Πολλές φορές κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού έργου, μπορεί να παρουσιαστεί η ανάγκη να δοθεί επιπλέον διδακτική στήριξη σε μαθητές που παρακολουθούν τα ωρολόγια προγράμματα των δημόσιων σχολείων.
Μια τέτοια ανάγκη αν και επιτακτική, δεν έχει τύχει της ανάλογης προσοχής τόσο από την πολιτεία, όσο και από τη σχολική κοινότητα και την κοινωνία γενικότερα. Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που οι δομές επιπλέον διδακτικής στήριξης συνήθως καρκινοβατούν και δεν έχουν το επιθυμητό πάντα αποτέλεσμα.
Και όπως είναι επόμενο, στο κενό που δημιουργείται από την έλλειψη ενός δημόσιου θεσμού, δημιουργείται χώρος για τρίτους μέσω διάφορων πρωτοβουλιών. Οι πρωτοβουλίες αυτές, δεν ξεκινούν απαραίτητα από κακές προθέσεις, αλλά χωρίς τα εχέγγυα που μπορεί να παρέχει η σωστή δημόσια λειτουργία ενός τέτοιου θεσμού. Έτσι αρκετές φορές οδηγούμαστε στις γνωστές στρεβλώσεις. Συγκεκριμένα, ο μαθητής μπορεί να απομακρυνθεί από την κύρια εκπαιδευτική διαδικασία που επιτελείται στο σχολείο, μπορεί να έχουμε σαν αποτέλεσμα μαθητές διαφορετικών «ταχυτήτων», κοινωνικές ανισότητες κ.α. Επίσης είναι αδιανόητο να γίνεται η οποιαδήποτε διάκριση στη συμμετοχή των μαθητών με κριτήρια και όρους που δεν έχουν να κάνουν καθαρά με τη σχολική τους πορεία.
Επομένως οποιαδήποτε τέτοια πρωτοβουλία δεν μπορεί να έχει όλες τις εγγυήσεις αυτές που απαιτούνται για τον δύσκολο αυτό εκπαιδευτικό ρόλο.
Η Β’ ΕΛΜΕ συνεπώς ομόφωνα δηλώνει τα εξής:
- Η πολιτεία πρέπει να θεσμοθετήσει κέντρα διδακτικής στήριξης μαθητών που να ανταποκρίνονται πλήρως στις ανάγκες τους
- Το όποιο εγχείρημα πρέπει απαραίτητα να αποτελεί συνέχεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας του σχολείου
- Οι υπάρχουσες δομές να επεκταθούν και να στηριχθούν από όλους