Αγρίνιο, προ εβδομάδος, Δευτέρα πρωί. Βγαίνοντας από το ξενοδοχείο, διασταυρώνομαι με έναν θαλερό ογδοντάρη. «Είστε ο Χρήστος Χωμενίδης; Γνώριζα έναν Νίκο Χωμενίδη – παππούς σας;» «Αδελφός του παππού μου…» «Τον είχα φιλόλογο το 1952 στο Γυμνάσιο. Σπουδαίος καθηγητής – μάς έμαθε γράμματα…. Να σας κεράσω κάτι στη μνήμη του;»
Με οδηγεί σε παραδοσιακό καφενείο, πάνω από την πλατεία. Πελατεία ανδρική, ελεύθεροι επαγγελματίες και δημόσιοι υπάλληλοι σε άδεια από τη σημαία, συνταξιούχοι, άνεργοι και άεργοι. Με ρωτούν πώς τα βλέπω. Τους αντιγύριζω την ερώτηση και τεντώνω τα αυτιά μου. «Άσε, μάς πήρε στο λαιμό του ο καταληψίας! Μουτζώνουμε τα μούτρα μας που το πιστέψαμε το παλιόπαιδο ότι θα έσκιζε τα μνημόνια και θα καταργούσε τον Ένφια! Ρεζίλι μάς έκανε και προχθές με τον Ομπάμα – φονιάδες-ξεφονιάδες των λαών, δεν στέκεσαι έτσι δίπλα στον πρόεδρο της Αμερικής!» «Οπότε; Στις επόμενες εκλογές;» ρωτάω. «Φασκελωκουκούλωστα στις επόμενες εκλογές. Φως δεν βλέπουμε. Απατεώνας ο νεαρός μα να επιστρέψουμε και στους προηγούμενους; Που μας κορόιδευαν σαράντα χρόνια και έριξαν το κράτος έξω… Που τα” καναν πλακάκια με τους ξένους, έστησαν κομπίνες, έφαγαν τον αγλέωρα…» «Μήπως μαζί τους φάγατε κι εσείς;» Με στραβοκοιτάνε. Δεν θα παραδεχθούν ποτέ ότι έχουν υπάρξει μέρος του προβλήματος. Κι ότι όποιος πολιτικός αποπειράθηκε να τους κρούσει εγκαίρως κώδωνα κινδύνου, μαυρίστηκε ανηλεώς.
Ξεκινά στη συνέχεια η ονοματολογία. Ο Βενιζέλος έχει πάψει να αποτελεί κόκκινο πανί, κανείς ωστόσο δεν ποντάρει επάνω του. Η Γεννηματά συμπαθής ως γυναίκα πλην λίγη. Ο Θεοδωράκης τούς φαντάζει τελειωμένη υπόθεση. Όσο για τον Κυριάκο, το όνομά του -αδίκως- τον βαραίνει, η παρουσία του δεν συναρπάζει, τον νοιώθουν απόμακρο. Εάν τον ψηφίσουν, θα είναι με μισή καρδιά…
Όποιος έχει μάτια, βλέπει. Ο φιλελευθερισμός, το μέτωπο της λογικής, η αναγκαιότητα για τομές και για μεταρρυθμίσεις κάθε άλλο παρά συγκινούν τούς καθημερινούς Έλληνες. Η γλώσσα εκείνων που τα επαγγέλονται τούς ηχεί ξένη. Τα επιχειρήματα τα οποία προβάλλονται -κι ας είναι αυταπόδεικτα- δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τα ακούσουν.
Δεν υπαινίσσομαι πως οι δημοσκοπήσεις θα διαψευστούν και ότι η παρούσα κυβέρνηση θα ανανεώσει στην κάλπες την απολύτως επιζήμια -ενίοτε και καταστροφική- θητεία της. Διαπιστώνω απλώς ότι οι σταυροφόροι του ΝΑΙ, όσοι με πάθος στηρίξαμε το 2015 την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, παραμένουμε στην καρδιά των συμπολιτών μας μια ελάχιστα συμπαθής μειοψηφία. Οι εξελίξεις μάς δικαίωσαν περίτρανα. Ο κόσμος όμως κάθε άλλο παρά χάρηκε για αυτό.
Μού θυμίζουμε ώρες-ώρες γαμπρούς σε παλιομοδίτικο συνοικέσιο. Το κορίτσι δεν μάς θέλει, δεν το συγκινούμε κι ας ξεδιπλώνει η προξενήτρα σε ρυθμό πολυβόλου στους γονείς του τα προσόντα μας. Ότι είμαστε καλά παιδιά, άριστοι επιστήμονες, δουλευταράδες και υγιέστατοι. Πως δεν θα το απατήσουμε, δεν θα το παρατήσουμε, θα του χαρίσουμε αντιθέτως εύρωστα παιδιά και θα σταθούμε στο πλευρό του στις δύσκολες στιγμές. Τα επίδοξα πεθερικά μας λάμπουν απ” τη χαρά τους. Το κορίτσι ψιλομαραίνεται. Θα σκύψει -πού θα πάει;- το κεφάλι και θα φορέσει τελικά το νυφικό. Εκ των υστέρων δε πιθανότατα θα μας ευγνωμονεί. «Και λίγο-λίγο θα με συνηθίσεις…» όπως λέει και το αναξιοπρεπέστερο ελληνικό τραγούδι που έχει γραφτεί ποτέ.
Τι λείπει; Τι φταίει;
Φρονώ πως από τις επαγγελίες μας και απ” την εν γένει παρουσία μας απουσιάζει το όραμα. Σιχαίνεστε -φαντάζομαι- τη λέξη όραμα. Σάς θυμίζει το κομπολόι από «θα» του Ανδρέα Παπανδρέου. Τις μεγαλοστομίες με τις οποίες ανετράφη -και διεφθάρη- ένας ολόκληρος λαός. Τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα.
Όραμα ωστόσο προέβαλλε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ανέλαβε την Ελλάδα και την οδήγησε στις ενδοξότερες ημέρες της κερδίζοντας τους προπαππούδες μας με τη μεγάλη ιδέα της εθνικής ολοκλήρωσης, δευτερευόντως του αστικού εκσυγχρονισμού.
Όραμα είχαν οι Κέννεντυ, ο Ντε Γκωλ, ο Κεμάλ Ατατούρκ, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όλοι οι ηγέτες που γύριζαν επί το ευτυχέστερον σελίδα στην ιστορία των χωρών τους.
Τι είναι το όραμα για μία κοινωνία; Η γενική αφήγηση που περικλείει τα προσωπικά όνειρα όλων των πολιτών της, τα δικαιώνει και τα απογειώνει.
Διαθέτει το όραμα μεταφυσική; Μονάχα με την έννοια ότι η συλλογική βούληση δεν συνιστά το άθροισμα των ατομικών επιθυμιών μα το γινόμενό τους. Ενώνοντας τις δυνάμεις μας δεν τις προσθέτουμε. Τις πολλαπλασιάζουμε.
Προϋποθέτει το όραμα έναν χαρισματικό ηγέτη; Η σχέση -εικάζω- είναι διαλεκτική: Οι ηγέτες αποτελούν και πομπούς και δέκτες. Εμπνέουν και εμπνέονται από τις κοινωνίες. Το περιβάλλον τους, στενό και ευρύτερο, τους ωθεί να υπερβούν τον εαυτό τους.
Τι πρέπει συνεπώς να κάνουμε; Να απευθυνθούμε -φρονώ- στους συμπολίτες μας στη γλώσσα μεν της αλήθειας, των αντικειμενικών δεδομένων, προβάλλοντας δε στόχους που να είναι ικανοί να τους κινητοποιήσουν. Να τους συναρπάσουν.
Να τους περιγράψουμε μια Ελλάδα η οποία θα έχει αφήσει πίσω της την κρίση και τις παθογένειες που την προκάλεσαν. Η οποία θα έχει χαλαρώσει την ασφυκτική κηδεμονία των δανειστών και θα επελαύνει προς το μέλλον, αξιοποιώντας τα πλεονεκτήματα του τόπου και των ανθρώπων της.
Να τους πείσουμε ότι κατά την εθνική αναγέννηση που επαγγελλόμαστε, ο κάθε Έλληνας -ακόμα και ο ασθενέστερος- θα δει τη ζωή του να βελτιώνεται άρδην. Πως δεν θα αποκλείσουμε ούτε το ελάχιστο κομμάτι της κοινωνίας, χαρακτηρίζοντάς το αντιπαραγωγικό, παρωχημένο, απροσάρμοστο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε στρατιά του τούς «μη προνομιούχους». Ο Αλέξης Τσίπρας τον μιμήθηκε με εντυπωσιακότατη, εκλογική, επιτυχία. Ουάι και αλοίμονο εάν εμείς περιορίζουμε το ακροατήριο μας στους «άριστους», τους «σώφρωνες», τους «ποιοτικούς». Σε όσους «έχουν το επίπεδο» για να μας καταλάβουν…
Ξορκίζοντας τον λαϊκισμό, έχουμε απεμπολήσει τη λαϊκότητά μας. Πρέπει επειγόντως να την ξαναβρούμε. Μονάχα έτσι θα γίνουμε ελκυστικοί. Κι από το συνοικέσιο θα περάσουμε στον έρωτα.