“Έφυγε” δημιουργώντας μέχρι την τελευταία στιγμή…
Πόζαρε, σε κάθε ευκαιρία, με την γκλίτσα και την πίπα που του είχε απαγορεύσει ο γιατρός να απολαμβάνει, αλλά εκεί ‘αποφάσιζε ο ίδιος’, όπως, άλλωστε, συνήθιζε να κάνει πάντα στις σχεδόν οκτώ δεκαετίες της ζωής του ο Ντένης Μακρής.
-Έχετε και κάποια άλλη φωτογραφία; τον είχα ρωτήσει.
-”Μα, αυτή είναι η σπουδαιότερη” μου είχε απαντήσει, σχεδόν με επίπληξη.
-”Με την γκλίτσα στο χέρι στα βουνά της Κανδήλας, δέθηκα με τη φύση, μ’ αυτήν στο χέρι, έκανα τα όνειρά μου. Εκεί με βρήκε η είδηση που τόσο περίμενα να ξενιτευτώ”….
-”Ξυπόλυτος μέχρι τα 12, έφυγα στα 14 για την Αυστραλία. Μέχρι τότε, είχα φορέσει ελάχιστες φορές παπούτσια” εξομολογείται ο επιχειρηματίας, ο αυτοδίδακτος μηχανικός, ο εφευρέτης, που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, ακόμη και όταν είχε γίνει πάμπλουτος, δεν έπαυσε να δημιουργεί. Συλλέκτης ασυνήθιστων μηχανών και παλιών μοντέλων αυτοκινήτων, θα μπορούσε να γεμίσει δύο μουσεία με τη συλλογή του.
“Δεν ξέρω γράμματα, ξέρω, όμως, να μετρώ” έλεγε, χαμογελώντας, με σημασία σε όσους τον ρωτούσαν ‘τι σπουδές είχε κάνει’.
“Σπούδασα στο πανεπιστήμιο της ζωής”, μου είχε πει πριν δύο χρόνια όταν τού μίλησα για πρώτη φορά.
Ήταν πολυάριθμα τα επαγγέλματα που άλλαξε και περίεργα τα σκαμπανεβάσματα της ζωής, μέχρι να ανακαλύψει το πηγαίο ταλέντο του να επιδιορθώνει μηχανές και να φτιάχνει καινούριες, “χρησιμοποιώντας το μυαλό του”, όπως έλεγε.
“Δεν σταματώ σ’ αυτό που βλέπω, αλλά προσπαθώ να το πάω λίγο πιο πέρα, να το φέρω στα μέτρα που ταιριάζουν στο σήμερα”.
Στη συνέχεια, μιλά για τα Cyclo Fans, που αρχικά τα είχε σχεδιάσει το 1960 ο George Lorette, μηχανικός της NASA, αλλά δεν εξυπηρετούσαν τις σύγχρονες ανάγκες. “Έφτιαξα κάτι καινούριο, πρωτοποριακό, πολύ πιο απλοποιημένο που αργότερα προσπάθησαν οι Κινέζοι να κοπιάρουν. Στην αρχή, αναγκάστηκα να ρίξω τις τιμές για να μπορέσω να επιβιώσω. Να τους ανταγωνιστώ. Δεν χρειάστηκε, όμως, να το κάνω για πολύ. Η ίδια η αγορά, τους πέταξε έξω γιατί τα κινέζικα αποδείχθηκαν ελαττωματικά και ο παραγωγός φαλίρισε. Το μόνο πρόβλημα με τα δικά μου είναι ότι δεν παλιώνουν ποτέ” είχε πει αστειευόμενος.
ΔΕΝ ΠΤΟΗΘΗΚΕ ΠΟΤΕ
Ο Ντένης, στη συζήτηση που είχαμε, ακολουθούσε μία σειρά που δεν τολμούσα να διαταράξω. Εξάλλου, κάθε φορά που το επιχειρούσα, με… επανέφερε στην τάξη: “Βίβιαν, περίμενε. Να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Θα σου πω και μετά ρώτα με ό,τι θες”.
Έτσι, κάνω όλο το συναρπαστικό ταξίδι μαζί του, με αφετηρία τα βουνά της Κανδήλας, με το ξυπόλητο βοσκόπουλο, τον έφηβο που διασχίζει μαγεμένος τους ωκεανούς για να φτάσει στη Γη της Επαγγελίας, την πρώτη δουλειά πίσω από τον πάγκο του cafe στο Geelong, που δεν ήξερε παρά το yes please και show me.
“Τους έλεγα να μου δείξουν τι ήθελαν και αυτό τους διασκέδαζε πάρα πολύ. Στα 16 με 200 λίρες αγόρασα το πρώτο fish shop. Δεν πήγε καλά. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε τίποτε για μένα. Άλλαζα συνέχεια δουλειές, προσπαθώντας να βρω τις πιο επικερδείς. Δούλευα ατελείωτες ώρες. Δεν ήξερα τι θα πει κούραση. Διψούσα να αποδείξω στον ίδιο τον εαυτό μου ότι δεν άφησα την Κανδήλα χωρίς σοβαρό λόγο. Χωρίς να επιτύχω, βάζοντας σε ενέργεια όλες μου τις δυνάμεις και το μυαλό μου συγχρόνως. Αυτό το τελευταίο τόνισέ το, σε παρακαλώ” είχε πει, παίρνοντας μια σύντομη ανάσα, πριν με πάει στη Mildura, όπου μάζευε σταφύλια, στο Elizabeth Street Hotel στη Μελβούρνη, όπου δούλευε ατελείωτες ώρες, στο New Excel Cafe, στα νυχτερινά κέντρα που δούλευε τα Σαββατοκύριακα και σέρβιρε αλκοόλ σε φλυτζάνια του τσαγιού σε διασημότητες, όπως τον Graham Kennedy και τον Bert Newton, “όταν απαγορευόταν το αλκοόλ μετά από τις έξι το απόγεμα”.
“Πρέπει να σου πω ότι ποτέ δεν πτοήθηκα από την αποτυχία. Έχασα χρήματα πολλά, με μαγαζιά που αγόρσα και δεν πήγαν καλά, αλλά ποιος είπε ότι στη ζωή όλα είναι ρόδινα;”
Η τύχη άρχισε να τού χαμογελά όταν ένας φαρμαδόρος τού ζήτησε να του πουλά τις πατάτες του στα ψαράδικα. Η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη που αγόρασε τρία φορτηγά για να εφοδιάζει με πατάτες τα fish shop, που ήταν στην ακμή τους τη δεκαετία του ’60.
Εκεί, στα ψαράδικα, τα περισσότερα με Έλληνες ιδιοκτήτες, ανακάλυψε το άλλο ταλέντο του, να επιδιορθώνει μηχανές, όπως αυτές που καθάριζαν και έκοβαν τις πατάτες. “Δεν είχα ιδέα, έβαλα, όμως, το μυαλό μου να δουλέψει”.
ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΤΡΑΤΑ
Έχοντας τα μάτια και τα αυτιά του ανοιχτά, τις… κεραίες του συνέχεια σε ενέργεια, ο Ντένης αποφάσισε, όπως είπε, “να κάνει μια βουτιά στα βαθιά”, αγοράζοντας τράτα για το ψάρεμα scallops. Ήταν η χρυσή εποχή του εύγευστου αυτού θαλασσινού, απ’ όπου δημιουργήθηκαν ολόκληρες περιουσίες -αλλά και βυθίστηκαν μερικές-, που “δεν είχε σκοπό να μην είναι στο παιχνίδι”.
Σε ανύποπτο χρόνο με ρωτά “αν μ’ αρέσουν τα scallops”.
“Φοβερός μεζές” αποφαίνεται, χωρίς να περιμένει δική μου εκτίμηση.
Πέντε ολόκληρα χρόνια, επτά μέρες την εβδομάδα, μαζί με τη γυναίκα του Διαμάντω, πάνω στην τράτα “Alex Vanessa” (τα ονόματα των δυο θυγατέρων του), χόρτασαν αλμύρα και ένιωσαν κατάσαρκα όλα τα καπρίτσια της θάλασσας.
Επόμενος σταθμός η κολοσσιαία επιχείρηση Richmond Food Machinery, στο Bridge Rd. του Richmond που σήμερα έχει μεταφερθεί στο Coppin Street και δύο από τα παιδιά του, ο Νίκος και η Αλεξάνδρα, έχουν πάρει το τιμόνι.
Τα vintage cars, εξομολογείται, ήταν η μεγάλη αγάπη της ζωής του, τα οποία επιδιόρθωνε ο ίδιος με τη βοήθεια του εγγονού του, τον τελευταίο καιρό.
Το τελευταίο που βγήκε ολοκαίνουριο από τα χέρια του και καμάρωνε πριν φύγει για το μεγάλο ταξίδι, ήταν ένα Essex 1923.
Mε έντονη την συναίσθηση ότι δεν πρωτοτυπώ, διακινδυνεύω την ερώτηση, ποιο θεωρεί ο ίδιος το μυστικό της επιτυχίας του.
“Σίγουρα, το ότι δεν είδα ποτέ την αποτυχία ως καταστροφή. Αντίθετα, κατέβαλα μεγαλύτερη προσπάθεια να κερδίσω χρόνο. Μπορώ να πω, ότι κάθε φορά γινόμουν πιο τολμηρός, κατέβαλα περισσότερη προσπάθεια για να φτάσω το στόχο μου και είχα μεγαλύτερες απαιτήσεις από τον εαυτό μου”.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΜΟΡΡΙΣ
http://neoskosmos.com/