Η τραγική ιστορία γύρω από την πτώση από φίλια πυρά στην Κύπρο του ελληνικού αεροσκάφους τη νύχτα της 21ης Ιουλίου 1974 . Μεταξύ των 33 αδικοχαμένων ο Αγρινιώτης επισμηναγός Βασίλης Παναγόπουλος και ο καταδρομέας από την Παραβόλα Αιμίλιος Μανιάς .
Τι πραγματικά συνέβη τη νύχτα της 21ης Ιουλίου 1974 – Η προδοσία των ηρώων καταδρομέων και αεροπόρων – Η αναλγησία των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου
Χρειάστηκαν 41 χρόνια για να σκαφτεί η ιστορία και να αποκαλυφθούν οι πτυχές της ήττας του 1974 στην Κύπρο. Το θαμμένο κουφάρι του αεροσκάφους Noratlas, σύντομα θα μας φέρει απέναντι από τον καθρέφτη, χωρίς να έχουμε δικαιολογίες για την απίστευτη αναλγησία που επεδείχθη απέναντι στα κορμιά των καταδρομέων και των αεροπόρων που σκεπάστηκαν με χώμα, όπως σκεπάστηκαν και οι ευθύνες για τον θάνατό τους. Ούτε καν μια αξιοπρεπή κηδεία. Ούτε καν το τελευταίο αντίο από τους γονείς τα παιδιά τις γυναίκες και τα αδέλφια τους. Κανείς μέχρι σήμερα δεν ξέρει γιατί Κύπρος και Ελλάδα έδειξαν τέτοια ασέβεια, απέναντι σε ήρωες.
Η εκσκαφή στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας στη Λευκωσία σύντομα θα φέρει στην επιφάνεια ένα καμένο αεροπλάνο και ό,τι έχει μείνει από τους καταδρομείς και τους αεροπόρους που δεν δίστασαν το βράδυ της 21η Ιουλίου 1974 να αναλάβουν μια αποστολή αυτοκτονίας. Το τραγικότερο όμως είναι πως δεν αυτοκτόνησαν. Προδόθηκαν.
Εισιτήριο για το θάνατο
Την επόμενη μέρα της εισβολής στη Κύπρο, η Ελλάδα με τη χούντα του Ιωαννίδη να βρίσκεται σε φάση κατάρρευσης αποφασίζει να βοηθήσει την Κύπρο. Αρχικώς σχεδιάστηκε να σταλεί μία Μοίρα Καταδρομών με αεροσκάφη της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Η σκέψη δεν έγινε πράξη και μέσα σε συνθήκες πανικού, ο τραγικός κλήρος της θυσίας έπεσε στη Α’ Μοίρα Καταδρομών που έδρευε στο Μάλεμε της Κρήτης.
Ο τότε Διοικητής της Α’ Μοίρας Καταδρομών Γιώργος Παπαμελετίου σε τηλεοπτική του συνέντευξη είχε δηλώσει ότι η μονάδα του δεν ήταν ειδικά εκπαιδευμένη για να σταλεί στη Κύπρο και η αποστολή της ήταν η άμυνα των νησιών του Αιγαίου. «Αργά στις 21 Ιουλίου» δήλωσε «επικοινώνησε ο Διοικητής Καταδρομών μαζί μου και μου είπε ότι θα φύγουμε, αλλά όχι για εκεί που προοριζόμασταν. Μου έλεγε μισόλογα. Δεν μου έστειλαν ειδικό σήμα κρυπτογραφημένο ή μη, αλλά με την τηλεφωνική αυτή επικοινωνία ο Διοικητής Καταδρομών προσπαθούσε να μου δώσει να καταλάβω ότι δεν πάω στα νησιά αλλά στη Κύπρο. Με τα ίδια μισόλογα μου είπε πως δεν χρειάζεται να πάρω πολλά πυρομαχικά και ούτε τα μεγάλα όπλα, όλμους κλπ. Μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν χρειαζόταν να φορτώσω πολλά πράγματα. Θέλησε να μου πει ότι στις 22 Ιουλίου στις 10 το πρωί θα υπογραφεί εκεχειρία. Για αυτό μου είπε αύριο μέχρι τις 10… μετά μακάριοι οι κατέχοντες».
Αρχικώς ενημερώθηκαν οι αξιωματικοί για την αποστολή και στη συνέχεια οι καταδρομείς, μεταξύ των οποίων υπήρξε ανησυχία αλλά και ενθουσιασμός. «Δεν βρέθηκε ούτε ένας που να κάνει πίσω» λέει ο Θανάσης Ζαφειρίου ο οποίος είναι και ο μοναδικός επιζών του Noratlas «Νίκη 4». Ο τότε διοικητής της Α’ Μοίρας Καταδρομών Γιώργος Παπαμελετίου, όταν οι καταδρομείς επιβιβάστηκαν στα λεωφορεία για να μεταφερθούν στο αεροδρόμιο της Σούδας τους ενημέρωσε για την αποστολή και τους είπε τι θα πρέπει να έχουν υπόψη τους για τις πρώτες ώρες. Κανένας δεν ήταν σίγουρος για το τι θα αντιμετώπιζαν αφού δεν υπήρχε καμία απολύτως πληροφορία για τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Κύπρο. Ο τότε υπολοχαγός Σταύρος Μπένος θυμάται πως «δεν υπήρχε κανένας καταδρομέας που να έχει τον παραμικρό ενδοιασμό, ότι πάμε να πολεμήσουμε σε ελληνικό έδαφος. Το ό,τι τραγουδάγαμε με δύναμη και θέρμη μέσα στο λεωφορείο που μας πήγαινε στο αεροδρόμιο και ξεσηκώναμε τις γειτονιές, σημαίνει πως αυτό που πηγαίναμε να κάνουμε το πιστεύαμε».
Οι Κρητικοί είχαν βγει στους δρόμους και χειροκροτούσαν τους καταδρομείς που έφευγαν για τη Κύπρο γνωρίζοντας ότι κάποιοι εξ αυτών ήταν αμφίβολο αν θα επέστρεφαν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι περαν των 318 ανδρών της Α’ Μοίρας Καταδρομών στην επιχείρηση είχε αποφασιστεί να λάβουν μέρος και περίπου 50 Καταδρομείς της Γ’ ΜΑΚ (Μοίρα Αμφιβίων Καταδρομών) με επικεφαλής τον τότε υπολοχαγό Νικόλαο Παπά.
Από την Κρήτη στην Κύπρο
Ο Αντρέας Στραβοπόδης ήταν επισμηναγός και κυβερνήτης του Noratlas «Νίκη 9». Ανατρέχοντας στις μέρες του 1974 σε παλαιότερη συνέντευξη του στο ΡΙΚ, αναφέρει πως δεν υπήρχε καμία προετοιμασία και ενημέρωση για την αποστολή στη Κύπρο και αυτό ήταν σωστό για να μην κάποια υπάρξει διαρροή. «Εγώ» λέει «έμαθα περί της αποστολής όταν κλήθηκα και προσγειώθηκα στο αεροδρόμιο της Σούδας». Ο επίσης επισηναγός Γιώργος Μήτσαινας κυβερνήτης του «Νίκη 11» στη δική του μαρτυρία λέει: «Στις 7 το βράδυ, της 21ης Ιουλίου 1974 διατάχθηκαν όλοι οι διοικητές των μονάδων να στείλουν όλα τα μεταγωγικά τους αεροσκάφη στη Σούδα, απ’ όπου θα εκτελούσαν άκρως απόρρητη αποστολή υψηλής σπουδαιότητας. Εκεί έμαθαν τα πληρώματα ότι ο σκοπός της αποστολής ήταν η μεταφορά της Α΄ Μοίρας Καταδρομών στη Κύπρο. Μιας αποστολής που δε προβλεπόταν από τα σχέδια. Οι προϋποθέσεις για την εκτέλεση της αποστολής ήταν: Εκμετάλλευση του αιφνιδιασμού, πτήση όσο το δυνατόν προς Νότο για αποφυγή αποκάλυψης από τα εχθρικά ραντάρ, εκφόρτωση και επιστροφή εξασφαλίζουσα τουλάχιστον μία ώρα πτήσης σε σκότος».
O έφεδρος ανθυπολοχαγός καταδρομέας Χαράλαμπος Αποστολάκης θυμάται: «Φτάνοντας στο αεροδρόμιο της Σούδας γύρω στις 20.00-20.30, είδαμε ότι είχαν αφιχθεί τα περισσότερα αεροσκάφη και μέσα βρισκόταν μόνο ένα μέρος του πληρώματος. Οι χειριστές είχαν ήδη μεταβεί στο κέντρο επιχειρήσεων, για να ενημερωθούν από τον ταξίαρχο Στεφαδούρο για τις συνθήκες της αποστολής».
Ακολούθησε η επιβίβαση των καταδρομέων στα αεροσκάφη και η έναρξη των πτήσεων αυτοκτονίας.
Ο Χαράλαμπος Αποστολάκης λέει: «Το πρώτο αεροσκάφος πρέπει να απογειώθηκε γύρω στις 22:30, με κατεύθυνση από το αεροδρόμιο στον κόλπο της Σούδας, ανατολικά των Λευκών Ορέων, και στη συνέχεια κατεβήκαμε σε πολύ χαμηλό ύψος πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η ενημέρωση που είχε γίνει από τον ταξίαρχο Στεφαδούρο, που ήταν απεσταλμένος από το Αρχηγείο της Αεροπορίας, προς τους αεροπόρους και το διοικητή της Μοίρας ήταν ότι θα υπήρχε πλήρης σιγή ασυρμάτου, φώτα πλεύσεως σβηστά, απόλυτο σκοτάδι και ότι μέσα στα αεροσκάφη δεν θα κινούνταν ούτε κουνούπι. Δεν θα άναβε κανένα φως, ούτε τσιγάρο ή αναπτήρας, τίποτε! Ήταν πραγματικά ηρωική αυτή η αποστολή, με την έννοια ότι έγινε από πιλότους που, στο σύνολό τους, δεν είχαν δει ποτέ την Κύπρο και πήγαιναν, για πρώτη φορά, μόνο με χάρτη και πυξίδα! Την εποχή εκείνη, ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν εντελώς δύσκολο, ήταν μια αποστολή θανάτου, και με το δεδομένο ότι τα αεροσκάφη ήταν παλιά και με πτητικά προβλήματα. Εάν οι Τούρκοι μέσα από τα ραντάρ έβλεπαν την αποστολή, αρκούσε ένα αεροσκάφος αναχαίτισης για να μας ρίξει όλους κάτω. Και ενώ ειπώθηκε ότι εμείς θα είχαμε συνοδεία μαχητικών αεροσκαφών, ώστε τελικά να γίνουν αναχαιτίσεις σε περίπτωση προσβολής από τουρκικά αεροσκάφη, εκ των υστέρων μάθαμε ότι τέτοια δυνατότητα δεν υπήρχε. Γιατί εμείς πετούσαμε στα 80-100 μέτρα, ίσως και χαμηλότερα, πάνω από τη θάλασσα, κάτι απαγορευτικό για τα μαχητικά αεροσκάφη, που δεν έχουν τέτοια δυνατότητα, καθώς υπάρχει κίνδυνος ατυχήματος. Και δεύτερον, έπρεπε να παραμείνουν στον αέρα πάνω από 5 ώρες, για να συνοδεύσουν το πήγαινε αλλά και την επιστροφή των Noratlas, και δεν υπήρχε δυνατότητα ανεφοδιασμού. Παράλληλα, πετώντας σε μεγαλύτερα ύψη, θα γίνονταν αντιληπτά και από τα ραντάρ και η Τουρκία θα σήκωνε αεροσκάφη. Έτσι θα υπήρχε εναέρια εμπλοκή, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν».
Η επιτυχής πτήση των αεροσκαφών οφείλεται στην ικανότητα των πληρωμάτων που πέταξαν χωρίς τεχνικά βοηθήματα. Μάλιστα ένα από τα αεροσκάφη πέταξε πάνω από αεροπλανοφόρου του 6ου αμερικάνικου στόλου προκαλώντας αναστάτωση αφού δνε είχε εντοπιστεί από τα ραντάρ του πλοίου. Μερικά από τα Noratlas φτάνoντας στη Κύπρο πέταξαν πάνω από τις Βρετανικές βάσεις του Ακρωτηρίου προκαλώντας τις διαμαρτυρίες των Βρετανών που απείλησαν με αναχαιτίσεις.
«Μας ακούγανε»
Ο κυβερνήτης του «Νίκη 9» Επισμηναγός Αντρέας Στραβοπόδης ανέφερε πως ο ίδιος είχε προτείνει στους κυβερνήτες των αεροσκαφών «Νίκη» 10. 11, 12, 13, 14 και 15 να επιλέξουν στον ασύρματο τη συχνότητα 222,2 ώστε να μπορούν να μιλάνε. Τη συχνότητα αυτή δεν τη γνώριζε κανείς. Ενώ πετούσαν παρενέβη κάποιος στη συχνότητα και με σπαστά ελληνικά είπε: «Δεν καταλαβαίνετε ότι σας ακούν;». Ο Α. Στραβοπόδης θεωρεί πως επρόκειτο για κάποιον ελληνοαμερικανό από πλοίο του 6ου αμερικανικού στόλου που προσπάθησε να τους προειδοποιήσει. Μετά από αυτό σταμάτησε κάθε επαφή μεταξύ των κυβερνητών, κάτι που ούτως ή άλλως δεν έπρεπε να γίνει καθώς είχε αποφασιστεί σιγή ασυρμάτων.
Δεν πέταξαν όλοι
Το σχέδιο που είχε ετοιμαστεί προέβλεπε την απογείωση 20 αεροσκαφών Noratlas και 10 Dakota της 354ης Μοίρας Τακτικών Μεταφορών «Πήγασος». Τα Noratlas θα μετέφεραν τους καταδρομείς και τα Dacota πυρομαχικά και άλλο υλικό. Αποφασίστηκε οι απογειώσεις να ξεκινήσουν στις 22:30 της 21ης Ιουλίου 1974. Ένα αεροπλάνο θα απογειωνόταν κάθε πέντε λεπτά. Αρχικώς το σχέδιο τηρήθηκε αλλά στη συνέχεια υπήρξαν περίεργες καθυστερήσεις που από κάποιους αποδίδονται και σε σκοπιμότητα. Τελικώς απογειώθηκαν μόνο τα 15 Noratlas και στο αεροδρόμιο της Σούδας παρέμειναν τα υπόλοιπα 5 μαζί με τα Dacota. Είναι αξιοσημείωτο ότι το «Νίκη 15» που απογειώθηκε τελευταίο με κυβερνήτη τον Επισμηναγό Ευάγγελο Πετρουλάκη αναχώρησε από τη Σούδα παρά το ότι είχε οδηγίες να μην πετάξει αφού είχε παραβιαστεί το χρονικό όριο. Ο Πετρουλάκης ανέλαβε την ευθύνη και απογειώθηκε.
Το Noratlas «Νίκη 13» με κυβερνήτη τον αντισμήναρχο Βασίλειο Νικολάου, δεν έφτασε ποτέ στη Κύπρο αφού δηλώθηκε ότι έχασε τον προσανατολισμό του και προσγειώθηκε στη Ρόδο. Ο τότε Διοικητής της Α’ Μοίρας Καταδρομών Γ. Παπαμελετίου αμφισβητεί τα περί απώλειας προσανατολισμού και διερωτάται «Πως βρήκαν τη Ρόδο και δεν βρήκαν τα Άδανα για να καλοπεράσουν με τους Τούρκους; Βεβαίως όταν βλέπεις να καίγεται ο κόσμος, το πρώτο που σου έρχεται στο μυαλό είναι, από δω παν κι άλλοι. Όσοι είναι φτιαγμένοι γι’ αυτό».
Το Noratlas «Νίκη 14» με κυβερνήτη τον Επισμηναγό Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, αν και έφτασε στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, δεν προσγειώθηκε γιατί είχε ήδη ξημερώσει και επέστρεψε στη Κρήτη.
Προσγείωση στην κόλαση
Όταν τα Noratlas έφτασαν στη Κύπρο έβλεπαν παντού φωτιές από τις μάχες που βρισκόντουσαν σε εξέλιξη. Αυτό βοήθησε και τα πληρώματα να προσανατολιστούν καλύτερα και να αρχίσουν τη κάθοδο τους προς το αεροδρόμιο Λευκωσίας. Οι μόνες περιοχές που φωτίζονταν ήταν οι βρετανικές βάσεις του Ακρωτηρίου και της Δεκέλειας και αυτό ήταν σωτήριο για τους κυβερνήτες που τις χρησιμοποίησαν ως σημεία στήριξης για να μπορέσουν να βρουν το αεροδρόμιο.
Σε διάφορες περιοχές τα αεροσκάφη δέχονταν πυρά από το έδαφος αλλά η κατάσταση δεν ήταν ανησυχητική, καθώς υπήρχαν διαβεβαιώσεις ότι το αεροδρόμιο Λευκωσίας ήταν ασφαλές. Κανείς δεν είχε ενημερώσει τα πληρώματα για το γεγονός ότι γινόντουσαν μάχες και ο διάδρομος προσγείωσης του αεροδρομίου είχε βομβαρδιστεί και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο το 1/3 από αυτόν.
Όπως θυμούνται οι καταδρομείς, μόλις έφτασαν πάνω από τη Λευκωσία άρχισαν να δέχονται χιλιάδες σφαίρες και βλήματα αντιαεροπορικών. Οι καταδρομείς στέκονταν όρθιοι μέσα στα αεροπλάνα ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο όγκος του και να μειωθούν οι πιθανότητες να χτυπηθούν. «Οι σφαίρες έμπαιναν από κάτω και διαπερνούσαν την άτρακτο» δηλώνει ένας από τους καταδρομείς. «Είμαστε φορτωμένοι με χειροβομβίδες και εκρηκτικά και υπήρχε κίνδυνος να τιναχθούμε όλοι στον αέρα» συμπληρώνει. Το ίδιο κίνδυνο διέτρεχαν πλήρωμα και καταδρομείς και από το ενδεχόμενο να χτυπηθούν οι δεξαμενές καυσίμων.
Ένας από τους αξιωματικούς που επέβαιναν στα αεροσκάφη ζει συνεχώς τις ίδιες σκηνές εδώ και πολλά χρόνια: «Όταν πλησιάσαμε με το Noratlas τη Λευκωσία, πήγα στο πιλοτήριο να δω τι γίνεται. Από εκεί είδα τις λάμψεις των αντιαεροπορικών πυρών που θύμιζαν τα βεγγαλικά της Ανάστασης και ρώτησα τον Στέφα (Κυβερνήτης «Νίκη 3»), τι θα κάνει; Εκείνος μου είπε πως θα προσγειωθεί. Μετά από αυτό πήγα και κάθισα στο Gargo, δίπλα από έναν καταδρομέα που ήταν από τα Ανώγεια της Κρήτης (ο Γεώργιος Χρονιάρης), ο οποίος γυρίζει και μου λέει με την κρητική του προφορά: ‘ω πωπώ κύριε διοικητά, σαν κουκοσάλι (χαλάζι) χτυπάει’. Ήταν οι σφαίρες που χτυπούσαν το αεροπλάνο».
Τα «πορτοκάλια»
Ο τότε επισμηναγός Γ. Μήτσαινας που ήταν κυβερνήτης του «Νίκη 11» αναφέρει στο βιβλίο του για την επιχείρηση: «Στις 00:10, ενώ τα μεταγωγικά πετούσαν νότια της Ρόδου, έφτασε άκρως απόρρητο σήμα στην Κύπρο, το οποίο αποκρυπτογράφησε ο στρατιώτης Αθανάσιος Γουμάγιας και διαβίβασε στους ανωτέρους του. Τελικός αποδέκτης ήταν το 3ο Επιτελικό Γραφείο του ΓΕΕΦ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς). Ήταν το σήμα το οποίο ενημέρωνε για την επικείμενη άφιξη των Noratlas αναφέροντας και την ακριβή ώρα προσέγγισης. Το περιεχόμενο του σήματος δεν διαβιβάστηκε έγκαιρα στις μονάδες, οι οποίες είχαν παραταχθεί στην περιοχή του αεροδρομίου. Κατά μία πληροφορία το ΓΕΕΦ γνωστοποίησε το απόρρητο σήμα στη Διοίκηση Πυροβολικού στη 01:30, λίγα μόλις λεπτά πριν την άφιξη των πρώτων αεροσκαφών. Τα προπορευόμενα αεροσκάφη (πριν από το «Νίκη 11») εξελήφθησαν σαν τουρκικά και δέχθηκαν καταιγιστικά πυρά. Η Εξεταστική Επιτροπή για το Φάκελο της Κύπρου επέρριψε τις ευθύνες στην Αθήνα και στο ΑΕΔ, αφού σύμφωνα με τα μέλη της Επιτροπής της Βουλής το σήμα εκδόθηκε στις 01:30 ώρα».
Η Αθήνα είχε ενημερώσει το ΓΕΕΦ με τη φράση: «Έρχονται τα 15 πορτοκάλια».
Θανατηφόρα σύγχυση
Ο αντισμήναρχος Φίλιππος Κόλλιας που βρισκόταν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας και ανέμενε τα Noratlas περιγράφει τη κατάσταση που επικρατούσε: «Ήταν για μένα ο απόλυτος αιφνιδιασμός. Κανείς δεν γνώριζε από το ΓΕΕΦ για την άφιξη των αεροπλάνων, κανείς δεν με ενημέρωσε. Το απόγευμα της 21ης Ιουλίου ενημερώθηκα ότι θα έρθουν Ελληνικά αεροπλάνα στη Λευκωσία , χωρίς να μου πουν τον τύπο των αεροσκαφών.
Περίμενα μαχητικά αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας, τα οποία θα πρόσβαλαν κάποιο στόχο και στη συνέχεια θα τα ανεφοδιάζαμε. Στείλαμε μάλιστα οχήματα με κηροζίνη και στο αεροδρόμιο της Τύμβου (λίγο έξω από τη Λευκωσία), γιατί ίσως να μην μπορούσαν να προσγειωθούν στη Λευκωσία, γιατί ο διάδρομος είχε χτυπηθεί . Κανείς δεν μου μίλησε για αλλαγές σχεδίων.
Μεσάνυχτα της 22ας Ιουλίου βρισκόμουν στον πύργο ελέγχου, ήρθε κάποιος υπάλληλος και μου ανέφερε ότι στην κοινή συχνότητα γινόταν ακρόαση στην Ελληνική γλώσσα από αεροσκάφη που καλούσαν το αεροδρόμιο Λευκωσίας. Ανέβηκα στον πάνω όροφο στα ραδιοτηλέφωνα και ενώ άκουγα ,άκουσα μια γνώριμη φωνή πιλότου. Ξαφνικά τον ρώτησα: ‘Εσύ είσαι ποντικέ;’. Ποντικός ήταν το παρατσούκλι του πιλότου Γιάννη Παπακωνσταντίνου με το Noratlas ‘Νίκη 7’ με τον οποίο είχαμε υπηρετήσει μαζί και διατηρούσαμε οικογενειακή φιλία. Τότε κατάλαβα ότι τα αεροπλάνα που πλησίαζαν ήταν μεταγωγικά και όχι πολεμικά. Ήταν για μένα ο απόλυτος αιφνιδιασμός.
Σύμφωνα με τα όσα προέβλεπε το σχέδιο, θα έριχνα -όπως και έκανα- πράσινες φωτοβολίδες, για να ειδοποιήσω ότι έρχονται φίλια αεροσκάφη. Άλλωστέ είχαμε πληροφορίες ότι εκείνες τις ώρες μπορεί να έρχονταν οι Τούρκοι να κάνουν αεραπόβαση, για να καταλάβουν το αεροδρόμιο».
Εμείς χτυπάγαμε τα Noratlas
O Κυριάκος Λάρκου ήταν το 1974 χειριστής στα αντιαεροπορικά πυροβόλα που είχαν ως στόχο να αποτρέψουν τουρκική αεραπόβαση. «Μας είχαν δώσει διαταγή να είμαστε συνεχώς πάνω στο αντιαεροπορικό και όταν ακούσουμε βόμβο αεροπλάνου να ρίξουμε. Στη συνέχεια ήρθε μια δεύτερη διαταγή που έλεγε ότι αν δείτε πράσινη φωτοβολίδα να βάλλετε, αν δείτε κόκκινη να δεσμεύσετε τα πυροβόλα.
Τα μεσάνυχτα ακούσαμε τις μηχανές των αεροσκαφών, είδαμε την πράσινη φωτοβολίδα και αρχίσαμε και ρίχναμε. Χτυπήσαμε ένα αεροπλάνο, έπεσε, αλλά εμείς δεν το είδαμε. Ήρθε ένας αξιωματικός και με οργισμένα ύφος μας είπε: ‘Ρε σεις, τι κάνατε, χτυπήσατε δικό μας αεροπλάνο;’ Κατέβηκα και μαζί με έναν συνάδελφο πήραμε ένα αυτοκίνητο και φτάσαμε στο αεροδρόμιο, φτάνοντας ανεβήκαμε στον εξώστη του αεροδρομίου και προσπαθούσαμε να δούμε τι ακριβώς γίνεται. Είδαμε αεροπλάνα να τροχοδρομούν.
Φύγαμε και γυρίσαμε στη θέση μας, Μάς περίμενε ο αξιωματικός που του είχαμε πάρει το αυτοκίνητο, έβγαλε το όπλο του και σημαδεύοντας με , με ρωτάει: ‘Γιατί έφυγες από τη θέση σου χωρίς διαταγή;’. Ευτυχώς το φιλαράκι που ήταν μαζί μου , πήρε το δικό μου όπλο ένα Τόμσον και του το ακούμπησε στην πλάτη λέγοντάς του: ‘Ή εσύ ή εμείς’. Αμέσως κατέβασε το όπλο και έφυγε με ήσυχο τρόπο….
Έχω τύψεις γι’ αυτό που κάναμε….Εμείς εκτελούσαμε διαταγές και για μια διαταγή που δεν εκτελέσαμε, κοντέψανε να μας εκτελέσουν….!»
Πώς χτύπησα το «Νίκη 4»
Ο Γιώργος Καλογήρου ήταν επίσης χειριστής αντιαεροπορικού τα ξημερώματα της 22ας Ιουλίου στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Η μαρτυρία του είναι συγκλονιστική καθώς είναι ο άνθρωπος που κατέρριψε το Noratlas που σήμερα παραμένει για 41 χρόνια θαμμένο στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας. «Ήμουν επικεφαλής σε ένα τετράδυμο που ήταν στην αρχή του διαδρόμου προσγείωσης .Λίγο πριν νυχτώσει ήρθε κάποιος και μου είπε ότι η σημερινή νύχτα είναι επικίνδυνη. Υπάρχουν πληροφορίες ότι τη νύχτα ενδέχεται να έρθουν τούρκικα αεροπλάνα και ζήτησε να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα και να μην αφήσουμε να προσγειωθεί κανένα.
Όταν άκουσα τον βόμβο του αεροπλάνου δεν μπόρεσα να το δω, είχε όλα τα φώτα σβηστά και ήμουν έτοιμος να το καταρρίψω . Μόλις πλησίασε, το σκόπευσα, του έριξα και αυτό ήταν. Το αεροπλάνο κατερρίφθη.
Περίμενα το επόμενο. Τότε διαπίστωσα ότι το τερτάδυμο είχε μπλοκαρισθεί. Προσπάθησα να το φτιάξω, αλλά δεν τα κατάφερα.
Τα αεροπλάνα περνούσαν από πάνω μου, καταριόμουν την ατυχία μου. Πολύ αργότερα όταν τα αεροπλάνα είχαν προσγειωθεί όλα. ήρθε κάποιος και μου είπε ότι τα αεροπλάνα ήταν ελληνικά και κόντεψα να τρελαθώ.
Από τότε έχω τύψεις…….Την άλλη μέρα και χωρίς να κάνω τίποτα το όπλο είχε ξεμπλοκαριστεί».
Ο Μίλτος Γεωργιάδης, υπάλληλος της Πολιτικής Αεροπορίας της Κύπρου βρισκόταν στον Πύργο Ελέγχου και συμπληρώνει την εικόνα του παζλ:
«Το ‘ΝΙΚΗ 4’ ήταν το τρίτο στη σειρά που επιχειρεί προσγείωση. Ακούσαμε τον πιλότο να λέει ότι: ‘Δέχομαι πυρά από παντού’. Δώσαμε άδεια για προσγείωση, κατέβηκε χαμηλά και χάσαμε επαφή. Η αγωνία στον πύργο ελέγχου έχει χτυπήσει κόκκινο.
Ξαφνικά βλέπουμε μια τεράστια φωτιά να σκίζει τον ουρανό της Λευκωσίας, Παγώσαμε.
Δεν θυμάμαι να έκλαψα άλλη φορά τόσο πολύ στη ζωή μου». Όταν αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί ρώτησε: «Τι γίνεται ρε παιδιά; Είναι προδοσία. Τούς τρώμε εμείς οι ίδιοι».
Σε συνέντευξή του στο ΡΙΚ, ο έφεδρος στρατιώτης στην 185ης Μοίρας Πυροβολικού Γιώργος Παστού, ο οποίος εκτελούσε χρέη ανθυπολοχαγού στη διάρκεια της εισβολής, αναφέρει πως, ελλείψει ενημέρωσης, είχε δώσει διαταγή να ρίξουν το αεροπλάνο. «Μας άναβαν τους προβολείς πως είναι ελληνικά, να μην χτυπάμε. Όταν ρίξαμε το τρίτο, μας είπαν με τηλεβόα πως είναι ελληνικά. Τότε παγώσαμε, σταματήσαμε και τρέξαμε μήπως έχει ζωντανούς. Βρήκα τον Ζαφειρίου (τον μοναδικό επιζώντα του «Νίκη 4»), με έπιασε από το χέρι και μου είπε ΄λίγο νερό ρε πατρίδα΄. Βρήκαμε κι άλλους νεκρούς που δεν είχαν ούτε γδάρσιμο πάνω τους». Ο ίδιος μετέφερε τη μαρτυρία ότι εντόπισαν τουλάχιστον εφτά νεκρούς, οι σοροί των οποίων ήταν σχεδόν ακέραιες, και τις τοποθέτησαν κάτω από τα κυπαρίσσια
Η θυσία και το καθήκον
Ο μόνος που κατάφερε να σωθεί από το «Νίκη 4» είναι ο καταδρομέας Θανάσης Ζαφειρίου, ο οποίος έχει μεταφέρει με αυθεντικότητα τι προηγήθηκε της κατάρριψης. Θυμάται ότι είχε σταυρωτά στο στήθος του 7 τελαμώνες με σφαίρες και 6 χειροβομβίδες κρεμασμένες στη ζώνη του όταν άρχισαν να διαπερνούν σφαίρες την άτρακτο του αεροσκάφους: «Οι χειριστές» θυμάται «ήταν νεκροί και το αεροσκάφος ακυβέρνητο δεχόταν πυρά. Είχαν πάρει φωτιά τα κασόνια με τις χειροβομβίδες δίπλα μου και ένιωθα να καίγομαι, κοίταζα για αλεξίπτωτο, αλλά δε βρήκα πουθενά. Άνοιξα τη πόρτα του αεροσκάφους και πήδηξα στο κενό. Οι γονείς μου έκαναν την κηδεία και τα εννιάμερα, ενώ ήμουν ζωντανός.
Ο πατέρας μου έπαθε σοκ και υπέστη καρδιακή προσβολή και λίγους μήνες αργότερα πέθανε. Δε θυμάμαι τίποτα από τον εντοπισμό μου. Θυμάμαι καθαρά, πως έπεφτα σαν μολύβι στο χώμα. Για 7 μήνες δεν είχα τις αισθήσεις μου και δε θυμάμαι παρά ελάχιστα από τη νοσηλεία μου στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο 401».
To Noratlas «Νίκη 4» έπεσε λίγα χιλιόμετρα μακρυά από το αεροδρόμιο εκεί που είναι σήμερα θαμμένο στον Τύμβο της Μακεδονίτισσας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πυρά δέχθηκε και το «Νίκη 7» αλλά κατάφερε να προσγειωθεί με τον ένα κινητήρα να καίγεται και τον άλλο να έχει καταστραφεί από έκρηξη. Στο «Νίκη 7» σκοτώθηκαν δύο καταδρομείς και τραυματίστηκαν ακόμα 11
Όλα τα Noratlas που κατάφεραν να προσγειωθούν, αποβίβασαν τους καταδρομείς και απογειώθηκαν αμέσως για να επιστρέψουν στη Κρήτη. Τρία όμως που δεν μπόρεσαν να φύγουν καταστράφηκαν από τις ελληνικές δυνάμεις ώστε να μην υπάρχουν τεκμήρια για την εμπλοκή της Ελλάδας. Όταν οι καταδρομείς βρέθηκαν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας περίμεναν κάποιον να τους ενημερώσει για το τι θα κάνουν αλλά δεν βρήκαν κανένα. Ο διοικητής της Α’ Μοίρας Καταδρομών, Γ. Παπαμελετίου δεν γνώριζε καν τι είχε συμβεί με τα Noratlas και βεβαίως δεν γνώριζε που βρίσκονται οι καταδρομείς της Μοίρας του. «Δεν ξέραμε. Δεν απογειώθηκαν; Πέσανε; Χάσανε τη κατεύθυνση τους; Δεν ήξερα τίποτα. Δεν ήξερα ούτε πόσα αεροπλάνα ήταν. Δεν μπορούσα να το καταλάβω, ότι έφυγαν τόσα αεροπλάνα από τη Κρήτη και να το ξέρουν όλοι. Να το ξέρει, το ΓΕΑ, να το ξέρει το ΓΕΕΘΑ, να το ξέρουν οι πάντες και να έρθουμε στη Κύπρο και να μην το ξέρουν οι αντιαεροποριστές και να μας βάλουν από παντού »
Ο Πλάτωνας Κολοκοτρώνης που ήταν τότε λοχαγός ανέφερε πως «πηγαίναμε σε ένα νησί το οποίο δεν γνωρίζαμε, δεν είχαμε χάρτες και καμία πληροφορία. Όταν φτάσαμε γινόταν χαμός από τα πυρά. Κοίταξα να βρω κάποιους να μας υποδεχτούν και δεν είδα τίποτα. Πήγα στον Πύργο Ελέγχου να πάρω επαφή. Από τον ασύρματο του Πύργου άκουγα που ζητάγανε ασθενοφόρα».
Να μην τους φάνε τα όρνια!
Μόλις ησύχασαν λίγο τα πράγματα ο διοικητής και οι αξιωματικοί της Α’ Μοίρας Καταδρομών πήγαν στο σημείο που είχε πέσει το «Νίκη 4». Ο λοχαγός Κυριάκου θυμάται: «Στη συνέχεια εγώ με τον Ντούβα (μετέπειτα αρχηγός ΓΕΣ) πήγαμε στον τόπο που είχε καταρριφθεί το αεροπλάνο. Το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν φοβερό. Όλοι, πλην τριών, ήταν καμένοι. Αναγνώρισα το συγκυβερνήτη Συμεωνίδη, από τη φόρμα του οποίου αφαιρέσαμε διάφορα προσωπικά αντικείμενα και το πιστόλι του, τα οποία δώσαμε στο ΓΕΕΦ, τον ΔΕΑ Τσαμκιράνη και έναν τρίτο που δεν τον θυμάμαι. Το αεροπλάνο είχε αυλακώσει το έδαφος, περίπου 30 μέτρα, και στη συνέχεια είχε πέσει σε μια μικρή χαράδρα. Ο ένας κινητήρας είχε αποκολληθεί και είχε καρφωθεί απέναντι».
Ο υποδιοικητής της Α΄Μοίρας Καταδρομών Άγγελος Αβραμίδης μπήκε και αυτός στο εσωτερικό του «Νίκη 4» και περιγράφει τη μακάβρια εικόνα: «Στο κόκπιτ είδα τον Δάβαρη, που φαινόταν σαν να ήταν όρθιος, αλλά ήταν νεκρός. Πήγα να τον σηκώσω από τις μασχάλες και στα χέρια μου έμεινε μόνον το κορμί του. Το υπόλοιπο μέρος του σώματος του ήταν κομμένο». Άλλος αξιωματικός θυμάται πως η εντολή να θαφτεί το αεροπλάνο στο σημείο που έπεσε μαζί με τα απανθρακωμένα πτώματα λήφθηκε για να μην φάνε τις σάρκες των νεκρών τα όρνια που πετούσαν.
Η ταφή του Noratlas
Το αεροσκάφος μαζί με τις σορούς των νεκρών ανέλαβε να θάψει στο σημείο που κατέπεσε ο χειριστής εκσκαφέα Σάββας Ποκεριζές, ο οποίος το 1999 κλήθηκε να δώσει κατάθεση στην αστυνομία. Σύμφωνα με τη κατάθεση του που δημοσίευσε αυτούσια η εφημερίδα «Πολίτης» της Κύπρου αναφέρεται:
«Κατά το έτος 1974, είχα δικό μου εκσκαφέα. Όταν έγινε η εισβολή, με έκαμαν επίταξη με τον δικό μου εκσκαφέα. Την τρίτη ημέρα της εισβολής, τον Ιούλιο του 1974, με κάλεσαν στην αστυνομία και πήγα με τον εκσκαφέα μου. Εκεί στην αστυνομία Δευτεράς είχε και έναν Ελλαδίτη αξιωματικό και με διέταξε να πάω στο κέντρο Μακεδονίτισσα με τον εκσκαφέα μου. Εγώ με τον εκσκαφέα μου πήγα κατά η ώρα 11:00 π.μ. στο κέντρο Μακεδονίτισσα. Αφού σταμάτησα τον εκσκαφέα μου, μπήκα μέσα στο κέντρο. Εκεί είχε τρεις Έλληνες αξιωματικούς, ενώ ήμαστε μέσα στο κέντρο, ήλθε ένα αυτοκίνητο φορτηγό, νομίζω μάρκας Dodge. Ήξερα τον σιοφέρη του φορτηγού, γιατί δουλεύκαμε μαζί στον Παρασκευαΐδη. Δεν ξέρω όμως το όνομά του. Άμα ήρτε το φορτηγό βγήκα από το κέντρο μαζί με τους τρεις αξιωματικούς, που δεν ήξερα τα ονόματά τους. Εκεί κάτω από τους πεύκους είδα νεκρούς στρατιώτες. Τους έβαζαν στις πατανίες (σεντόνια) και τους φόρτωναν στο φορτηγό. Από ό,τι θυμούμαι από το μέρος αυτό μάζεψαν 8 στρατιώτες και έλεγαν ότι ήταν Ελλαδίτες που ήταν μέσα στο αεροπλάνο. Αφού μαζέψαν τους νεκρούς αυτούς, ο Ελλαδίτης αξιωματικός μού είπε να τον ακολουθήσω με τον εκσκαφέα μου. Αυτός προχώρησε και πήγε εκεί σε μια λαξιά (χαντάκι), που τώρα είναι ο Τύμβος της Μακεδονίτισσας. Άμα πήγα εκεί είδα ένα αεροπλάνο καμένο και οι μηχανές του ήταν δύο πεταξούμενες, μία ήταν πιο μακριά. Εκεί ο αξιωματικός αυτός μου είπε να θάψω τις μηχανές και το αεροπλάνο για να μην φαίνεται τίποτε. Έξω από το αεροπλάνο θυμούμαι ότι είδα 8 στρατιώτες που ήταν μισοκαμένοι. Αυτούς τους έβαλαν σε φορτηγό αυτοκίνητο και το φορτηγό έφυγε. Εγώ άνοιξα δύο λάκκους και έβαλα στον καθέναν από μία μηχανή. Στη συνέχεια άρχισα για να θάψω το αεροπλάνο. Εκούντουν (έσπρωχανα) χώμα με τη χούφτα του εκσκαφέα μου για να κάμω πάγκο για να βγω πάνω στην καμπίνα του αεροπλάνου. Άμα βγήκα στην καμπίνα, την άνοιξα και μέσα είδα πέντε νεκρούς που ήταν κρουσμένοι (καμένοι) και δεν αναγνωρίζονταν. Εγώ τότε άρχισα και έβαζα χώμα για να σκεπαστεί το αεροπλάνο να μην φαίνεται. Το χώμα άρχισα και το έβαλα μέσα στην καμπίνα του αεροπλάνου. Οι πέντε νεκροί που ήταν μέσα στην καμπίνα σκεπάστηκαν από το χώμα. Τους νεκρούς δεν τους πιάσαμε, γιατί δεν μπορούσαμε όπως ήταν μέσα στην καμπίνα. Σαν έβαζα χώμα, σε μία στιγμή είδα στη χούφτα του τράκτορ ακόμα έναν νεκρό και τον έβαλα μαζί με το χώμα μέσα στην καμπίνα του αεροπλάνου. Αφού σκέπασα με χώμα την ουρά του αεροπλάνου, πήγα στην μπροστινή του πλευρά για να το σκεπάσω. Όταν όμως πλησίασα μπροστά είδα χαμαί (κάτω) στο χώμα κοντά στο αεροπλάνο χειροβομβίδες και φοβήθηκα μήπως εκραγούν και σταμάτησα. Εγώ στην περιοχή εκεί έμεινα μόνος μου, διότι οι Ελλαδίτες αξιωματικοί έφυγαν αφού φόρτωσαν τους νεκρούς στο φορτηγό. Στη συνέχεια με τον εκσκαφέα μου επέστρεψα στη Δευτερά και πήγα στον αστυνομικό σταθμό Δευτεράς και τους ανέφερα ότι εκεί που σκέπαζα το αεροπλάνο είδα χειροβομβίδες και έφυγα χωρίς να το σκεπάσω όλο. Εκεί είχε έναν Ελλαδίτη αξιωματικό ο οποίος μου είπε εντάξει, όταν όμως σε χρειαστούμε θα σε ξαναφωνάξουμε. Εγώ δεν ξαναπήγα στη Μακεδονίτισσα για να συμπληρώσω το έργο μου και δεν ξέρω τι έγινε μετά».
Σύμφωνα με μαρτυρίες αλλά και από τις έρευνες που έχουν γίνει μέσα στην άτρακτο του Noratlas «Νίκη 4» πρέπει αν βρίσκονται οι σοροί 15 καταδρομέων και των τεσσάρων μελών του πληρώματος. Δώδεκα σοροί έχουν εντοπιστεί και ταυτοποιηθεί με DNA στο στρατιωτικό νεκροταφείο της Λακατάμειας. Πρόκειται για 12 καταδρομείς τα πτώματα των οποίων είχαν βρεθεί έξω από το αεροσκάφος ή είχαν πέσει στο έδαφος κατά την κατάρριψη.
Τίτλοι τέλους
Η ανασκαφή στο σημείο που έχει πέσει και θαφτεί το Noratlas, ξεκίνησε στις 27 Ιουλίου με καθυστέρηση 41 ετών, παρά το ότι για χρόνια οι συγγενείς των καταδρομέων που θεωρήθηκαν αγνοούμενοι πίεζαν τόσο την ελληνική όσο και την κυπριακή κυβέρνηση.
Ήδη έχει ξηλωθεί η επιτύμβια πλάκα και το πέτρινο περιτοίχισμα που είχε δημιουργηθεί και με εκσκαφείς σκάβεται ο τύμβος. Χρησιμοποιούνται ειδικοί ανιχνευτές για μέταλλα και εκρηκτικά οι οποίοι μπορούν να αντιμετωπίσουν αντικείμενα σε βάθος 40 εκατοστών. Αυτό όπως είναι αντιληπτό δεν επιτρέπει την ταχεία εκσκαφή αφού το χώμα που αφαιρείται ελέγχεται για να διαπιστωθεί αν υπάρχουν οποιαδήποτε υπολείμματα που σχετίζονται με το αεροσκάφος. Οι ερευνητές αναμένουν εκτός από τα κομμάτια του αεροσκάφους να βρουν ίχνη από υφάσματα στολών, κουμπιά, όπλα και πυρομαχικά τα οποία μετέφεραν οι καταδρομείς.
Το ό,τι στο αεροσκάφος υπήρχαν εκρηκτικά καθιστά την κατάσταση ιδιαιτέρως επικίνδυνη αφού κάποια εξ αυτών ίσως να μην έχουν καταστραφεί, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται η πιθανότητα κάποιας έκρηξης.
Μανώλης Καλατζής
protothema.gr