Η γυναίκα του ηρωικού ταγματάρχη, Σπύρου Μουστακλή, από το Μεσολόγγι μιλά αποκλειστικά στο iAitoloakarnania.gr!
Συνέντευξη στον Θανάση Μπίκα
Η ζωή δεν ήταν ποτέ εύκολη για την Χριστίνα Μουστακλή. Λαξεύτηκε από τις δυσκολίες, γαλουχήθηκε από τα εμπόδια και πορεύτηκε με τον πόνο. Δεν είναι δα και τόσο εύκολο να γράφεται η ιστορία στο κατώφλι σου.
Γεννήθηκε το 1939 στο Αλεποχώρι Αρκαδίας και πέντε χρόνια αργότερα έχασε τον πατέρα της, δάσκαλο του χωριού, ο οποίος εκτελέστηκε από τους αντάρτες. Έτσι αφού τελείωσε το δημοτικό σχολείο έφυγε στην Κομοτηνή στον θείο της ο οποίος ήταν οδοντίατρος. Εκεί, το 1957 θα γνωρίσει για πρώτη φορά τον Σπύρο Μουστακλή. Άναψε η σπίθα, αλλά η ζωή θα της έπαιζε ακόμη ένα σκληρό παιχνίδι…
Αφού αποφοίτησε το γυμνάσιο και έκλεισε τα 18 έτη, το 1958, έφυγε για την Αθήνα και να δοκιμάσει στο πανεπιστήμιο. Έτσι, στην Αθήνα η σπίθα γίνεται πυρκαγιά και το 1996 αρραβωνιάζονται, ενώ στις 18 Ιουλίου 1967 ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου.
Ο «γολγοθάς» τους θα αρχίσει αμέσως, τους επόμενους μήνες, αφού η Χούντα έθεσε σε διαθεσιμότητα τον Σπύρο Μουστακλή και 4.000 αξιωματικούς με την ποινή «απόταξης με ενδείξεις». Οπότε μετά από την απόρριψη της προσφυγής του στο Συμβούλιο της Επικρατείας, απετάχθη στις 13 Νοεμβρίου 1967 με τον βαθμό του ταγματάρχη ως δημοκρατικός και αντίθετος του καθεστώτος της Δικτατορίας. Και ξεκινά η αντιδικτατορική δράση του…
Το 1969 συνελήφθη για πρώτη φορά για τη συμμετοχή του στην αντιστασιακή ομάδα με το όνομα «Ελεύθεροι Έλληνες» και οδηγήθηκε από την Ασφάλεια σε ένα ξενοδοχείο στην Βαρυμπόμπη που οι χουντικοί το είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Το Πάσχα του 1970 εστάλη εξορία στη Σαμοθράκη και έπειτα από περίπου ένα χρόνο, στο χωριό Καστρί του νομού Αρκαδίας και πάλι στη Σαμοθράκη. Το καλοκαίρι, εγώ έμεινα έγκυος στην κόρη μας. Όλο αυτό διάστημα πέρασα πάρα πολύ δύσκολα ούσα μόνη μου στην Αθήνα μακριά από την οικογένειά μου. Στις 21 Δεκεμβρίου 1971 με διάταγμα που εκδόθηκε αφήσανε όλους τους κρατούμενους ελεύθερους. Ο Σπύρος επέστρεψε στην Αθήνα και στις 29 Ιανουαρίου 1972 γεννήθηκε η κόρη μας.»
Από την Τρίτη 22 Μαΐου 1973, έχοντας την μικρή Ναταλία περίπου 18 μηνών αναζητούσε για 47 ημέρες τον άνδρα της και μετά το ιατρείο έτρεχε στην Γενική Ασφάλεια και έπειτα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ με μια αγκαλιά ρούχα προκειμένου να βρει τα ίχνη του Σπύρου Μουστακλή. Αργότερα, θα τον βρει και σε τραγική κατάσταση θα είναι πάντα στο πλευρό του, φροντίζοντάς τον με τυφλή υποταγή.
Αυτή, λοιπόν, είναι η Χριστίνα Μουστακλή που στάθηκε δίπλα στον αείμνηστο αγωνιστή της αντιδικτατορικής αντίστασης, στη μαρτυρική ζωή του και έμελλε να θυσιαστεί, αλλά και να ανέβει μαζί του τον κακοτράχαλο ανήφορο της ελευθερίας.
Βασανίστηκε κι αυτή μαζί του. Μα σήμερα αφήνοντας πίσω τις ασχήμιες, πρεσβεύει επάξια την μνήμη του Μεσολογγίτη ήρωα, τιμά και συνεχίζει να ζει με την βαριά κληρονομιά ενός υπέρμετρα φιλοπάτριδος και αδάμαστου αγωνιστή που θυσιάστηκε για την Ελλάδα. Πλέον ετοιμάζει ένα βιβλίο-αυτοβιογραφία του βασανισθέντα αξιωματικού, με σπάνιες φωτογραφίες και ντοκουμέντα από την ζωή του, αλλά και μαρτυρίες από φιλικά πρόσωπά του.
Κατά τη συνέντευξη, ο πόνος για άλλη μία φορά αυλακώνει το γλυκό και γαλήνιο πρόσωπό της. Μιλά και αμήχανα τα χέρια της παίζουν με μια παραμάνα. Κάνει μεγάλες παύσεις βυθισμένη στις στυγερές ιστορίες του παρελθόντος με το μειλίχιο και παραπονεμένο βλέμμα να ατενίζει προς τον Λυκαβηττό.
Πως γνωριστήκατε με τον αείμνηστο Σπύρο Μουστακλή;
«Είχα πάει στην Κομοτηνή, εκεί τον γνώρισα στο οδοντιατρείο του θείου μου Κωνσταντίνου Καρουζάκη, το 1957. Ήταν λοχαγός τότε και είχε έρθει ως ασθενής. Κρατήσαμε μια επαφή και ξαναβρεθήκαμε στην Αθήνα το 1960 ούσα πρωτοετής στο πανεπιστήμιο και συνδεθήκαμε στενότερα. Εν τέλει το 1966 αρραβωνιαστήκαμε και στις 18 Ιουλίου 1967 παντρευτήκαμε και θυμάμαι από τότε είχαν αρχίσει τα υπηρεσιακά προβλήματά του, λόγω των πολιτικών του φρονημάτων».
Αγαπούσε το Μεσολόγγι; Μιλούσε για την γενέτειρά του;
«Πριν υποστεί τα βασανιστήρια ο Σπύρος μιλούσε συνέχεια για το Μεσολόγγι και ότι και να του ΄λεγες εκεί κατέληγε η κουβέντα. Αργότερα, παρά τα κινητικά προβλήματά του, ήθελε πάντα να παραβρίσκεται στις Γιορτές Εξόδου και γενικά πήγαινε συνέχεια στο σπίτι του στο Μεσολόγγι».
Λάτρευε το κυνήγι. Είναι αλήθεια ότι πήγαινε συνέχεια στα μέρη μας;
«Ναι, πήγαινε τακτικά για κυνήγι στο Πεντάλοφο και τον κάμπο του Λεσινίου μαζί με ένα μαύρο κυνηγόσκυλο ράτσας Epagneul Breton, την Νάνσυ. Ήταν λάτρης του κυνηγιού και όποτε έβρισκε ευκαιρία έπαιρνε τα σύνεργα και έφευγε για τις περιοχές του Μεσολογγίου».
Κουβαλούσε το ανυπότακτο μεσολογγίτικο πνεύμα;
«Ο Σπύρος ήταν πάρα πολύ επηρεασμένος από το Μεσολόγγι, την ιστορία του και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Είναι μεγάλη του τιμή που γαλουχήθηκε από αυτό τον τόπο. Ναι, ο Σπύρος ήταν ανυπότακτος, ανήσυχος, δραστήριος και αεικίνητος. Και να φανταστείς δυο πράγματα ξεχώριζαν από μακριά στον Σπύρο. Ο λόγος και η κίνηση. Και με το κακό που του έκαναν, θα έλεγε κανείς ότι τον σημάδεψαν τα δυο προσόντα του. Και απορώ πως άντεξε χωρίς τα φτερά του».
Το Μεσολόγγι του απέδωσε τις τιμές που άξιζε ο ήρωας αξιωματικός;
«Το Μεσολόγγι δεν έχει τιμήσει τον Σπύρο στον βαθμό που έπρεπε. Το Μεσολόγγι δεν είναι μια πρωτεύουσα ενός νομού, είναι διεθνής πόλη. Επομένως, έχοντας όλη αυτή την λάμψη που την χρωστά στην ιστορία, θα έπρεπε να δώσει έμφαση στην προσωπικότητα και τον αγώνα του Σπύρου Μουστακλή».
Έμαθα ότι έτριβε συνέχεια σπίρτα και εσείς τον πειράζατε ότι είναι μεσολογγίτικη τέχνη. Πως αντιδρούσε; Θυμάστε καθόλου κάποιο περιστατικό;
«Ναι, είχαμε ένα μαρμάρινο μπολ και κάθονταν στην κουζίνα και έτριβε σπίρτα. Αφού τον είδα μια δυο φορές τότε του λέω περιπαικτικά «Εσείς οι Μεσολογγίτες δεν την ξεχνάτε την τέχνη σας» και συνεχίζω «Μπαρούτι και βόλια ε;». Χαμογέλασε λίγο χωρίς να μου απαντήσει. Τελικά, ήταν ένα μείγμα από μπαρούτι που προορίζονταν για αυτοσχέδιες βόμβες διότι τότε ήταν αδιανόητο να αγοράσεις εκρηκτικά. Επίσης, ο Σπύρος πήγαινε το Πάσχα στο Αγρίνιο και έφτιαχνε τα χαλκούνια, έχει και φωτογραφία λίγα χρόνια πριν συλληφθεί. Θυμάμαι μια μέρα που έφτιαχναν αυτοσχέδιες βόμβες με τον Μήνη μου λέει «Που να ‘ξερες καημένη πόσες έχεις κουβαλήσει και δεν το ήξερες». Όντως όταν βγαίναμε μου έδιναν ένα μικρό πραγματάκι και μου λέγανε βάλ’ το στην τσάντα σου».
Πιστεύετε θα μπορούσε να είχε γλυτώσει εάν έμενε στο Μεσολόγγι την Κυριακή 20 Μαΐου 1972 και δεν γυρνούσε στην Αθήνα;
«Σίγουρα ήταν ένα μοιραίο γεγονός, αλλά δεν το ξέρω αυτό. Ο Σπύρος ήταν στο Κίνημα του Ναυτικού και όταν υποψιάστηκε ότι το κίνημα προδόθηκε, έφυγε εκτάκτως για το Μεσολόγγι. Πήρε κάτι σάκους τους έβαλε στο αυτοκίνητο από το βράδυ και νωρίς τα ξημερώματα της Κυριακής 20 Μαΐου έφυγε για το Μεσολόγγι. Προφανώς, αν και αυτό δεν το έμαθα ποτέ, ήθελε να κρύψει και να καταστρέψει αρχεία. Ίσως αν καθόντανε εκεί θα μπορούσε να είχε αποφύγει την σύλληψη. Όμως είχαμε ένα ατύχημα με την κόρη μας που κάηκε στο χέρι και στο πρόσωπο από ένα φλιτζάνι ζεστού καφέ, οπότε ήθελε να είναι δίπλα της. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα τον συνέλαβαν το απόγευμα γύρω στις 5-6 της Τρίτης 22 Μαΐου για την συμμετοχή στο Κίνημα του Ναυτικού. Έτυχε το κάψιμο της μικρής, λοιπόν και τα πράγματα άλλαξαν. Πάντως παρακολουθούσαν κάθε κίνησή του, τα πάντα».
Πως θα περιγράφατε τον εκλιπόντα σύζυγό σας;
«Θα έλεγα ότι ήταν ένας εκρηκτικός και γεμάτος ενέργεια άνθρωπος, χωρίς παρωπίδες και στενό μυαλό, αλλά με προοδευτικές ιδέες. Επίσης ήταν διορατικός και έβλεπε πολύ μπροστά. Παρεμπιπτόντως, για να καταλάβετε ότι δεν είχε καμία σχέση με τη στρατιωτική λογική, σε φιλικές συζητήσεις οι γνωστοί μας δεν πίστευαν από τα λεγόμενά του και τις ιδέες του ότι είναι στρατιωτικός και αναγκάζονταν να βγάζει την ταυτότητά του. Ένα παράδειγμα είναι το γεγονός ότι όταν ήταν στον Ναπολέων Ζέρβα οι αριστεροί τον τραυμάτισαν πολύ σοβαρά και νοσηλεύτηκε στην Ιταλία, αλλά αργότερα συνεργάστηκε με αριστερούς για την αντίσταση στη Χούντα. Ήταν ανοιχτόμυαλος, κοιτούσε μπροστά και πάνω απ’ όλα ήταν πατριώτης».
Ποιες ήταν οι ημερομηνίες και τα γεγονότα σταθμοί της σκοτεινής επταετίας που ταλαιπώρησαν τον Σπύρο Μουστακλή;
«Η ταλαιπωρία του άρχισε όταν τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Αν και κατέθεσε προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας, για να αναιρεθεί η ποινή της «απόταξης με ενδείξεις» που του είχε επιβληθεί, οι άνθρωποι της δικτατορίας δεν εξέτασαν καν την προσφυγή και στις 13 Νοεμβρίου 1967 απετάχθη με τον βαθμό του ταγματάρχη ως δημοκρατικός και αντίθετος του καθεστώτος της Δικτατορίας.
Έπειτα, το 1969 συνελήφθη για πρώτη φορά για τη συμμετοχή του στην αντιστασιακή ομάδα με το όνομα «Ελεύθεροι Έλληνες» και οδηγήθηκε από την Ασφάλεια σε ένα ξενοδοχείο στην Βαρυμπόμπη που οι χουντικοί το είχαν μετατρέψει σε φυλακή. Το Πάσχα του 1970 εστάλη εξορία στη Σαμοθράκη και έπειτα από περίπου ένα χρόνο, στο χωριό Καστρί του νομού Αρκαδίας και πάλι στη Σαμοθράκη. Το καλοκαίρι, εγώ έμεινα έγκυος στην κόρη μας. Όλο αυτό διάστημα πέρασα πάρα πολύ δύσκολα ούσα μόνη μου στην Αθήνα μακριά από την οικογένειά μου. Στις 21 Δεκεμβρίου 1971 με διάταγμα που εκδόθηκε αφήσανε όλους τους κρατούμενους ελεύθερους και οι ΕΣΑτζήδες τον προειδοποίησαν «Αν σε πιάσουμε και δεύτερη φορά, τότε, αν φύγεις από εδώ, θα σε σηκώσουν τέσσερις». Ο Σπύρος επέστρεψε στην Αθήνα και στις 29 Ιανουαρίου 1972 γεννήθηκε η κόρη μας.
Την Τρίτη 22 Μαΐου 1973 και αφού είχε γυρίσει από το Μεσολόγγι, χρειάστηκε να πάω το παιδί στον ιατρό και ο Σπύρος κατέβηκε κάτω από το σπίτι για να περιμένει έναν βαφέα, καθώς θα μετακομίζαμε στο διπλανό διαμέρισμα. Γύρω στις 5-6 το απόγευμα συνελήφθη και από τότε παρέμεινε για 47 μέρες αγνοούμενος…
Πρώτα τον πήγαν στη Γενική Ασφάλεια και τέσσερις ημέρες αργότερα, στις 26 Μαΐου, τον πήγαν στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου και υπέστη τα φρικτά βασανιστήρια ώστε την επομένη να τον στείλουν στο νοσοκομείο.
Εγώ, τον επισκέφθηκα στις 11 Ιουλίου 1973 στη νευρολογική πτέρυγα συνοδευόμενη από τον επίατρο του ΕΑΤ-ΕΣΑ Δημήτρη Κόφα και τον διευθυντή της νευρολογικής κλινικής του 401 Ανδρέα Δαβαρούκα. Στις 9 Ιουνίου φύγαμε από το 401 και πήγαμε στη Πολυκλινική όπου διέμεινε έως τις 24 Αυγούστου. Εκεί τον επισκέπτονταν συχνά ο Αλέξανδρος Παναγούλης και η Οριάνα Φαλάτσι.
Πως ήταν να αγνοείται τον άνδρα σας για 47 ημέρες;
«Μαρτύριο. Ήταν σα ν’ άνοιξε η γης και να τον κατάπιε. Ψάξαμε σε όλα τα νοσοκομεία, τηλεφωνούσα παντού, μα πουθενά. Από την μέρα που τον πιάσανε πήγαινα είτε στη Γενική Ασφάλεια στην οδό Μπουμπουλίνας, είτε στη πύλη του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ρωτούσα για τον Σπύρο και μου λέγανε ότι δεν υπάρχει τέτοιο όνομα. Πήγαινα για 47 ημέρες και έφευγα χωρίς να μου πουν που βρίσκεται ο άνδρας μου. Ακόμη και διεθνή Μέσα όπως η Deutsche Welle και το BBC αναρωτιόντουσαν «Που είναι ο Μουστακλής;» και «Χάθηκε ταγματάρχης στην Ελλάδα». Κάποιος από το νοσοκομείο θα μπορούσε να τον είχε αναγνωρίσει και να έπαιρνε ένα ανώνυμο τηλέφωνο να μας ειδοποιήσει, αλλά φοβόντουσαν όλοι τότε».
Κάποτε, έρχεται ο ταγματάρχης Γκίζας και μου λέει να πάω από Δευτέρα διότι είχε πληροφορίες. Έφυγα και στο μυαλό μου στριφογύριζε ότι κάτι κακό συνέβαινε. Τελικά μου ανακοίνωσε ότι βρίσκεται στο νοσοκομείο.
Πως νιώσατε όταν τον αντικρίσατε για πρώτη φορά μετά από τόσες ημέρες αναζήτησης;
«Εδώ συνέβη το εξής οξύμωρο. Αν και ήμουν πανευτυχής που βρέθηκε μετά από 47 ημέρες, από την άλλη η εικόνα που τον πρωτοείδα μου έχει μείνει για πάντα χαραγμένη. Όταν μπήκα στον θάλαμο και είδα τον Σπύρο, φώναξα. Είχε παντού κατάμαυρα σημάδια, ήταν σαν ένα κομμάτι συκώτι. Έκανα τρεις μέρες να κοιμηθώ».
Τις προάλλες μετά την κατάθεση στεφάνου του Προκόπη Παυλόπουλου στη προτομή του Σπύρου Μουστακλή, ήμουν μπροστά όταν ανέκφραστος άκουγε τις διηγήσεις σας από τα βασανιστήρια. Ήταν όντως τόσο σκληρά;
«Ο Σπύρος υπέστη άγρια βασανιστήρια από το καθεστώς της δικτατορίας στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, το οποίο είχε μετατραπεί σε «κρανίου τόπος». Σ’ αυτόν τον χώρο με αποκορύφωμα τα βασανιστήρια στον Σπύρο καταπατήθηκαν όλες οι ανθρώπινες αξίες. Τα χτυπήματα των ΕΣΑτζήδων έφτασαν να προκαλέσουν την παράλυσή του και την απώλεια της ομιλίας του. Το μοιραίο χτύπημα δόθηκε στην αριστερή καρωτίδα και ήταν σαν να έπαθε εγκεφαλικό.
Έπεσε κάτω, έμεινε παράλυτος, αλλά δεν τον πήγαν στο νοσοκομείο. Τον άφησαν όλη τη νύχτα του Σαββάτου μέσα στα αίματα και τα ούρα και τον πήγαν στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο στις 9 το βράδυ της Κυριακής. Μετά από 20 και πλέον ώρες. Όταν πίστευαν ότι έχει πεθάνει.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός αξιωματικού του Ναυτικού που τον φωνάξανε κατά τις 12 τη νύχτα να τον δει, του λένε οι ΕΣΑτζήδες «Κοίτα τον φίλο σου έτσι θα σε κάνουμε κι εσένα» και όπως θυμάται ήταν χάλια, πληγωμένος, με αίματα παντού και ένα πατσαβούρι στο στόμα.
Εσείς που τους ζήσατε ήταν άγριοι άνθρωποι ή εκτελούσαν πιστά τις εντολές του καθεστώτος;
«Κοιτάξτε οι βασανιστές εκτελούσαν όντως εντολές, τους έλεγαν βαράτε και χτυπούσαν αλύπητα, αυτή ήταν η δουλειά τους, πέτρες να χτυπούσαν ή ανθρώπους ήταν το ίδιο και το αυτό. Τους είχαν κάνει τεράστια πλύση εγκεφάλου ότι πρέπει να τους τιμωρήσουμε επειδή είναι μεγάλη απειλή για την πατρίδα μας.
Όμως, για μένα χειρότεροι από τους βασανιστές, ήταν οι επιστήμονες που γνώρισα. Εγώ πιο πολύ ρίχνω το φταίξιμο στους γιατρούς που παραβήκανε το νόμο του Ιπποκράτη.
Όλοι τους συμμετείχαν σε όλη αυτή την περιπέτεια. Μάλιστα όταν έκαναν εισαγωγή έγραψαν «Μιχαηλίδης» και ότι ήρθε από ατύχημα σε ιππόδρομο. Έκαναν ό,τι ήθελαν σε έναν ανήμπορο άνθρωπο και δεν ειδοποίησαν ποτέ κανέναν συγγενή του για την κατάστασή του και σαράντα επτά ολόκληρες μέρες έκρυβαν έναν ζωντανό νεκρό, συνωμοτώντας με τους δικτάτορες και καλύπτοντας του δήμιους των ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ούτε και εκείνοι ζήτησαν μια συγγνώμη όλα αυτά τα χρόνια, επιστήμονες άνθρωποι».
Όταν είδατε τον Στυλιανό Παττακό να λέει με αυταρχικό ύφος: «Καλά του κάναμε, να ησυχάσουμε» πως νιώσατε;
«Τι να νιώσω; Είχα γνωρίσει τον τρόπο συμπεριφοράς αξιωματικών, όπως ο Χατζηζήσης, ο Σπανός, αλλά και στο νοσοκομείο τους γιατρούς. Δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ο Παττακός, ο οποίος ήταν και στην ηγεσία της χούντας. Δεν εκπλήσσομαι από την απάνθρωπη συμπεριφορά του, τους είχα ζήσει. Σε όλη αυτή τη περιπέτεια με κορόιδευαν και με ειρωνευόντουσαν. Θυμάμαι να μου κάνουν πόλεμο νεύρων λέγοντάς μου «Εσύ τον διάλεξες, καλά να πάθει δεν αγαπούσε την οικογένειά του».
Δικαιώθηκε ο αγώνας και η αυτοθυσία του Σπύρου Μουστακλή για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;
«Κοιτάξτε, η χούντα έπεσε λόγω της Κύπρου και σε όλη την σκοτεινή επταετία χύθηκε αίμα για την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Τώρα, οι άνθρωποι που αγωνιστήκανε ενάντια στην δικτατορία αναγνωριστήκανε, άλλοι λίγο άλλοι πολύ, και δεν γινόντανε κι αλλιώς. Αλλά δεν έγιναν τα πράγματα όπως θα έπρεπε. Το αίμα της Κύπρου και ο φάκελος που δεν ανοίγει, η κάθαρση που δεν έγινε, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για λύτρωση. Το σκοτάδι συνεχίστηκε, ελπίζω να μην συνεχίζεται».
Υπάρχουν και οι νοσταλγοί της χούντας. Τι θα τους λέγατε;
«Είναι ακραίοι άνθρωποι, που δεν τους συγκινεί ούτε η ταλαιπωρία, ούτε οι περιορισμοί, ούτε τα δραματικά γεγονότα στη Κύπρο. Έπειτα, οι περισσότεροι νοσταλγοί φαίνεται ότι θα είχαν καλοπεράσει, ίσως είχαν κάποια ωφέλεια από το καθεστώς, μια ιδιαίτερη μεταχείριση. Εκτός κι αν ζούσαν σε έναν άλλο κόσμο και δεν χρειάστηκε να συγκρουστούν με τους ανθρώπους των δικτατόρων ή να ξέρεις ότι σε παρακολουθούν. Λυπάμαι για όσους σήμερα λένε “μια χούντα μάς χρειάζεται” διότι δεν έχουν ζήσει την κτηνωδία των ανθρώπων που έφεραν τη δικτατορία στην Ελλάδα».
Νιώσατε ποτέ ότι σας παρακολουθούν;
«Αναγκαστικά με παρακολουθούσαν. Έλεγαν διάφοροι φίλοι που έρχονταν στο σπίτι ότι τους παρακολουθούσαν. Λογικά και εμένα με παρακολουθούσαν, αλλά δεν είχα αντιληφθεί κάτι, δεν έδινα σημασία. Σίγουρα θα ενδιαφέρονταν με ποιους μιλάει και που κινείται η γυναίκα του Σπύρου Μουστακλή. Έρχονταν κατά καιρούς και στο ιατρείο μου από την ασφάλεια και έκαναν ελέγχους».
Ήταν μια δύσκολη εποχή για τις γυναίκες και τα παιδιά των αντιστασιακών;
«Οπωσδήποτε. Θυμάμαι μετά το ιατρείο πήγαινα σε σπίτια για να παρηγορήσω τις γυναίκες και τα παιδιά νέων ανθρώπων που συμμετείχαν στην υπόθεση ασπίδα και βρίσκονταν στην εξορία. Ο Σπύρος έδινε και χρήματα όπως φερ’ ειπείν στη γυναίκα του Μπουλούκου. Από την άλλη, εγώ είχα και την οικογένειά μου όπου ασκούσε κριτική για τον άνδρα μου. Έλεγαν γιατί άλλους αξιωματικούς δεν τους άγγιξαν και τον Σπύρο τον έπιασαν, άρα δεν ήταν καλός άνθρωπος.
Ύστερα, για να πάμε στον εκάστοτε τόπο εξορίας ήταν ολόκληρη ταλαιπωρία, αλλά υπήρχε η προσμονή που τα ξεχνούσαμε όλα. Στη Σαμοθράκη ήταν άγονη γραμμή και έπρεπε να πας με το τρένο στην Αλεξανδρούπολη και μετά με καΐκι στη Σαμοθράκη. Άλλες γυναίκες μένανε εκεί, εγώ δεν μπορούσα είχα το ιατρείο, μόνο το καλοκαίρι καθόμουν παραπάνω. Εκεί, φτιάχναμε μικρές κοινότητες μεταξύ μας διότι ο κόσμος μας έβλεπε με κακό μάτι. Θυμάμαι, υπήρχαν γυναίκες που πήγαιναν σε κάτι ορεινά χωριά στο Θέρμο, όπου δεν υπήρχαν καν δρόμοι».
Επισκέπτεστε πια το Μεσολόγγι;
«Έχω κάμποσα χρόνια να πάω. Τώρα δεν πάω πια στο Μεσολόγγι, έχουν γίνει πολλές απρέπειες στο παρελθόν, αλλά θα ήθελα να μην αναφέρουμε λεπτομέρειες διότι δεν θα ωφελήσουν κανέναν. Αν θα πάω, θα είναι είτε για το νεκροταφείο του Σπύρου, είτε για την Έξοδο. Μόνο αλληλογραφώ με το στρατόπεδο, με ενημερώνουν και μου στέλνουν πρόσκληση σε κάθε ορκωμοσία και οποιαδήποτε εκδήλωση κάνουν. Αυτοί με ενημερώνουν, είναι τυπικοί».
Αν και είναι σχεδόν προς κυκλοφορία το βιβλίο σας για τον Σπύρο Μουστακλή, θα θέλατε να μας δώσατε μια μικρή γεύση;
«Αρχικά, αν και δεν είμαι από το Μεσολόγγι, ήθελα να τιμήσω την ιστορία της Ιεράς Πόλεως με αποτέλεσμα στο πρώτο κεφάλαιο να κάνω ιδιαίτερη μνεία στη γενέτειρα του Σπύρου. Σέβομαι και ήθελα να αφιερώσω την αρχή του βιβλίου από το Μεσολόγγι. Συγκεκριμένα, αρχίζω το βιβλίο με την κηδεία του Σπύρου στο Μεσολόγγι, γεγονός πρωτόγνωρο για ένα βιβλίο να αρχίζει από το τέλος μιας ιστορίας. Έτσι ένιωθα και νιώθω, λοιπόν, για το Μεσολόγγι.
Είναι σχεδόν έτοιμο και θα κυκλοφορήσει μέχρι τα Χριστούγεννα. Είναι μια βιογραφία του Σπύρου Μουστακλή και παράλληλα η ιστορία της Ελλάδος. Κι αυτό διότι εφόσον γίνονται αναφορές στις θητείες του Σπύρου στον ΕΔΕΣ, στη Κορέα, στον εμφύλιο, στο Κίνημα του Ναυτικού, στην Κύπρο, τότε όλα αυτά τα γεγονότα που περιγράφονται είναι μια μικρογραφία της εκείνης εκρηκτικής εποχής.
Στο βιβλίο, αν και χρειάζονται εκατοντάδες σελίδες αφήγησης για τη ζωή και το μαρτύριό του, θα υπάρχουν σπάνια ντοκουμέντα. Παραθέτω προσωπικές ιστορίες όπως έζησα τα γεγονότα στο πλευρό του ανδρός μου. Επίσης, στο βιβλίο συμβαίνουν δυο τινά: Από τη μια οι προσωπικές μαρτυρίες από το ΕΑΤ-ΕΣΑ, το νοσοκομείο και το βιογραφικό του. Από την άλλη όμως τον Σπύρο Μουστακλή ως άνθρωπο, αξιωματικό, αντιστασιακό, ιδεολόγο τον περιγράφουν με συνεντεύξεις οι συνάδελφοί του. Αυτό το αποφάσισα προκειμένου να υπάρχει μια αντικειμενικότητα, εγώ δεν θα μπορούσαν τον κρίνω ως αξιωματικό κτλ. Έχω μεγάλη αγωνία διότι θέλω να είμαι αντικειμενική και να καταλάβουν οι αναγνώστες τι πραγματικά συνέβη με τη Χούντα στην Ελλάδα».
Σήμερα, εν έτει 2017, μπορούμε να απολαμβάνουμε την ελευθερία μας;
«Δεν μπορώ να σου πω ότι είμαι ευχαριστημένη. Ντρέπομαι για την κατάντια της χώρας μας και λυπάμαι για τους ανθρώπους που αγωνίστηκαν στη σύγχρονη ιστορία, από την Κατοχή έως τη δικτατορία. Είναι λυπηρό οι νέοι στην Ελλάδα σήμερα να αναγκάζονται να μεταναστεύσουν. Ντρέπομαι. Θα μπορούσαμε να είχαμε τις απαραίτητες υποδομές στη χώρα μας. Η γενιά μου δούλεψε πολύ σκληρά, σε μια εποχή δίχως γεωργικά μηχανήματα, υπολογιστές και ανέσεις, υπήρχε μεγάλη φτώχεια και φαίνεται ότι οι θυσίες πήγαν χαμένες και είμαστε πάλι στο ίδιο σημείο. Προπάντων σκέφτομαι το μέλλον των νέων που είναι καταρτισμένοι με πτυχία και αναγκάζονται να φεύγουν σε άλλες χώρες. Γνώρισα την μετανάστευση και τότε, αλλά κυρίως ήταν άνθρωποι με πρόβατα. Όχι, μορφωμένοι άνθρωποι που φεύγουν και τους εκμεταλλεύονται άλλα κράτη.
Οι πολιτικοί και η πολιτική έχουν διαμορφώσει ένα σάπιο σύστημα. Δυστυχώς, αυτός ο τόπος είναι αναγκασμένος να πληρώνει και η ιστορία να επαναλαμβάνεται. Είναι ένας προικισμένος τόπος από την φύση με πνευματικούς ανθρώπους. Η Ελλάδα δε θα μπορέσει να γίνει μεγάλη δύναμη, άλλωστε τους υδατάνθρακες και τα πετρέλαια άλλοι τα εκμεταλλεύονται, όμως θα μπορούσαμε να έχουμε επενδύσει στον πολιτισμό, τις ομορφιές μας και τον τουρισμό. Καμιά φορά άμα τους βλέπω στην τηλεόραση, ντρέπομαι διότι είναι αστείοι και καθόλου σοβαροί κάνοντας μια διαρκής αντιπολίτευση χωρίς ουσία εις βάρος του λαού. Ελπίζω να υπάρξει μια ομοιογένεια και με μια συνεργασία για να αναγεννηθεί η Ελλάδα μας».
Τι θα προτείνατε στους νέους;
«Να διαβάζουν, να αποκτούν την άποψή τους, να κρίνουν τα γεγονότα και να αποφασίζουν αναλόγως. Σε καμία περίπτωση να μην γίνονται όργανα του καθενός. Αυτό θα έλεγα στους νέους σήμερα».
Κλείνουμε αυτή τη συζήτηση με τους στίχους του Αντώνη Δωριάδη που δημοσιεύθηκαν στην Ελευθεροτυπία για το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή:
«Του ζήτησαν να μαρτυρήσει / Δε μίλησε / Του τσάκισαν τα δόντια / Του τσάκισαν τα δάχτυλα / Του τσάκισαν τα πλευρά / Σιωπούσε / Του ’καψαν το στήθος / Του ’καψαν τα πόδια / Του ’καψαν την κοιλιά / Δε μαρτυρούσε / Του θραύσαν τις μασέλες / Του μάτωσαν τα νεφρά / Του συνθλίψαν τους όρχεις / Αυτός σιωπούσε / Κοίταζε μόνο / Αιώνες μακριά / Με τα μάτια / Του Ιησού».