Στο Καινούργιο Τριχωνίδος το παλιό χωριό της "Παλαιοχώρας", στέκει με τα ερειπωμένα σπίτια να θυμίζουν πως εκεί κάποτε υπήρξαν δείγματα παρουσίας και ανθρώπινης δημιουργίας
Σπίτια μιας άλλης εποχής, ερειπωμένα αλλά και αγέρωχα… ετοιμόρροπα, απογυμνωμένα από την πάλαι ποτέ αξιοπρέπειά τους και σε πείσμα του αδυσώπητου χρόνου θυμίζουν ότι εκεί, στην περιοχή της Παλαιοχώρας ή Παλιόχωρας Καινουργίου, υπήρξαν τα πρώτα δείγματα παρουσίας και ανθρώπινης δημιουργίας του αρχικού οικισμού.
Το Καινούργιο είναι κτισμένο στην ανατολική περιοχή του κάμπου της Αιτωλίας, ανατολικά του ποταμού Ερμίτσα, δυτικά του Παναιτωλικού όρους και εκτείνεται κυρίως κατά μήκος της εθνικής οδού Αγρινίου - Θέρμου που οδηγεί από το Αγρίνιο στο Θέρμο.
Επί τουρκοκρατίας, ο τότε οικισμός ονομαζόταν Ντέμη, από το όνομα του Ντεμ πασά που διοικούσε την περιοχή και βρισκόταν περίπου 1,8 χιλιόμετρα νοτιότερα, πολύ κοντά στις βόρειες ακτές της λίμνης Τριχωνίδας. Τα ελάχιστα πετρόχτιστα σπίτια που έχουν απομείνει σήμερα από τον οικισμό μαρτυρούν την ακμή και την ευμάρεια του οικισμού τον 19ο και αρχές 20ου αι. ο οποίος σήμερα είναι γνωστός ως Παλαιοχώρα του Καινουργίου.
Πιο κει ο παραλίμνιος ναός του Αγίου Νικολάου (κοιμητηριακός), με το τριώροφο πέτρινο καμπαναριό, έργο Ηπειρωτών μαστόρων, που δεσπόζει στον κάμπο και το τείχος του (κουλούρι), μέχρι εδώ παλιά, χτύπαγε το κύμα της Τριχωνίδας.
Στο βιβλίο της Αλεξάνδρα Σούφλα – Καρρά, με τίτλο: «Τοπική Ιστορία Δήμου Θεστιέων Αιτωλίας» διαβάζουμε αρκετά ενδιαφέροντα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία για το παλιό χωριό στο Καινούργιο. Αναφέρει συγκεκριμένα:
«Η τοποθεσία, χίλια περίπου μέτρα νοτιότερα της σημερινής κωμόπολης Καινούργιου, στο παραλίμνιο της Τριχωνίδας, ονομάζεται «Παλιοχώρα» ή «Παλιοχώρι». Στη θέση αυτή υπήρχε ο πρώτος οικισμός.
Ακριβή, αποδεικτικά γραπτά στοιχεία για την ίδρυση του πρώτου οικισμού δεν έχουμε. Όμως, από την πάππου προς πάππου προφορική μαρτυρία, αναφέρεται ότι, το έτος 1636 (;) έγινε στην περιοχή απογραφή πληθυσμού από Τούρκο αξιωματούχο και οι κάτοικοι αριθμούσαν σαράντα (40) χριστιανούς.
Η ίδρυση, εκεί, του πρώτου οικισμού αποδεικνύεται από ένα πολύ σημαντικό μνημείο, τον ναό του Αγίου Γεωργίου, που ο αείμνηστος Καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Αθανάσιος Παλιούρας, έφερε στο φως και χρονολόγησε την κατασκευή του».
Ελάχιστα τα διασωθέντα στοιχεία του οικισμού
«Η μη διάσωση λειψάνων του οικισμού «Παλιοχώρα» οφείλεται στη χρήση ευτελών και μη ανθεκτικών οικοδομικών υλικών για την κατασκευή των παλαιών κατοικιών, ήτοι, πολύ χώμα, λάσπη, λίγες πέτρες και καλάμια, που υπήρχαν στην παραλία της λίμνης. Απλά υλικά της περιοχής για όλα τα κτίσματα των χωριών του κάμπου.
«Κακοκτισμένας οικίας με τοίχους εκ χωμάτινων πλίνθων» καθώς αναφέρει ο Τούρκος περιηγητής. Εβλιά Τσελεμπή. Ο Θ. Χαβέλας συμπληρώνει το παρακάτω: «Οι πλείστοι των εγχωρίων κατώκουν εις ταπεινάς οικίας πλινθόκτιστας, μ' ένα δωμάτιο και με χωμάτινο δάπεδο. Ήταν ο τύπος της φτωχικής κατοικίας του κάμπου».
Οι ιτιές, οι λυγαριές, τα καλάμια και το ραγάζι υπήρχαν σε αφθονία και έδιναν τα οικοδομικά υλικά για τις καλύβες, τα πυκνά και γιγάντια φράξα της λίμνης έδιναν άφθονη και ανθεκτική ξυλεία για όλες τις κατασκευές. Ένα παχύ στρώμα λάσπης από το άφθονο αργιλόχωμα του τόπου εξασφάλιζε τη στερεότητα αλλά και τη μόνωση.
«Καλύβαι με αμιγή χόρτα, καλύβαι μετά πηλού και αργότερον ξύλινα οικήματα είναι η εξέλιξις της οικοδομικής των συνοικισμών της Αιτωλίας», (Κ. Στεργιόπουλος).
Η λατόμηση ή εξόρυξη πέτρας, όσο και η μεταφορά ήταν κάτι το πολύ δύσκολο. Ήταν υλικό που δεν υπήρχε «κατά χώραν», ώστε να σκεφτούν τη χρήση του.
Η «Παλιοχώρα» δεν διατηρήθηκε επί μακρόν ως οικισμός, στην τοποθεσία αυτή. Οι παρακείμενοι χείμαρροι. Περιβολάρης και Προσηλιώτης, πολλές φορές, σαν έπιαναν τα πρωτοβρόχια, άφριζαν και φούσκωναν, ξεριζώνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Μετέφεραν μεγάλες ποσότητες βρόχινου ύδατος, πλημμύριζαν την περιοχή και προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές».
Και συμπληρώνει στις αναφορές της η κα Αλεξάνδρα Σούφλα – Καρρά:
«Περί το 1750 (;), κατά την παράδοση, οι κάτοικοι της Παλιοχώρας αφού ζήτησαν άδεια από τον Τούρκο Αγά, μετοίκησαν ανατολικότερα στο παραλίμνιο. Εκεί έκτισαν νέες πλινθόκτιστες κατοικίες έναν νέο οικισμό που τον ονόμασαν Καινούργιο».
Η Ντέμη
Στο βιβλίο της η κα Αλεξάνδρα Σούφλα – Καρρά, παραθέτει χρήσιμα και λεπτομερή στοιχεία για την ανοικοδόμηση του παλιού οικισμού:
«Μετά το 1821, οι κάτοικοι του Καινούργιου έκτισαν στην ίδια θέση καινούργια σπίτια (Δ. Μάγος). Επιδόθηκαν στην οικιστική εξέλιξη του οικισμού, με σκοπό την ανοικοδόμηση και ανάδειξή του σ' ένα σύγχρονο και σπουδαίο χωριό. Νέοι τύποι κατοικιών διαμορφώνονται. αποτέλεσμα συμβολής πολλών παραγόντων, όπως το κλίμα, οι ασχολίες των κατοίκων, οι οικονομικές δυνατότητες, η ποιότητα των υλικών, αλλά και η ποιότητα των μαστόρων. Κυρίαρχο στην περιοχή το αγροτικό στοιχείο και η επιβίωση στηριγμένη καθ΄ολοκληρία στην αγροτική παραγωγή.
Κατασκευάστηκαν, λοιπόν, κατοικίες των πλούσιων γαιοκτημόνων, των νοικοκυραίων, ανώγειες οικοδομές με εξωτερική σκάλα, σκεπαστή λότζα (ηλιακωτό), με μια μεγάλη σάλα, που ήταν μαζί καθιστικό και αίθουσα υποδοχής και ένα ή δύο υπνοδωμάτια. Το ισόγειο (κατώι) ήταν το κελάρι και όχι σπάνια χωρισμένο σε δυο δωμάτια, απ' τα οποία το ένα χρησίμευε για καθιστικό και το άλλο για κελάρι
Διαφορετικός τύπος ήταν οι απλές κυβόσχημες οικοδομές με εσωτερική σκάλα, χωρίς κανένα εξωτερικό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
Όσο για τις κατοικίες των φτωχότερων τάξεων μικροϊδιοκτητών γης επίμορτων καλλιεργητών ή μεροκαματιάρηδων τεχνιτών, αυτές ανήκαν στον απλούστερο τύπο χωρικής κατοικίας. Ισόγειες μονόχωρες ή το πολύ με δύο δωμάτια, χωρίς ταβάνι και με χωμάτινο δάπεδο, εξασφάλιζαν υποτυπώδη στέγη στους ένοικους. Υπήρχαν βεβαίως, και αρκετές φτωχικές κατοικίες. Πλινθόκτιστες.
Το χώμα της περιοχής ήταν κατάλληλο για ωμές πλίνθους, δομικό υλικό συνηθισμένο σε καμπίσιες περιοχές, όπου σπανίζει η πέτρα.
Οι ανώγειες και οι κυβόσχημες οικοδομές κατασκευάστηκαν με πέτρα, την οποία μετέφεραν με βόδια από το Θέρμο. Επάνω σε σβάρνες. Η ντόπια πέτρα, ψαμμόλιθος, ήταν ελάχιστη και εύκολα απολεπιζόταν και αποσαθρωνόταν. Ο ασβέστης για τους πολλούς δύσκολο να μεταφερθεί από τα ασβεστοκάμινα, δύσκολη και η μεταφορά καθαρής άμμου. Απ’ τους πολλούς έλειπαν τα δομικά υλικά.
Στην κατασκευή των πέτρινων κατοικιών δούλεψαν Ηπειρώτες μάστοροι, καλλιτέχνες, που οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, καθώς η Άρτα και η Ήπειρος δεν ανήκαν ακόμη στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Υπήρχαν κατοικίες που έφεραν μερικά νεοκλασικά στοιχεία, όπως ακροκέραμους, κορνιζώματα, γεισίποδες, εσωτερική διακόσμηση οροφών-οροφογραφίες (οικία Γ. Σοροβού. έτος κατασκευής 1869 και οικία Θεδ. Σοροβού, έτος κατασκευής 1825)».
Λίγο πιο μετά, «… η δόμηση συνεχίστηκε και στο «Νέο» Καινούργιο, χαράκτηκε πλατιά λεωφόρος, δημιουργήθηκαν βασικοί άξονες γύρω απ΄ τους οποίους πραγματοποιήθηκε η παραπέρα οικιστική ανάπτυξη, έγιναν έργα υποδομής, πλατείες και καταστήματα».
Το ιστορικό χωριό – Παλιό Χωριό – όπως παρέμεινε να λέγεται η Παλαιοχώρα, δυστυχώς εγκαταλείφθηκε και δεν αξιοποιήθηκε εις ανάμνηση των πατεράδων και των παππούδων μας.
Επιμέλεια – φωτογραφίες: Γιώργος Πανταζόπουλος
Πηγές:
- Ευχαριστίες προς τον κ. Κώστα Λούκα (Καινούργιο) για την πολύτιμη βοήθειά του.
- Αποσπάσματα από τον Α΄ Τόμο του βιβλίου της Αλεξάνδρα Σούφλα – Καρρά, με τίτλο: «Τοπική Ιστορία Δήμου Θεστιέων Αιτωλίας» (Εκδ. Πασχέντη, 2022) Αγρίνιο
- Βικιπαίδεια (Wikipedia)
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF_%CE%91%CE%B9%CF%84%CF%89%CE%BB%CE%BF%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BD%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82