Κυριακή απόγευμα ήταν με παρατεταμένο συννεφόκαμα, τις προάλλες, καθώς σκοτείνιαζε ήρθε κι η ώρα της δυνατής φθινοπωρινής βροχής, ώσπου ξεθύμανε κι αυτή με τη σειρά της, και κάποιες αραιές στάλες απομείνανε να επιμένουν· κάτι σαν επιδόρπιο της βροχής, μια χαμηλόφωνη θλιμμένη μουσική απ’ τη πλευρά του δρόμου.
Το τελετουργικό στο σπίτι, υπό τέτοιες συνθήκες – βροχερό κυριακάτικο σούρουπο – επέβαλε ξανά μανά, για νιοστή φορά, την απόπειρα αρχειοθέτησης της βιβλιοθήκης, και το ξεσκαρτάρισμα παλιών εγγράφων, φωτογραφιών κι επιστολών, αν και με τις τελευταίες, ιδίως όταν είναι ερωτικές και καθώς περνάνε τα χρόνια, πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός, όπως προτρέπει, μάλλον σοφά, ο Joan Margarit:
Μην πετάς τις ερωτικές επιστολές
«Αυτές δεν θα σ' εγκαταλείψουν ποτέ.
Ο χρόνος θα περάσει, θα σβήσει η επιθυμία
-Αυτό το βέλος της σκιάς-
και τα αισθησιακά πρόσωπα, όμορφα και έξυπνα,
θα κρυφτούν μέσα σου, στο βάθος του καθρέφτη.
Θα πέφτουν τα χρόνια. Θα σε κουράσουν τα βιβλία.
Θα κατεβείς ακόμα περισσότερο
και ακόμα, θα χάσεις την ποίηση.
Ο θόρυβος της πόλης στα τζάμια.
θα καταλήξει να είναι η μοναδική σου μουσική,
και οι ερωτικές επιστολές που θα έχεις φυλάξει
θα είναι η τελευταία σου λογοτεχνία».
Ευτυχώς δεν υπήρξαν δράματα αυτή τη φορά – άλλωστε ό,τι ήταν να ξεσκαρτάρω, το τόλμησα – κακώς-παλιότερα, όταν η νεανική μου ανεμελιά δεν μου είχε επιτρέψει, να ακολουθήσω τις προτροπές του ποιητή.
Απαλλαγμένος (εν μέρει) από διλήμματα του παρελθόντος, εντόπισα ένα σαν γράμμα αποχωρισμού που διάβασα, δεν θυμάμαι που – πρέπει να ήταν κάπου ανάμεσα στα ’80 και ’90 - το παρακάτω απόσπασμα από μια συνέντευξη ενός επιτυχημένου ξενιτεμένου Έλληνα του Θεάτρου· σκηνοθέτης νομίζω, που όταν το είχα διαβάσει με είχε εντυπωσιάσει τόσο, που το αντέγραψα σ’ ένα φύλλο χαρτιού για να μη μου παλιώσει και κιτρινίσει, όπως οι παλιές εφημερίδες και τα περιοδικά.
Ένα λευκό γράμμα δηλαδή, σαν το λευκό του αποχαιρετισμού :
«…κανείς δεν μου ζητάει τίποτα. Κατεβαίνω στην Ελλάδα μια φορά το χρόνο. Ο χώρος είναι μικρός και λίγες οι δυνατότητες. Τα πόστα είναι πιασμένα, κι όποιος φωνάζει πιο δυνατά, αυτός ακούγεται. Εγώ φωνή δεν έχω να φωνάξω, γιατί δουλεύω εδώ χωρίς να φωνάζω. Το γαλλικό υπουργείο μου παρέχει επιχορηγήσεις. Έχω πιο πολλές παραγωγές απ’ ότι μπορώ να εκτελέσω και οι συνθήκες είναι πολύ καλές.
Δεν λέω ότι δεν μ’ ενδιαφέρει να δουλέψω. Αλλά ξέρω πως αν πάω κάτω μόνιμα θα συμβεί αυτό που γίνεται και τώρα που κατεβαίνω μόνο μια βδομάδα. Τον μηχανισμό τον ξέρω απ’ έξω…θ’ αρχίσουν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο. Η μία κλίκα θα τα βάλει με την άλλη. Αν μπεις στην μια κλίκα θα το μάθει η άλλη, η απέναντι και θα σε χτυπήσει.
Αν δεν κατηγορήσεις μ’ όποιον σου μιλάει τον απέναντι, θα πουν πως είσαι με τους άλλους…..Δεν μπορείς να μείνεις απ’ έξω. Και τίποτε να μην κάνεις, και τίποτε να μην πεις, πάλι κάπου θα σε βάλουν. Το ότι «δεν λες», ερμηνεύεται.»
«…Έφυγα από την Ελλάδα 17 χρονών. Όταν πάω κάτω δεν έχω πια ένα φίλο, αισθάνομαι ξένος, τουρίστας του χειρότερου είδους. Πρέπει να μείνεις εκεί, για να ξεπεράσεις τα κανάλια, να βρεις νέα πρόσωπα και τρόπους. Αλλά μέχρι να βρεις πρέπει και να τρως…..Και δεν το ρισκάρεις.»
«…μου αρέσει να βρίσκομαι έστω και για λίγο στην Ελλάδα. Ξεπηδά όλη η παιδική σου ηλικία, ανακαλύπτεις πράγματα ριζωμένα από παλιά, αλλά είσαι υποχρεωμένος να κόψεις πάλι τον ομφάλιο λώρο. Αν μείνεις, σε 15 μέρες θα φύγει όλη αυτή η μαγεία και θα σε φάει το καφενείο. Υπάρχουν πράγματα που με τραβάνε, η ζωή, όπως έχει μείνει, ο κόσμος, πιο ανοιχτός, η αμεσότητα, ο τρόπος που εκφράζονται οι Έλληνες.
Αυτό που με απωθεί είναι τα κανάλια.
Έμεινα εννέα χρόνια με την δικτατορία, αποκλεισμένος στο Παρίσι, κι αυτή την περίοδο έγινε μια «εγκοπή» σημαντική. Τότε ήμουν πολύ δεμένος με τον τόπο. Αλλά όταν καταλάβεις ότι πρέπει να μείνεις έξω όσο να φύγουν οι συνταγματάρχες ή πρέπει να πεθάνεις από νοσταλγία, αποφασίζεις ότι θα ζήσεις εδώ.
Εκεί κάνεις με μεγάλη πίεση ένα κόψιμο αποφασιστικό για την μετά επιλογή. Δεν έχω αποκοπεί με την ελληνική τέχνη, ποίηση, τραγωδία. Δεν νοιώθω καθόλου Γάλλος, παρόλο που είμαι παντρεμένος με Γαλλίδα και τα δυο παιδιά μου πάνε στο γαλλικό σχολή. Αισθάνομαι μερικές φορές πολύ ξένος στο Παρίσι. Το μόνο που με κρατάει εδώ είναι οι φίλοι μου και η δουλειά, πράγματα που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Τα δυο ετούτα στοιχεία είσαι υποχρεωμένος να αναπτύξεις σαν «σημείο αναγνώρισης» της ύπαρξής σου, αφού είσαι χαμένος από ρίζες και ζεις «στην περιπέτεια». Αλλά αυτό γίνεται δύσκολα, και με άγχος.
Τι άλλαξε από τότε που γράφτηκε αυτό το γράμμα; Για τα κανάλια εννοώ. Μήπως με τον καιρό, γίνηκαν χείμαρροι; Ή μήπως μπαζώθηκαν και δεν έγινε αντιληπτό στους πολίτες (διάβαζε «υπηκόους») αυτής της Χώρας; Ή μήπως προεκλογικά ένθεν και εκείθεν θα υποσχεθούν ξανά ότι θα μπαζωθούν τα κανάλια ως διά μαγείας;
Τι είναι αυτό που θα επιτρέψει όλους εκείνους που στεριώσανε όλα αυτά τα χρόνια έξω, κατά τη διάρκεια της κρίσης να επιστρέψουν;
Τι είναι αυτό που δεν επέτρεψε στα χρόνια της (επίπλαστης ή όχι) ευμάρειας, της (με δανεικά ή όχι) ανάπτυξης να επιστρέψουν και άλλαξε τώρα, ώστε να επιστρέψουν όσοι στεριώσανε έξω κατά τη διάρκεια της κρίσης;
Η συνέχεια και η απάντηση στο επόμενο. Αλλά θα είναι μια δύσκολη και άβολη απάντηση. Εκτός ύλης. Για να σκισθεί το γράμμα του αποχαιρετισμού, το λευκό σαν ψηφοδέλτιο.
* Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, τέως σύμβουλος του ΑΣΕΠ, τέως Διοικητής - Πρόεδρος του ΔΣ του ΓΝΠ Αθηνών «Π. & Αγ. Κυριακού», τέως ειδικός σύμβουλος του ΥΠΕΞ (1985-1989)
Πηγή:http://www.efsyn.gr