Άρθρο παρέμβαση του Θωμά Κουτσουπιά, προέδρου του Αγροτικού Συνεταιρισμού ΕΝΩΣΗ ΑΓΡΙΝΙΟΥ.
Η σκληρή αλήθεια των αμείλικτων αριθμών: ο αριθμός των προβάτων μειώθηκε κατά 1,9% το 2018 σε σχέση με το 2017, ο αριθμός των αιγών μειώθηκε κατά 3,8%, ο αριθμός των βοοειδών μειώθηκε κατά 2,5% και ο αριθμός των χοίρων μειώθηκε κατά 3,0%. Σε απόλυτους αριθμούς και πάντα σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα των ερευνών ζωικού κεφαλαίου, που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ, μετράμε πολλές χιλιάδες λιγότερα ζώα.
Και τον ίδιο αρνητικό απολογισμό είχαμε και τα προηγούμενα χρόνια. Δυστυχώς, η μείωση που επήλθε στο ζωικό κεφάλαιο της χώρας επί των ημερών της απερχόμενης κυβέρνησης είναι σημαντική και καταδεικνύει πως τα περί στήριξης της ελληνικής κτηνοτροφίας είναι λόγια κενά περιεχομένου. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν «μείωση παντού» και αυτό, αν αναλογιστούμε το πόσο κοστίζει στη χώρα μας ο λεγόμενος «κύκλος του κρέατος» και ο αντίστοιχος «κύκλος του γάλακτος», τα εκατομμύρια δηλαδή που δίνουμε σε άλλες ευρωπαϊκές και τρίτες χώρες για να καλύψουμε τις καταναλωτικές μας ανάγκες, θα πρέπει κάποια στιγμή πολύ σοβαρά να μας προβληματίσει.
H Ελληνική Κτηνοτροφία, πέρα από αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού μας, πέραν της ούτως ή άλλως τεράστιας συνεισφοράς της στην εθνική οικονομία, πέραν του κυρίαρχου ρόλου της στη συνοχή των κοινωνιών της υπαίθρου, θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποτελεί βασικό εργαλείο για την άρση των οικονομικών αδιεξόδων που αντιμετωπίζει το κράτος και κατ’ επέκτασιν ολόκληρη η κοινωνία. Αντ’ αυτού, κρίνοντας απ’ το αποτέλεσμα πάντα, μπορούμε με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε ότι οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν απέτυχαν. Και απέτυχαν παταγωδώς.
Διότι δεν είναι μόνο η επισήμως και μη δυνάμενη να αμφισβητηθεί συρρίκνωση της κτηνοτροφίας. Είναι, πρωτίστως, η τάση φυγής. Είναι το γεγονός ότι εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες κτηνοτρόφοι σε όλοι τη χώρα θέλουν να εγκαταλείψουν τον κλάδο και την παραγωγή, αφού η παραμονή τους είναι πλέον ασύμφορη. «Εγκλωβισμένοι», δηλώνουν οι κτηνοτρόφοι, ανυπεράσπιστοι, όμηροι πολιτικών επιλογών που συμβάλουν στην κατάρρευση τιμών, τη στιγμή που η φορολογία τους έχει οδηγήσει να έχουν μόνο χρέη.
Και είναι πολύ μεγάλο το πρόβλημα για να αντιμετωπιστεί με ένα «επίδομα» τύπου de minimis που θα εξανεμιστεί εν ριπή οφθαλμού ή με προγράμματα, που η ίδια η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν φέρνουν.
Το τι μπορεί και τι πρέπει να γίνει, είναι γνωστό. Το γιατί δεν έχει γίνει, είναι το ερώτημα στο οποίο οφείλουν επιτέλους να απαντήσουν όσοι είχαν την ευθύνη όλα αυτά τα χρόνια.
Καμία εντύπωση δεν προκαλούν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Φυσικό επακόλουθο είναι, από τη στιγμή που …ελέγχους ακούμε και ελέγχους δεν βλέπουμε στην αγορά.
Ασυδοσία μόνο και εξαπάτηση.
Ασυδοσία από εκείνους που αθρόα εισάγουν γάλα από άλλες χώρες για να παρασκευάσουν, συχνά με την παράνομη μέθοδο της υπερδιήθησης «ελληνική» φέτα. Εξαπάτηση από εκείνους που πουλάνε λευκό τυρί, ως «φέτα».
Μην προσποιούμαστε, λοιπόν, ότι τάχα δεν καταλαβαίνουμε γιατί έχουν καταρρεύσει οι τιμές παραγωγού. Όλοι γνωρίζουν. Και όλοι συνωστίζονται πίσω από ένα τόσο δα μικρό δαχτυλάκι, νομίζοντας ότι χωράνε να κρυφτούν πίσω απ’ αυτό.
Τους το λέμε, λοιπόν, να το καταλάβουν: Δεν μπορούν να κρυφτούν. Όποια τεχνάσματα κι αν χρησιμοποιήσουν, η αλήθεια που οι ίδιοι δημιούργησαν, θα είναι παρούσα να τους στοιχειώνει. Η παραγωγή μειώνεται δραματικά και αν σήμερα δεν γίνει κάτι, το οστικό κύμα της έκρηξης που θα ακολουθήσει θα έχει τραγικές συνέπειες. Για ολόκληρη την κοινωνία. Ήδη, στα μέσα του 2019, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι τα αποτελέσματα των ερευνών ζωικού κεφαλαίου που η ΕΛΣΤΑΤ θα δημοσιεύσει για την τρέχουσα χρονιά το επόμενο καλοκαίρι, θα είναι ακόμη χειρότερα. Χρειάζονται, συνεπώς, άμεσες και αποφασιστικές παρεμβάσεις.
Ένα, λοιπόν, είναι το κυρίαρχο ερώτημα: Θέλουμε ή όχι παραγωγή; Θέλουμε ή όχι δικαιοσύνη, διαφάνεια, έλεγχο στην αγορά; Θέλουμε ή όχι Ελληνική Κτηνοτροφία, ντόπια γαλακτοκομικά προϊόντα, ανθρώπους να στηρίζουν την περιφέρεια, την πραγματική οικονομία του τόπου;