Τόπος ιερός, εδώ που οι αντίχριστοι ξανασταύρωσαν το Χριστό και την Ελλάδα,
κ’ είταν Παρασκευή Μεγάλη, 14 του Απρίλη,
και κει που η γης ανάβρυζε κρινάκια, παπαρούνες χαμομήλια για το Πάσχα
σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες,
και μες στα σπλάχνα δε χωρούσε τόσος πόνος.
Κι’ είταν το Αγρίνι ολάκερο ένας Επιτάφιος μ’ όλα του τα κεριά σβησμένα.
(Απόσπασμα από το «Αναστάσιμο Μνημόσυνο»
του Γιάννη Ρίτσου,
«για τους πεσόντες στην κατοχή Αγρινιώτες»)
Του ΑΝΔΡΕΑ ΔΕΝΕΖΑΚΗ
Από Ημεροδρόμος
Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή, 14 Απρίλη, του 1944, όταν οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους ξεκίνησαν τη σφαγή 120 κρατουμένων κομμουνιστών του Αγρινίου σε αντίποινα για την ανατίναξη από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ μιας γερμανικής αμαξοστοιχίας, πέντε μέρες νωρίτερα.
Οι Γερμανοί φρόντιζαν να εφοδιάζουν τη στρατιά του Ρόμελ στη Β. Αφρική όχι μόνο μέσω της κεντρικής σιδηροδρομικής αρτηρίας Θεσσαλονίκης – Πειραιά, αλλά και άλλες βοηθητικές μαζί και τη σιδηροδρομική γραμμή δυτικής Στερεάς. Μετέφεραν στρατό, πολεμοφόδια, καύσιμα από την κεντρική Ευρώπη – Ήπειρο – Πάτρα – Καλαμάτα. Οι συγκοινωνιακοί αυτοί κόμποι αποτελούσαν πρωταρχικούς στόχους και για τον ΕΛΑΣ, που δρούσε σε συνεννόηση με το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής.
Την Κυριακή 9 Απρίλη 1944 αντάρτες του ΕΛΑΣ από το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ Μεσολογγίου έστησαν ενέδρα ανάμεσα στα χωριά Σταμνάς και Αγγελόκαστρο και ανατίναξαν την αμαξοστοιχία των Σιδηροδρομικών της Βορειοδυτικής Ελλάδας, που κινούνταν από Κρυονέρι προς Αγρίνιο, η οποία μετέφερε πολεμικό υλικό και καύσιμα για τα γερμανικά αεροπλάνα που βρίσκονταν στο αεροδρόμιο του Αγρινίου. Οι αντάρτες εξουδετέρωσαν τη γερμανική συνοδεία και κατάστρεψαν ολόκληρη την αμαξοστοιχία μαζί με το πολεμικό υλικό των Γερμανών που μετέφερε, αφού πήραν τα όπλα και ό,τι άλλο μεταφερόταν. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί, μεταξύ των οποίων ένας ταγματάρχης των SS, αρκετοί τραυματίστηκαν και πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Οι Γερμανοί με τους ταγματασφαλίτες του προδότη ταγματάρχη Γ. Τολιόπουλου, που είχαν την έδρα τους στο Αγρίνιο προχώρησαν σε συλλήψεις 450 ατόμων και γέμισαν τις φυλακές της πόλης, προχώρησαν στην εκτέλεση 120 κρατουμένων.
Στις 14 Απρίλη 1944, στις 5:00 τα χαράματα, ξημερώνοντας Μεγάλη Παρασκευή, ο Γερμανός αρχιφύλακας λοχίας Καρλ Βέρνερ φώναξε τα ονόματα τριών κρατουμένων στις φυλακές της Αγίας Τριάδας, τους οδήγησαν στην κεντρική πλατεία του Αγρινίου την πλατεία Μπέλλου (σημερινή πλατεία Δημοκρατίας) και τους κρέμασαν.
Ήταν οι αγωνιστές:
Χρήστος Σαλάκος του Νίκου, 23 χρόνων, από το Αγρίνιο, στέλεχος της ΕΠΟΝ.
Παναγιώτης Σούλος, 22 χρόνων, από το Αγρίνιο, στέλεχος της ΕΠΟΝ.
Αβραάμ Αναστασιάδης του Αναστασίου, 52 χρόνων, από το Αγρίνιο, υπάλληλος της ΑΤΕ.
Ενας αυτόπτης μάρτυρας διηγείται πως βίωσε εκείνο το βροχερό πρωινό:
«Στο μισοσκόταδο άκουσα τον θόρυβο ενός αυτοκινήτου που σταμάτησε στην Πλατεία. Ακουσα ακόμα μερικές γερμανικές ομιλίες, που ύστερα απομακρύνθηκαν και φωνές τσολιάδων. Στο βάθος της πλατείας είδα να κινούνται μερικοί τσολιάδες γύρω από τις δύο κολώνες. Δεν κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Πνιχτές άναρθρες φωνές που ακούστηκαν κατόπιν δεν μου άφησαν καμιά αμφιβολία γι’ αυτό που γινόταν: Κρεμούσαν τον Σούλο και τον Αναστασιάδη. Τον απαγχονισμό του μακαρίτη Σαλάκου τον παρακολούθησα από σιμά. Επί κεφαλής του αποσπάσματος ήταν ο περίφημος δήμιος επιλοχίας και έπειτα ανθυπολοχαγός του Τάγματος Ασφαλείας, ο Γεωργόπουλος. Όταν ετοίμαζαν τη θηλειά ο συν. Σαλάκος φώναζε: “θα μ’ εκδικηθεί ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το ΕΑΜ”. Με φρίκη άκουσα το Γεωργόπουλο να απαντάει με θηριωδία. “Σκάσε παλιοκάθαρμα” και τράβηξε το σκαμνί απ’ τα πόδια του θύματος. Οι άλλοι τσολιάδες έστρεψαν τα νώτα τους προς την κολώνα για να μη βλέπουν. Απόστρεψα με φρίκη το πρόσωπο και δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το παράπονο που μ’ έπνιγε…»
Στις 6 π.μ. επέστρεψε στις φυλακές Αγίας Τριάδας ο λοχίας Βέρνερ με τη φρουρά των τσολιάδων και διέταξε όλους να κατεβούν στο προαύλιο και να μπουν στη γραμμή. Εκεί ήταν δύο αξιωματικοί των Ες-Ες και ο υπολοχαγός των τσολιάδων Μπλέσσας, σύνδεσμος των Γερμανών.
Ο Γερμανός αξιωματικός φώναζε τον κατάλογο των μελλοθανάτων και μόλις συμπληρώνονταν η μία δεκάδα ο υπολοχαγός των ταγματασφαλιτών διάταζε απόσπασμα τσολιάδων να την παραλάβουν και να την οδηγήσουν «εκεί που ξέρουν»! δηλαδή πίσω από την Αγία Τριάδα, στον τόπο της εκτέλεσης, και συνεχίζονταν η εκφώνηση των ονομάτων της επόμενης δεκάδας. Την ώρα της ετοιμασίας της νέας δεκάδας ακούγονταν οι ριπές των πολυβόλων και οι ομοβροντίες της εκτέλεσης που πηγαινοέρχονταν από το χώρο της Αγίας Τριάδας στο χώρο που ήταν συγκεντρωμένοι οι κρατούμενοι περιμένοντας τη σειρά τους.
Οι τσολιάδες μάλιστα βιάζονταν, Ο ταγματασφαλίτης υπολοχαγός με σαδιστική απάθεια, ασυγκίνητος, έκανε παρατήρηση στους υποτακτικούς του πως αργούσαν και έπρεπε να κάνουν πιο γρήγορα γιατί είχαν πολλή δουλειά.
Οι Γερμανοί και ο τσολιάς υπολοχαγός αφού επιθεώρησαν τον ομαδικό τάφο, όπου κείτονταν 117 νεκροί αγωνιστές, ανάμεσά τους δυο Ιταλοί αντιφασίστες κρατούμενοι και μια γυναίκα, ηΚατίνα Χατζάρα (το γένος Βάγια) σύζυγος Αθανασίου Χατζάρα, από το Κομπότι Άρτας, κάτοικος Αγρινίου, γύρισαν στις φυλακές όπου ο τσολιάς υπολοχαγός μίλησε στους κρατουμένους εξυμνώντας το έργο των Γερμανών!!! και των τσολιάδων!!!
Ύστερα από λίγη ώρα ακούστηκαν απ’ έξω οι θρήνοι των πρώτων συγγενών που κατάφθαναν και μάθαιναν την εκτέλεση των δικών τους. Οι τσολιάδες τους απαγόρευαν με τη ξιφολόγχη να πλησιάσουν.
Οι τρεις κρεμασμένοι έμειναν εκεί όλη τη Μεγάλη Παρασκευή και το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Μόλις το μεσημέρι τους ξεκρέμασαν απ’ το σταυρό του δικού τους μαρτυρίου και τους έθαψαν μαζί με τους άλλους.
Ο στρατιωτικός διοικητής των Γερμανικών μονάδων Ηπείρου, εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση, την ίδια μέρα, που δημοσιεύτηκε ελληνικά και γερμανικά, στην εφημερίδα Δυτική Ελλάς:
«ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
Την 9ην Απριλίου 1944 ο εκ Μεσολογγίου προς Αγρίνιον κατευθυνόμενος σιδηροδρομικός συρμός, υπέστη βορείως της Σταμνάς επίθεσιν κομμουνιστικών συμμοριών και επυρπολήθη. Γερμανοί στρατιώται και συνταξιδεύοντες Έλληνες πολίται εφονεύθησαν ή ετραυματίσθησαν, τραυματισμένοι Γερμανοί στρατιώται εφονεύθησαν ή ηπήχθησαν ανάνδρως.
Ως αντίποινα των υπούλων τούτων πράξεων, αίτινες πλήττουν αφ’ ενός τον Γερμανικόν Στρατόν και αφ’ ετέρου τους ειρηνικούς κατοίκους, ελήφθησαν και εξετελέσθησαν τα κάτωθι μέτρα:
1ον) Σήμερον 120 κομμουνισταί εκ χωρίων κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής και εκ Παναιτωλίου, οίτινες ως διεπιστώθη, έλαβον μέρος εμμέσως ή αμέσως εις την εν λόγω πράξιν, ετυφεκίσθησαν ή απηγχονίσθησαν εν Αγρινίω.
2ον) Εις Σταμνάν και Παναιτώλιον, ορισμένος αριθμός οικιών, εις τας οποίας είχον διαμείνει συμμορίται ή ανευρέθησαν εν αυταίς όπλα και πυρομαχικά, κατεστράφη.
3ον) Δέκα χωρία, εξ ων προήρχοντο οι λησταί, ή τα οποία κείνται κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής, υπεχρεώθησαν εις την καταβολήν μεγάλης χρηματικής ποινής.
Εις περίπτωσιν επαναλήψεως, όλα τα χωρία άτινα κείνται παρά την σιδηροδρομικήν γραμμήν, ως και εκείνα ων οι κάτοικοι λαμβάνουν μέρος εις αποπείρας, θα καταστραφούν. Και οι άνω των 16 ετών άρρενες κάτοικοι αυτών θα υποβληθούν εις αντίποινα.
14 Απριλίου 1944.
Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΗΠΕΙΡΟΥ»
Στο αποτρόπαιο αυτό έγκλημα οι ταγματασφαλίτες διαδραμάτισαν πρωταρχικό ρόλο. Οπως είπε κάποιος επίσημος εκ των Γερμανών εγκληματιών πολέμου στη δίκη της Νυρεμβέργης: «δεν αρκεί να τα φορτώνετε όλα στους Γερμανούς γιατί εμείς δεν θα μπορούσαμε να κρατήσουμε την Ευρώπη χωρίς την πολύτιμη βοήθεια των εγχώριων συνεργατών μας»!
Στην περίπτωση του Αγρινίου ο ρόλος των Ταγμάτων Ασφαλείας ήταν ουσιαστικός. Και το τραγικότερο είναι ότι οι προδότες αυτοί όχι μόνο έμειναν ατιμώρητοι μετά τον πόλεμο αλλά και κατέλαβαν καίριες θέσεις, επίσημες, απ’ όπου έκριναν τον πατριωτισμό των άλλων, μαζί και των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των θυμάτων της θηριωδίας των ναζί.
Ο Γιάννης Ρίτσος τελειώνει το «Αναστάσιμο Μνημόσυνο» – «για τους πεσόντες στην κατοχή Αγρινιώτες και για όλους τους Ρωμιούς – θύματα του ναζισμού», που έγραψε στις 4 Μάη του 1980:
εκεί που η Λευτεριά ανατέλλει απ’ το αίμα μας, θάνατος δεν υπάρχει.
Λοιπόν μην κλαίτε μάνες Αγρινιώτισσες, θάνατος δεν υπάρχει
μόνο τα χέρια δώστε, αδέλφια μου, να βασιλέψει ειρήνη,
ν’ ανθίσει γέλιο στις ματιές, να λάμψει ο κόσμος όλος,
κι όλος ο κόσμος μια φωνή να τραγουδήσει: Ειρήνη, Ειρήνη, Ειρήνη.
ΠΗΓΕΣ:
— ΕΠΕΣΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ, Εκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, τόμος 4α, σ. 142 – 146
— «Η Νέα Εποχή» και «Αγρίνιο…γλυκές μνήμες», από όπου και οι φωτογραφίες
presspublica.gr