που του φάνηκαν υστερότερα πάλι γνωστοί, αλλά, να, για μια στιγμή κοίταξε τον χρυσοκόκκινο θόλο που ήταν θαμμένος όπως ακριβώς είναι και όχι όπως συνήθως τον έβλεπε.
~~*~~
Τρία πουλιά με μύτες πλουμισμένες από λιωμένο φως στάθηκαν στον αέρα -κάτω απ' τον αέρα, δίπλα στο χέρσο πηγάδι με τις ανείπωτες λέξεις και τα όνειρα. Στο πρωινό δρομολόγιο δεν είχαν εισπράκτορα.
~~*~~
Μετά τον τελευταίο θόλο -απ' τους θόλους που πέρασε για να βγει στο ανυψωμένο διάζωμα, είδε ένα καφενεδάκι με πόρτες κλειστές για παράθυρα. Γύρεψε να πιει κάτι, έτσι, για να ξεδιψάσει απ' το ταξίδι, αλλά, ο καφετζής, ήταν δίπλα, -στον κήπο με τους άλλους νεκρούς που περίμεναν χάσκοντας. Έκαμε κι αυτός προς τα 'κει, μα, δεν τον είδαν κι ας φάνηκε. Έβαλε τότε μόνος του ένα δυνατό παγωμένο ουίσκι, το 'χυσε, αίφνης, πάνω στα όνειρα που πέρναγαν κοιμισμένα, και, φανερά κουρασμένος, προχώρησε στην επόμενη Στάση.
___________________________
Copyright : Σ.Χ.ΤΑΓΚΑΣ
Ημέρες Ανοίξεως, 2014
___________________________