Του Λίνου Υφαντή,
Ο καπνέμπορος Βασίλης Παπαβασιλείου είχε δραστηριοποιηθεί στην περιοχή μας οικονομικά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Πρόσφατα άρθρο του agrinionews.gr ανέδειξε την φιλανθρωπική πτυχή του σχετικά με την προστασία που παρήχε στους πρώτους πρόσφυγες που έφτασαν στο Αγρίνιο τον Σεπτέμβρη του 1922. (https://www.agrinionews.gr/o-kapneboros-pou-agkaliase-tous-prosfyges-sto-agrinio-to-1922/). Η πτυχή αυτή του Παπαβασιλείου “ταξίδεψε” διαδικτυακά σε όλες τις κοινότητες των προσφύγων.
Εκείνο που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι ένα έργο τέχνης ανεγνωρισμένης αξίας στην νεοελληνική γλυπτική του εγνωσμένης αξίας νεοέλληνα γλύπτη Αντώνη Σώχου κοσμεί τον οικογενειακό τάφο της οικογένειας στο κοιμητήριο Αγρινίου. Πρόκειται για έργο “Η Παρθένα” το οποίο φιλοτεχνήθηκε με παραγγελία της οικογένεια Παπαβασιλείου. Είχε εκτεθεί και είχε βραβευθεί σε Salon του Παρισιού, πριν μεταφερθεί στο Αγρίνιο.
Ο Κώστας Τριανταφυλλίδης γράφει στο περιοδικό Ρίζα (τεύχος Δεκεμβρίου, 1990) για το έργο του Σώχου:
“……Η παράσταση της γυμνής κόρης πάνω στον τάφο είναι συνηθισμένη στη θεματολογία της νεοκλασσικής – αλλά και της ρωμαντικής – γλυπτικής. Προκειμένου για επιτάφιο μνημείο ενεδρεύει πάντα ο κίνδυνος μιας συναισθηματικής γλυκερότητας. Ο Σώχος όμως, με τις γερές καταβολές και τη μαθητεία του στη λιτότητα και την αυστηρότητα της ελληνικής γραμμής, ξεπέρασε αυτόν τον κίνδυνο και έδωσε έργα με εσωτερικό δυναμισμό, αλλά και ευγενές και συγκρατημένο εξωτερικό περίγραμμα. Αυτή του η αρετή είναι εμφανής στην Παρθένα του κοιμητηρίου του Αγρινίου. Είναι κυριαρχημένη από την αίσθηση του περιττού. Καμιά μπαρόκ έμφαση δεν έρχεται να ταράξει την ευγραμμία και την ισορροπία της φόρμας. Λες και αυτή έχει φθάσει στην αυτάρκεια της, έχει πια «εξαντλήσει» τα ακραία της όρια. (Στην αληθινή Τέχνη η μορφή είναι «κόσμια» και «εχέμυθη». Μοιάζει -κι ας μας επιτραπεί η παρομοίωση -με ένα νυχτολούλουδο, που κρύβεται στο φράχτη του περιβολιού. Ευωδιάζει από αρετή και σεμνότητα – και «ντρέπεται»…).
Η Κόρη έχει το μελαγχολικό και «απόμακρο» ύφος του επιτύμβιου. Είναι ενώδυνη· αλλά η οδύνη της δεν ξεσπά σε επιδεικτική κραυγή. Είναι «περιφρουρημένη» και εξαρτημένη απόλυτα από ένα εσωτερικό κέντρο. Το βλέμμα δεν κατατείνει στα αισθητά είναι στραμμένο σε νοητούς ήλιους. Ίσως έτσι να είναι και περισσότερο δυναμική. Γιατί, βέβαια, δεν είναι πάντα η κραυγή που συγκινεί και συναρπάζει· είναι και ο ψίθυρος, που αγγίζει βαθύτερα και τελετουργεί. Και δεν είναι ο κεραυνός (που πλήττει και καταλύει)· είναι και η μουσική -που γίνεται αισθητή ως χάδι και εμψυχώνει. Και μη δεν είναι ο αναστεναγμός βαθύτερος και καταλυτικότερος από τον κοπετό και το παράπονο περιπαθέστερο και εντελέστερο από την κραυγαλέα επίδειξη του πόνου; Και από την άποψη αυτή η θλίψη της Παρθένας παραπέμπει κατευθείαν στην αρχαία ελληνική πλαστική και στους τάφους του Κεραμεικού – που μοιάζουν με κάνιστρα γεμάτα αγριολούλουδα και το πένθος τους το φαιδρύνει το μακάριο και τερπνό και θεσπέσιο χαμόγελο των λευκών επιτύμβιων αγαλμάτων.
Αν ο Γιαννούλης Χαλεπάς – με την «Κοιμωμένη» του- έστησε την ιδέα της αθανασίας στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας, ο Αντώνης Σώχος επλαστούργησε την εικόνα της συλλογής στο κοιμητήριο του Αγρινίου.
Αυτή η συλλογή –στροφή προς έναν εσωτερικότερο και ερασμιότερο κόσμο- είναι απότοκος της σταθερής και επίμονης προσήλωσης του Καλλιτέχνη μας σε μια «μυθική ενόραση του κόσμου». Αλλά στο χώρο των μυστικών και ενορατικών εμπειριών τα πάντα «πάσιν άνω-κάτω». Τα μεγάλα γίνονται μικρά και τα μικρά μεγάλα· τα φανερά γίνονται αφανή και τα αφανή αποκτούν εμφάνεια. Τα ά – μορφα γίνονται ευ – μορφα και τα υλικά πάσχουν αλλοίωση θεία.
Και η θνητή κόρη, αποσπασμένη τώρα από το κράτος της φθοράς και από το άμορφο μάρμαρο πλαστουργημένη σε ωραία μορφή, είναι πια εξαγορασμένη από το θάνατο. Είναι, δηλαδή, αθάνατη!…”
Το ζήτημα είναι ότι το συγεκριμένο έργο βρίσκεται στον οικογενειακό τάφο στο Κοιμητήριο Αγρινίου, ενώ θα έπρεπε να κοσμεί λόγω της επιβεβαιωμένης καλλιτεχνικής του αξίας κάποιο κεντρικό χώρο στο Αγρίνιο σε στεγασμένο και εύκολα προσβάσιμα χώρο για να προστατευτεί από τις φθορές.
Η οικογένεια έχει κάνει ήδη την πρόταση προς το Δήμο Αγρινίου.
Είναι από τα ελάχιστα σύμβολα των αρχών του 20ου αιώνα που αφορούν την πόλη μας και αποτελούν συστατικό στοιχείο για την ταυτότητά της τόσο για την καλλιτεχνική αξία του έργου όσο και για το πρόσωπο που είναι αφιερώμένο.

agrinionews.gr





















