Η Πολιορκία και η Απελευθέρωση του Βραχωριού
Από το βιβλίο του Σπυρίδωνα Τρικούπη «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’
Κατάστασις της στερεάς Ελλάδος.
Η ΣΤΕΡΕΑ Ελλάς κατεπιέζετο και εξηντλείτο πολλά έτη υπό τον Αλήν. Υπό διαφόρους προφάσεις ο πλούσιος, είτε Τούρκος είτε Χριστιανός, εγυμνούτο, και ο δυνατός πάντοτε εμηδενίζετο, συχνάκις δε και εφονεύετο. Ο ασυνείδητος ούτος σατράπης εκίνει τους Τούρκους κατά των Χριστιανών, τους Χριστιανούς κατά των Τούρκων και τους οικείους κατά των οικείων· εβράβευε την κακίαν, επαίδευε την αρετήν, διέφθειρε τον λαόν όλον, και εθεώρει και αυτήν την οικιακήν τιμήν των αθλίων ραγιάδων καθημερινόν παίγνιον των αισχρών και απλήστων επιθυμιών του· εν ενί λόγω ουδέν όσιον εσέβετο, και ουδέν ανόσιον απεστρέφετο· αγωνιζόμενος δε πάντοτε να εκτείνη τα όρια και της αυθαιρέτου εξουσίας του και της τοπαρχίας του, και να βάλλη υπό τας θελήσεις του τους απειθείς ή αντιπάλους του, είχε πάντοτε περί εαυτόν μεγάλας δυνάμεις ως όργανα των φιλάρχων και πλεονεκτικών σκοπών του. Επειδή εξ αιτίας της τυραννίας επλεόναζεν η ληστεία, ο Αλής εις εξόντωσιν αυτής είχε χρείαν μεταβατικών οπλοφόρων και η χρεία αύτη διετήρει τα πολυθρύλλητα καπητανάτα των μερών εκείνων. Οι κάτοικοι, καταπιεζόμενοι εν ταις ειρηνικαίς των εργασίαις, ησπάζοντο τον στρατιωτικόν βίον, ευρίσκοντες εν αυτώ ασφάλειαν, άνεσιν, τιμήν και κέρδος· ώστε αυτός ο δεσποτισμός και αυτή η τυραννία του Αλή εγύμναζαν πολύ μέρος των κατοίκων εις την χρήσιν των όπλων, και προητοίμαζον αγνώστως την ευτυχή ανέγερσιν της Ελλάδος. Η καταδρομή του συνετέλεσε τα μέγιστα εις γενικήν εφόπλισιν τω βουλομένων και δυναμένων Ελλήνων να φέρωσιν όπλα, των μεν υπέρ αυτού, των δε κατ’ αυτού· ώστε η Στερεά Ελλάς εφαίνετο κατ’ εκείνας τας ημέρας όλη στρατόπεδον. Οι δε Εταίροι, δράξαντες επιδεξίως την ευκαιρίαν της καταδρομής του, και θεωρούντες τους σκοπούς των συμβιβαζομένους προς τους σκοπούς αυτού, τω ανεκάλυψαν το μυστήριον της Εταιρίας, και τον εθάρρυναν λέγοντές τω, ότι δάκτυλος ρωσσικός υπεκίνει τα πάντα. Ο πανούργος σατράπης υπεκρίθη προθυμίαν και ειλικρίνειαν εξ αιτίας της δεινής θέσεώς του· αλλ’ επιθυμών παντοίοις τρόποις να εξιλεώση τον κυριάρχην του, προς ον και άλλοτε είχεν ανακοινώσει όσα έμαθε περί της Εταιρίας, τω εγνωστοποίησε τα πάντα, υποσχόμενος, αν αμνηστεύετο, να σβέση εντός ολίγων ημερών την ανάψασαν εν Πελοποννήσω φλόγα της επαναστάσεως. Αλλ’ η Πύλη απέρριψε τας προτάσεις του αλαζονευομένη επί τη υπεροχή της και απιστούσα εις τον ψευδή χαρακτήρα του. Αν κατεδέχετο η Πύλη να πολιτευθή τον Αλήν, η ελληνική επανάστασις θα επνίγετο εν τοις σπαργάνοις της, διότι είχεν ο ανήρ ούτος τόσην φήμην, τόσην επιρροήν, τόσην πραγματικήν ισχύν, τόσην προσωπικήν γνώσιν και των ανθρώπων και των τόπων, το όνομά του διέσπειρε τόσον τρόμον καθ’ όλην την Ελλάδα, ώστε το παν θα υπέκυπτεν, αν εκινείτο. Η κατ’ ευτυχίαν απόρριψις της προτάσεώς του έφερε το εναντίον αποτέλεσμα· αντί πολεμίου τον ανέδειξε σύμμαχον της Ελλάδος· και η εξ ανάγκης ανταρσία του την ωφέλησε τα μέγιστα, διότι κατ’ αυτήν την έκρηξιν της επαναστάσεως εν Πελοποννήσω, καθ’ ην ο Πελοποννήσιος Έλλην ήτον εισέτι και άτολμος και απειροπόλεμος και ανεφοδίαστος και αβέβαιος, η αντίστασίς του ανεχαίτισε πολλάς των εν τη στερεά Ελλάδι σουλτανικών δυνάμεων ετοίμους να πέσωσιν εις Πελοπόννησον και ικανάς να την υποτάξωσιν.
Η Εταιρία, ως είπαμεν, είχεν ολίγους οπαδούς κατά την στερεάν Ελλάδα διά τον φόβον του Αλή· αλλά τα υπ’ όψιν των στερεοελλαδιτών μεγάλα κατά την Πελοπόννησον, την γείτονά των, συμβάντα εφείλκυαν όλην την προσοχήν των, και τους ερέθιζαν έτι μάλλον αι ακατάπαυστοι των Πελοποννησίων προτροπαί εις συμμέθεξιν του υπέρ πατρίδος αγώνος. Η θέσις της στερεάς Ελλάδος δεν ήτον οποία η της Πελοποννήσου. Αν και εις ένοπλον κίνησιν εξ αιτίας της αλληλομαχίας του σουλτάνου και του Αλή, η αβεβαιότης της εκβάσεως του εμφυλίου τούτου πολέμου, ο εύλογος φόβος και η επικρατούσα υποψία συμβιβασμού των αλληλομαχούντων, ικανού να επιφέρη αφεύκτως την αποτυχίαν παντός επαναστατικού κινήματος, έτι δε και η εν αυτή παρουσία τόσων στρατευμάτων ήσαν ισχυρά αίτια ν’ αναστείλωσι την εις την επανάστασιν ροπήν της.
Ο Αλής εκυρίευσεν επί των λαμπρών ημερών του το Σούλι, και ηνάγκασε τους Σουλιώτας να καταφύγωσιν εις ξένην γην και να ψωμοζητώσιν. Υποχείριόν του ήτο καθ’ ον καιρόν απεκηρύχθη· μεγάλως δε θα εχρησίμευε τη Πύλη η σύμπραξις του τολμηρού και εμπειροπολέμου τούτου λαού, διψώντος την ανάκτησιν της γης του, και πνέοντος εκδίκησιν κατά του θανασίμου εχθρού του Αλή. Αλλ’ ο αρχιστράτηγος αυτής Ισμαήλ-πασας ο άλλοτε Ισμαήλμπεης, ο και Πασόμπεης, κάκιστα επολιτεύθη τους νέους τούτους φίλους της· εφωράθη δε και επιβουλευόμενος αυτούς, είτε διότι οι αντίζηλοί των Αλβανοί ερραδιούργησαν, ώστε να δυσπιστή προς αυτούς, είτε διότι έκρινε την κατά τας παρούσας περιστάσεις ωφέλειαν της υπηρεσίας των πολύ κατωτέραν της προς τα τουρκικά συμφέροντα μετά ταύτα βλάβης, εκ της επανόδου χριστιανικού και ανδρείου λαού εις τόπον τόσον οχυρόν. Ο άοκνος και προσεκτικός Αλής ωφεληθείς εκ της προς τους Σουλιώτας κακής διαθέσεως του αντιπάλου του, και εγκολπωθείς αυτούς, τοις απέδωκε την πατρίδα των, τους εμίσθωσεν ως συναγωνιστάς του και αντήλλαζεν εις αμοιβαίαν ασφάλειαν και ομήρους. Εν ώ δε ταύτα ενηργούντο, ούτε η ελληνική επανάστασις είχεν εκραγή, ούτε οι Σουλιώται εγνώριζαν τα της Εταιρίας· διά τούτο ανεδέχθησαν απλώς και ειλικρινώς επί λόγω τοπικών και ιδιαιτέρων συμφερόντων τον υπέρ του Αλή, αγώνα· και αφ’ ού εξερράγη η επανάστασις, και εμυήθησαν τα της Εταιρίας, ουδέ και τότε εφάνησαν εξ αιτίας των περιστάσεων αλλάξαντες σκοπόν, ουδέ σημαίαν εθνικήν ύψωσαν, αν και εσωτερικώς εφρόνουν όσα και οι λοιποί Έλληνες υπέρ της γενικής ελευθερίας του έθνους. Ο υπό τοιαύτην όμως μορφήν ενεργούμενος πόλεμος υπέφαινε τον αληθινόν του χαρακτήρα προς τους άλλους Έλληνας, οίτινες ατενίζοντες μακρόθεν εις την ακρότομον Κιάφαν πολεμούσαν και πολεμουμένην, την έβλεπαν διά του λογισμού των ως λαμπάδα καιομένην αφ’ υψηλής περιωπής εις φωτισμόν των εν τω σκότει της δουλείας καθημένων και εις χειραγωγίαν των.
1821
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ’
Επανάστασις Αιτωλοακαρνανίας. —
Εισβολή Ελλήνων εις Βραχώρι και κυρίευσις αυτού, Τεκέ, Πλαγιάς και Ζαπαντίου. —
Μάχαι Μακρυνόρους και Πέτα. —
Καταστροφή Καλαρρύτων και Συράκκου —
Τα κατά το Καρπενήσι και το Ασπροπόταμον. —
Αποτυχία της προς ελευθέρωσιν της Πάργας εκστρατείας.
ΕΙΠΑΜΕΝ τας αιτίας δι’ ας εβράδυνε να κινηθή η Αιτωλοακαρνανία, ως πλησιεστέρα των μεγάλων εχθρικών δυνάμεων. Το πρώτον σύμπτωμα των ταραχών εκείνου του μέρους εφάνη αρχομένου του μαρτίου. Εστέλλετο εκ Μεσολογγίου εις Ναύπακτον επί μετακομίσει εις Κωνσταντινούπολιν ο συνήθης ετήσιος φόρος. Ο Μακρής, καταλαβών την Σκάλαν του Μαυρομμάτη, στενήν δίοδον προς την Ναύπακτον, εκτύπησε την 5 μαρτίου τους συνοδεύοντας τα χρήματα, και αυτούς μεν εφόνευσεν εκτός ενός, όστις στραφείς εις το Μεσολόγγι ανήγγειλε το γεγονός, τα δε χρήματα ήρπασεν. Η τουρκική Αρχή της πόλεως εθεώρησε το κοινόν του Μεσολογγίου ένοχον της πράξεως και υπεύθυνον της αρπαγής και ελογομάχει μετά των προεστώτων αρνουμένων πάσαν ενοχήν και αποποιουμένων πάσαν απόδοσιν. Διήρκει η απαίτησις της Αρχής και η αποποίησις των προεστώτων, ότε ήλθεν είδησις ότι υδραιοσπετσιωτικά πλοία κατέπλεαν όσον ούπω εις τον κορινθιακόν κόλπον. Η είδησις αύτη ηρέθισεν εις άκρον την φιλοτιμίαν των εισέτι υπό τον ζυγόν Μεσολογγιτών και έδωκεν αφορμήν να συνέλθωσι μυστικώς οι προεστώτες και συσκεφθώσι περί του πρακτέου. Ο διοικητής ηθέλησε να συλλάβη αυτούς εν τω διοικητηρίω, όπου τον επεσκέπτοντο συνήθως την πρωίαν εκάστης ημέρας· αλλ’ ούτοι υποπτεύσαντες, δεν τον επεσκέπτοντο έκτοτε όλοι ομού.
Εν τοις μεταξύ Μεσολογγίου και Ναυπάκτου χωρίοις, Γαλατά και Μποχωρίω, εστάθμευε τουρκική φρουρά. Διεδόθη λόγος εκείναις ταις ημέραις ότι ήρχετο κατ’ αυτής ο Κώστας Χορμόβας μεθ’ ικανών παλληκαρίων· επί δε τω λόγω τούτω κατέφυγεν αύτη εις Μεσολόγγι. Την επιούσαν διεφημίσθη πάλιν ότι τα βουνά του Ζυγού εσκεπάσθησαν υπό κ λ ε π τ ώ ν καταβαινόντων εις κυρίευσιν του Μεσολογγίου. Όστις φοβηθή, πιστεύει ευκόλως ό,τι επίφοβον ακούση· οι δε εν Μεσολογγίω ολίγοι Τούρκοι ευλόγως εφοβούντο, διότι είχαν υπ’ όψιν τα εν Πελοποννήσω και εν τη Ανατολική Ελλάδι συμβάντα. Τοιουτοτρόπως προδιατεθειμένοι, ακούσαντες και πιστεύσαντες τα λεγόμενα, παρέλαβαν εν ειρήνη και οι εντόπιοι και οι πάροικοι Τούρκοι τας γυναίκας και τα τέκνα των, διεβιβάσθησαν διά της λίμνης αντικρύ του Ανατολικού και μετέβησαν εις Βραχώρι μήτ’ ενοχλούντες μήτ’ ενοχλούμενοι (α). Μάιος
Κατόπιν αυτών μετέβησαν εις το αυτό μέρος και ο διοικητής και η φρουρά του Μεσολογγίου ησύχως, και την 20 μαΐου, καθ’ ην εφάνησαν εισπλέοντα τον κόλπον τα ελληνικά πλοία, κατέλαβαν οι Χριστιανοί το εγκαταλειφθέν διοικητήριον, ανεστήλωσαν την επαναστατικήν σημαίαν χαίροντες και αλαλάζοντες, εκάλεσαν τον έξω περιφερόμενον Μακρήν εις την πόλιν και ανήγγειλαν τοις προκρίτοις και οπλαρχηγοίς των άλλων μερών της Δυτικής Ελλάδος τα συμβάντα, προσκαλούντες αυτούς να κινηθώσι και προκαταλάβωσι τα στενά του Μακρυνόρους εις αντίκρουσιν πάσης δι’ εκείνου του μέρους εχθρικής εισβολής. Η πρόσκλησις εισηκούσθη, και ο μεν Μακρής εισήλθεν εις την πόλιν το μεσονύκτιον, και την επαύριον μετέβη εις Ανατολικόν, όπου ελθόντες προς αυτόν οι εντόπιοι Τούρκοι παρέδωκαν τα όπλα και ανεχώρησαν και αυτοί εις Βραχώρι συν γυναιξί και τέκνοις ανενόχλητοι. Οι δε οπλαρχηγοί και προεστώτες των άλλων μερών ητοιμάσθησαν, οι μεν να καταλάβωσι τα στενά του Μακρυνόρους, οι δε να πέσωσιν επί την Βόνιτσαν, και άλλοι να εκστρατεύσωσιν εις Βραχώρι και Ζαπάντι κατοικούμενα υπό πολλών Τούρκων.
Το Βραχώρι, Εβραιοχώρι, ή Βλωχοχώρι, κείμενον εν τη επαρχία του Βλωχού εν μέσω πεδιάδος, ήτον η πρωτεύουσα του Καρλελίου, ήτοι του πλείστου μέρους της Αιτωλοακαρνανίας, και κατοικία πλουσίων και ισχυρών Τούρκων, ων αι μεγαλοπρεπείς οικίαι περιείχοντο ως επί το πλείστον εντός διπλού, ενίοτε δε και τριπλού, περιφράγματος· κατέφυγαν δ’ εκεί, καθώς είπαμεν, ως εις ασφαλές μέρος, οι εκ Μεσολογγίου και Ανατολικού αναχωρήσαντες Τούρκοι και άλλοι εξ άλλων γειτονικών μερών. Ευρίσκετο κατ’ εκείνον τον καιρόν εν τη πόλει ταύτην, ως μουτεσελήμης και δερβέναγας των Επαρχιών του Καρλελίου, ο Αλβανός Νούρκας
ελανθάσθησαν, και προϊδόντες τον απροσδόκητον κίνδυνόν των έδραμαν εις βοήθειάν των· επέδραμαν και οι εν Κομποτίω Τούρκοι, και ούτω συνεκρούσθησαν Έλληνες και Τούρκοι κατά τον Ά ν ι ν ο ν. Εσκοτώθησάν τινες αμφοτέρωθεν κατά την σύγκρουσιν, επληγώθη και ο Καραϊσκάκης και μετέβη εις Λουτράκι προς ίασιν.
Την τρίτην δε ημέραν αφ’ ης οι Έλληνες εκτύπησαν τους εν Βραχωρίω Τούρκους, οι Γιολδασαίοι και ο οπλαρχηγός του Σοβολάκου Γιάννης Μπράσκας εστράτευσαν επί τους εν Καρπενησίω Τούρκους. Ούτοι, ως 70 οικογένειαι, εκλείσθησαν εντός των δυνατωτέρων οικιών της κωμοπόλεως και ανθίσταντο γενναίως, ειδοποιήσαντες κρυφίως το εν Ιωαννίνοις στρατόπεδον περί της καταστάσεώς των. Οι δε πολιορκούντες Έλληνες τόσον ήσαν απλοί και ανείδεοι, ώστε μετεχειρίσθησαν τα εξής πολεμιστήρια· έσχισαν το στέλεχος μιας αγριαπηδιάς και το εκοίλαναν πλην του κάτω μέρους· συνήρμοσαν έπειτα τας δύο σχίζας και τας εσιδήρωσαν εν είδει κανονίου εις εκπόρθησιν των οικιών· βλέποντες δε ότι το πυροβόλον τούτο εκαίετο μάλλον ή έκαιε, κατεσκεύασαν σιδηράς διχάλας, ας εφαρμόζοντες πεπυρωμένας εις το στόμα των τουφεκιών έρριπταν επί τας εχθρικάς οικίας, αλλ’ οι Τούρκοι έσβεαν τα φλογερά ταύτα βέλη προσάπτοντες όπου εκόλλων βρεκτά ξυλοσπόγγια (β).
Την δε 19 μαθόντες οι πολιορκηταί, ότι ήρχοντο στρατεύματα υπό τον Βελήμπεην Πρεμετινόν εις βοήθειαν των πολιορκουμένων διηρέθησαν· και οι μεν έμειναν όπου ήσαν, οι δε κατέλαβαν τα Καγγέλια, βουνά δύο ώρας μακράν της κωμοπόλεως, αλλ’ επελθόντες οι Τούρκοι τους έτρεψαν φονεύσαντες και τον Κατσικογιάννην· επορεύθησαν και εις την κωμόπολιν και την έκαυσαν εν μέρει· οι δε εν αυτή Έλληνες έφυγαν διά νυκτός και συνήλθαν εις το χωρίον, άγιον Ανδρέαν, τρεις ώρας μακράν του Καρπενησίου, δημοπρατούντες όσα ήρπασαν του Νούρκα, ως αν ήσαν εν πλήρει ειρήνη· αλλά μαθόντες ότι παρηκολούθουν οι Τούρκοι, κατέλαβαν το επί της οδού του Καρπενησίου χωρίον Μπιάραν, όπου προσβαλόντες αυτούς γενναίως τους διεσκόρπισαν· διεσκόρπισαν μετ’ ολίγον και τους κατασχόντας τα Καγγέλια. Εν ώ δε επολέμουν, οι πολιορκούμενοι μη θεωρούντες εαυτούς του λοιπού ασφαλείς, έφυγαν την νύκτα διά δυσβάτων οδών εις Ήπειρον.
Συγχρόνως σχεδόν απεδίωξαν και οι Αγραφιώται τους εν τη επαρχία αυτών ολίγους Τούρκους αβλαβείς, και συσσωματωθέντες υπό την οδηγίαν του οπλαρχηγού των Σταμούλη Γάτσου έπεσαν εις Θεσσαλίαν και έκαυσαν τα επί των μεθορίων δύο κονιαροχώρια, Φράγκον και Λοξάδαν. Εν ώ δε ητοιμάζοντο να προχωρήσωσι και εις τα ενδότερα, επήλθαν οι εν Λαρίσση Τούρκοι και τους ηνάγκασαν να οπισθοδρομήσωσι και αναβώσιν εις τα χωρία Μπλάζον και Κανάλια· αλλά και εκεί τους προσέβαλαν και τους ενίκησαν· τους κατεδίωξαν και εις τα χωρία Κερασιάν και Στούγκον όπου απεσύρθησαν, τους επολέμησαν και εκεί, τους απώθησαν εις τα ορεινότερα μέρη και κατέλαβαν την Ρεντίναν. Μετά τινας δε ημέρας κατέβησαν οι Έλληνες από των ορέων, επολιόρκησαν υπό την οδηγίαν του λογοθέτου Ζώτου τους καταλαβόντας την Ρεντίναν Τούρκους, και έκαυσαν μέρος αυτής· αλλ’ οι Τούρκοι υπερίσχυσαν επί τέλους, διεσκόρπισαν και αύθις τους εχθρούς των, ηχμαλώτευσαν μεταξύ άλλων και τον Κώσταν Βελήν, ον απέστειλαν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου εθανατώθη, και διέμειναν έκτοτε εν Ρεντίννι ανενόχλητοι.
Ο δε κατ’ εκείνας τας ημέρας στρατοπεδεύων εν Κομποτίω τουρκικός στρατός, συμπληρωθείς εις τετρακισχιλίους υπό τον Ισμαήλπασαν Πλιάσαν, τον Αχμέτπασαν Βρυώνην, τον Χασάμπεην, τον Μπεκήραγαν Τσογαδόρον και τον αρχιταμίαν του Χουρσήδη, εστράτευσε την 17 προς τα στενά του Μακρυνόρους.
Οι Έλληνες εγκαρδιωθέντες εκ των προτέρων κατορθωμάτων, λαβόντες και ικανά πολεμεφόδια σταλέντα προς αυτούς εκ Μεσολογγίου διά του Γεωργάκη Βαλτινού, ητοιμάσθησαν εις αντίστασιν. Δύο ήσαν τότε οι αρχηγοί των Ελλήνων κατά το Μακρυνόρος, ο Γώγος και ο Ίσκος. Ούτοι δεν ήξευραν κατ’ αρχάς αν οι Τούρκοι εσκόπευαν να εισβάλωσι διά της Παληοκούλιας ή διά της Λαγκάδας· αλλ’ ιδόντες αυτούς οδεύοντας προς την Παληοκούλιαν, ετοποθέτησαν τους πλείστους των στρατιωτών εκεί, τους δε λοιπούς κατά την Λαγκάδαν. Οι Τούρκοι προχωρήσαντες προς την Παληοκούλιαν, εστράφησαν αίφνης εις το άλλο στενόν, και έπεσεν η προφυλακή επί τους Έλληνας όχι πλειοτέρους των εκατόν υπό τον Γώγον κατά την αγίαν Παρασκευήν. Η θέσις αύτη είναι πολλά στενή, και δεν ήτο δυνατόν πολλοί Τούρκοι να πολεμήσωσι διά μιας. Ο Γώγος αρξαμένης της μάχης, εφάνη άξιος της πολεμικής του φήμης και ενέπνευσε τοις οπαδούς του θάρρος ως πρόμαχος. Εν ώ διήρκει η μάχη και οι προχωρούντες αλληλοδιαδόχως Τούρκοι έπιπταν υπό το πυρ των Ελλήνων, έπεσε θανασίμως πληγωθείς και ο αρχηγός της τουρκικής προφυλακής. Οι Τούρκοι, ιδόντες αυτόν πεσόντα και ψυχομαχούντα, έτρεξαν να τον σηκώσωσι, και πολλοί αυτών εθανατώθησαν. Κατ’ εκείνην την ώραν ηκούσθησαν τουφεκισμοί μακρόθεν. Οι δε τουφεκίζοντες ήσαν οι κατέχοντες τας άλλας θέσεις Έλληνες, οίτινες βλέποντες, ότι όλοι οι Τούρκοι έπεσαν προς εκείνο το μέρος, έτρεξαν και αυτοί εκεί. Οι Τούρκοι, αψυχήσαντες δι’ ην έπαθαν φθοράν και υποθέσαντες εκ του πολλού τουφεκισμού, ότι επήρχετο πολλή δύναμις, εγκατέλειψαν τον ψυχομαχούντα αρχηγόν και τα δύο κανόνια και ωπισθοδρόμησαν τόσοι πολλοί απέμπροσθεν τόσων ολίγων. Οι Έλληνες εσκύλευσαν τους φονευθέντας και επήραν πάμπολλα φορτηγά ζώα φέροντα τροφάς εις χρήσιν του εχθρού. Οι δε τραπέντες εις φυγήν Τούρκοι τόσον φόβον, επανελθόντες εις τα ίδια, διέσπειραν ως προς την δίοδον του Μακρυνόρους, ώστε καθ’ όλον το διάστημα των δεκαπέντε ακολούθων μηνών Τούρκος μηδέ καν να φανή ετόλμησε προς το όρος εκείνο.
Είπαμεν, ότι οι Έλληνες προ της επαναστάσεως, θέλοντες να αποκοιμίζωσι τους Τούρκους περί ων εμελέτων επαναστατικών κινημάτων, διέδιδαν επιτηδείως, ότι ο αποστάτης Αλής υπεκίνει τας ταραχάς διά τα συμφέροντά του. Ο λόγος ούτος, αν και ψευδής, επιστεύετο εν γένει και κυρίως υπό των πολεμούντων κατά την Ήπειρον υπέρ του Αλή Αλβανών, και μάλιστα αφ ού οι Σουλιώται επολέμουν αναφανδόν υπέρ αυτού· τόσον δε επιστεύετο, ώστε άμα έμαθαν οι προύχοντες τα ανδραγαθήματα των Αιτωλών και Ακαρνάνων, εσυγχάρησαν τους Σουλιώτας. Μόνος ο Αλής, εν γνώσει των της Εταιρίας, εγίνωσκε τον αληθή χαρακτήρα των ελληνικών κινημάτων· αλλά δεν έκρινε πρέπον να τον ανακαλύψη· ώστε οι αληπασίζοντες Αλβανοί έμεναν υπό την απάτην, θεωρούντες ως συμμάχους των τους υπέρ της ελευθερίας της ιδίας πατρίδος πολεμούντας Έλληνας.
Δεινά έπαθαν μετά την λαμπράν μάχην του Μακρυνόρους καί τινες άλλοι Τούρκοι κατά το χωρίον Αυτί, όπου ο συν αυτοίς στρατεύων οπλαρχηγός Πουλής εζωγρήθη υπό των περί τον Γιαννάκην Ράγκον και εθανατώθη. Περί τον αυτόν δε καιρόν 200 Έλληνες υπό τον Φλώρον Γρίβαν και τον Τραγουδάραν κατέλαβαν τα χωρίον του Πέτα· αλλ’ επιστρατευσάντων των εν Άρτη Τούρκων, δεν εδυνήθησαν να διατηρήσωσι την θέσιν των, ην μήτε καν να οχυρώσωσιν εφρόντισαν, και κατέφυγαν κακώς έχοντες εις Μακρυνόρος. Εφονεύθησαν δε καί τινες αυτών, εν οις και ο Τραγουδάρας γενναίως μαχόμενος.
Μετ’ ολίγας δε ημέρας ο Γώγος ετοποθετήθη μετά 250 εν τω αυτώ χωρίω του Πέτα.
Την δε 15 Ιουλίου επεστράτευσαν πάμπολλοι εχθροί εξ Άρτης και επεχείρησαν επανειλημμένας κατ’ αυτού εφόδους, κατέχοντος υψηλήν θέσιν κατέμπροσθεν του χωρίου, αλλά καθ’ όλας απέτυχαν. Η τόλμη του οπλαρχηγού τούτου την ημέραν εκείνην έφερεν εις θάμβος και αυτούς τους εχθρούς του, ους, επταπλασίους όντας, έτρεψεν εις φυγήν προπορευόμενος ξιφήρης. Εξαιτίας δε των τόσω λαμπρών ανδραγαθημάτων του έλεγαν έκτοτε και φίλοι και εχθροί, ότι – ό π ο υ – ο – Γ ώ γ ο ς, ε κ ε ί – κ α ι – η – ν ί κ η.
Εν τοσούτω η επανάστασις διεδόθη και περαιτέρω. Προς διατήρησιν της ελευθέρας κοινωνίας των εν Ιωαννίνοις και Θεσσαλία στρατοπέδων είχαν σταλή παρά του Χουρσήδη 750 Τούρκοι υπό τον Ιβραήμ Πρεμέτην εις τας επί του Πίνδου δύο μεγάλας Βλαχοκωμοπόλεις, την των Καλαρρύτων και την του Συράκου, τρία μίλια απ’ αλλήλων απεχούσας, ων η μεν πρώτη περιείχε 680, η δε δευτέρα 750 οικογενείας, όλας χριστιανικάς. Οι κάτοικοι αυτών, καταθλιβόμενοι, φορολογούμενοι και υβριζόμενοι παρά των Τούρκων, υποκινούμενοι δε και υπό των θελόντων την διάχυσιν της επαναστάσεως προκρίτων, Κωνσταντίνου Τουρτούρη, Πρωτοπαπά Σγουρού, Ιωάννου Κωλέττη και Νικολάου Γιαννίκου, βουλήν έβαλαν ν’ αποστατήσωσι και προσκαλέσαντες κρυφίως εις βοήθειάν των τον οπλαρχηγόν Γιαννάκην Ράγκον απέκλεισαν δύο περίπου εβδομάδας προ της μάχης του Πέτα τους υπό τον Πρεμέτην εντός τινων οικιών και τους ηνάγκασαν μετά δέκα ημέρας ν’ αναχωρήσωσιν αβλαβείς υπό συνθήκας (γ). Αλλ’ ούτοι απερχόμενοι απήντησαν καθ’ οδόν στρατεύματα ερχόμενα εις τας δύο κωμοπόλεις επί τη διαταγή του Χουρσήδη, μαθόντος τα συμβάντα, και εστράφησαν εις τα οπίσω. Οι Συρακιώται εφύλατταν την προς τα Ιωάννινα οδόν εις απώθησιν των επερχομένων· αλλ’ ούτοι ευρόντες προθύμους οδηγούς τους κατοικούντας το χωρίον Γότισταν, 4 ώρας απέχον του Συράκου, και νυκτοπορήσαντες διά τινος στενού και ανυπόπτου μέρους εβάρεσαν αίφνης όπισθεν τους φυλάττοντας την οδόν Συρακιώτας και τους έτρεψαν· εν τω μεταξύ δε τούτω οι λοιποί κάτοικοι των δύο κωμοπόλεων έσπευσαν να μεταφέρωσιν εις ασφαλές μέρος τα πολυάριθμα ποίμνιά των και έφυγαν και αυτοί ως και ο οπλαρχηγός Ράγκος, καταφοβηθέντες, απελπισθέντες και κακώς έχοντες· μόνος ο οπλαρχηγός Γερομπαλωμένος, Συντεκνιώτης, επέμενε πολεμών γενναίως ικανήν ώραν, έχων μόνον 8 παλληκάρια. Τοιουτοτρόπως οι εχθροί εκυρίευσαν τας δύο κωμοπόλεις αναιμωτί, τας έκαυσαν και ήρπασαν τα εναπομείναντα πράγματα των φευγόντων, εξ ων συνέλαβαν μόνον δέκα.
Τον αυτόν καιρόν έδράξε τα όπλα και το Ασπροπόταμον. Η επαρχία αύτη έχει 67 χωρία μικρά μεγάλα, όλα χριστιανικά. Γενικός αρχηγός των όπλων της επαρχίας ήτον ο Νικολός Στουρνάρης και είχεν υπό την οδηγίαν του τους οπλαρχηγούς των χωρίων Χριστόδουλον Χατσή Πέτρου, Νάσον Μάνταλον, τους αδελφούς αυτού, Στέριον, Γεώργον, Κώσταν και Μήτρον, και τον γαμβρόν του Γρηγώρην Λιακατάν, οπλαρχηγόν του Κλενοβού.
Η τύχη των παραδοθέντων Τούρκων και Εβραίων
Από το βιβλίο του Ιωάννη Διονυσάτου, “Βραχώρι, 11 Ιουνίου 1821”
Παρασκευή 10 Ιουνίου 1821 και οι Τούρκοι του Βραχωριού δέχονται πια να παραδοθούν.
Οι Έλληνες οπλαρχηγοί συμφωνούν. Δίνονται διαβεβαιώσεις για προστασία της ζωής όσων από τους Τούρκους και τους Εβραίους παραδοθούν.
Όμως άτακτοι ένοπλοι Έλληνες που δεν ελέγχονται πια από τους οπλαρχηγούς του αγώνα επιδίδονται σε σφαγές φτωχών αιχμάλωτων Τούρκων και ιδιαίτερα Εβραίων, που είχαν πάρει το μέρος των κατακτητών και για να τους το δείξουν, είχαν βασανίσει μέχρι θανάτου, αφού πρώτα τον τύφλωσαν με αγκαθιές, τον Παπαλέξη Δηματά, ιερέα του Βραχωριού.
Ο Αλεξάκης Βλαχόπουλος αντέδρασε επίσης στις πρωτοβουλίες του Γεωργίου Βαρνακιώτη για αναίμακτη παράδοση των Τουρκοβραχωριτών και Εβραίων. Διακατεχόμενος από μένος κατά των Τούρκων που κρατούσαν αιχμάλωτη την οικογένειά του στην Άρτα, διέταξε τους άντρες του το βράδυ της Κυριακής να αφήσουν τις πιστόλες τους και τα καριοφίλια τους και να ζωστούν τα γιαταγάνια τους και τα μαχαίρια τους. Περικύκλωσαν εκατοντάδες άοπλους αιχμάλωτους φτωχούς Τούρκους και Εβραίους που βρίσκονταν εγκλωβισμένοι στη περιοχή της σημερινής οδού Παναγοπούλου και της ομώνυμης πλατείας και κατέσφαξαν πολλούς.
Σκηνές «νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου» διαδραματίστηκαν.
Οι άντρες του Αλεξάκη Βλαχόπουλου άρπαξαν πολλά από τα κινητά υπάρχοντά τους και αποχώρησαν. Κάποιοι προχώρησαν και σε βεβηλώσεις νεκρών. Οι ελληνικές παραδόσεις περί σεβασμού των αιχμαλώτων πολέμου και των νεκρών, δυστυχώς, ξεχάστηκαν.
Ο πατέρας του έγκριτου Αγρινιώτη φιλόλογου, δημοσιογράφου και ιστορικού Θεόδωρου Χαβέλλα από το σπίτι του που βρίσκονταν στην γωνία των δημοτικών οδών Παναγοπούλου και Γοργοποτάμου παρακολούθησε από μακριά το αποτρόπαιο εγχείρημα των αντρών του Αλεξάκη Βλαχόπουλου.
Οι υπόλοιποι καπεταναίοι μόλις έμαθαν τα συμβάντα προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις αντεκδικήσεις και έτσι έσωσαν πολλούς από τους προύχοντες αιχμαλώτους. Οι Βαλτινοί προέβησαν σε λαφυραγωγήσεις των τούρκικων σπιτιών και χαρεμιών. Ο οπλαρχηγός του Απόκουρου Κώστας Σιαδήμας μετέφερε τα λάφυρα που πήρε με 18 μουλάρια στο υποστατικό του Ψώριαρη.
Ο θησαυρός αυτός ακόμη και σήμερα αναζητείται από κάποιους «κυνηγούς θησαυρών…
Η παράδοση των όπλων από τους εγκλωβισμένους Τούρκους ξεκίνησε το απόγευμα της Παρασκευής 10 Ιουνίου 1821 για να ολοκληρωθεί το πρωί του Σαββάτου 11 Ιουνίου 1821.
Μια μεγάλη μέρα ξημέρωσε για το Βραχώρι και για την περιοχή του Κάρλελι.
Η αυγή του Σαββάτου της 11ης Ιουνίου 1821 θα βρει το Βραχώρι ελεύθερο από τον Τούρκο κατακτητή. Το βράδυ της ίδιας μέρας είχε πλέον ολοκληρωθεί η παράδοση του τούρκικου οχυρού του Βραχωρίου στους Ελληνες πολιορκητές που ξεκίνησε το βράδυ της 10ης Ιουνίου 1821.
Το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης της Τουρκικής Φρουράς του Βραχωριού που αποτελούνταν από 1000 περίπου Τουρκαλβανούς εκτιμάται πως εξουδετερώθηκε, ενώ από το συνολικό πληθυσμό των πέντε χιλιάδων (5.000) Οθωμανών και Εβραίων κατοίκων της πολίχνης του Τουρκικού οχυρού του Βραχωριού θεωρούμε ότι τουλάχιστον 3-4 χιλιάδες έχασαν τη ζωή τους κατά την διάρκεια της πολιορκίας ή τις μέρες που ακολούθησαν την κατάληψη της πόλης από τις επαναστατικές δυνάμεις των ραγιάδων.
Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι ηγεμόνες Αλλάμπεης και Ταχήρ – Παπούλιας Πασσάς, ο Μαχμούτ Μπέης και η Ντζέκω Πασόνυφη (νύφη του Μεχμέτ Αγά Πασόπουλου) με τις οικογένειές τους παρελήφθησαν από τον Αλεξάκη Βλαχόπουλο. Ανταλλάχτηκαν με την οικογένειά του που κρατούνταν από τους Οθωμανούς αιχμάλωτη στην Πρέβεζα.
Οι αγάδες Χαλίλ Μπέης και Βεΐζ εφέντης μαζί με τις οικογένειές τους και λίγες φαμίλιες αγαδομπέηδων οδηγηθήκαν για προσωρινή προστασία στο σπίτι του Γιαννάκη Στάικου στην Βελάουστα (Πυργί).
Ο Γεώργιος Βαρνακιώτης μετέφερε με ασφάλεια 300 Τούρκους αιχμαλώτους με τις οικογένειές τους στον Αστακό.
Οι περισσότερες αιχμάλωτες φτωχές τουρκικές οικογένειες μαζί με τους επιζήσαντες Τούρκους πολεμιστές, που υπολογίζονται κατ’ εκτίμηση σε 2.000 συνολικά ψυχές, παραδόθηκαν στο καπετάνιο του Ζυγού Δημήτριο Μακρή για να οδηγηθούν από τις δυνάμεις του στη περιοχή της Μακρυνείας.
Η μοίρα όμως γι’ αυτές τις ψυχές είχε γράψει απρόβλεπτο και σκληρό τέλος. Εκτιμάται βάσιμα πως σκοτώθηκαν «δια λιθοβολισμού» από τον όχλο της περιοχής καθώς οι δυνάμεις του «πετρίτη του Ζυγού» δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να τους προστατέψουν.
Οι υπόλοιποι Τούρκοι που γλύτωσαν την σφαγή των αντρών του Βλαχόπουλου και παρέμειναν στη πόλη, σύμφωνα με την συνθήκη παράδοσης, μοιράστηκαν στα κτήματα των χωριών της γύρω περιοχής όπου πρόσφεραν την εργασία τους.
Κάποιοι Τούρκοι εγκαταστάθηκαν σε περιοχή που γειτνίαζε με τον ναό του Αη Δημήτρη όπου σήμερα απλώνονται τα «Αη βασηλιώτικα».
Τον Σεπτέμβρη του 1822 βρίσκονται ακόμη εκεί με άγνωστη την παραπέρα τύχη τους.
Πολλές χανούμισσες πλούσιων τουρκικών οικογενειών βρέθηκαν να υπηρετούν Έλληνες ή κρατούνταν ως ερωμένες τους. Όμορφες Τουρκοπούλες γέννησαν παιδιά, δίνοντας τη χαρά του πατέρα, όπως στον άτεκνο καπετάν Τσόγκα, αφού ασπάστηκαν τον χριστιανισμό, κατ’ επιταγή του δεσπότη της περιοχής και έτσι παρέμειναν για πάντα.
Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι, κάποιες εκατοντάδες, σταδιακά αναχώρησαν για την Αλβανία ή ανταλλάχτηκαν με Έλληνες αιχμαλώτους.
agriniomemories.blogspot.gr