Δεν είναι το σπουδαιότερο κομμάτι του. Δεν έγινε σύμβολο, δεν έστειλε πολύτιμα και βαθιά πολιτικά μηνύματα, δεν είναι έργο κάποιου σπουδαίου ποιητή απ’ αυτά που τόσο μοναδικά είχε μελοποιήσει. Είναι σίγουρα όμως ένα από τα πιο γλυκά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη.
Ένα απ’ αυτά που αγαπηθήκαν περισσότερο από τον ελληνικό λαό. Και ας μην ξέρει η μεγάλη πλειοψηφία όσων έχουν μουρμουρίσει την οικεία μελωδία και τον παιχνιδιάρικο στίχο το… πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται!
Ποιος από εμάς λοιπόν δεν έχει τραγουδήσει (ή δεν αποτελεί κλασικό άκουσμα των παιδικών του χρόνων) «η Μαργαρίτα η Μαργαρώ»; Το περίφημο «περιστεράκι στον ουρανό», όπως παρομοιάζεται στη συνέχεια; Αλλά και πόσοι γνωρίζουν ποια είναι πραγματικά η έμπνευση του εμβληματικού συνθέτη για ένα από τα δημοφιλέστερα και σίγουρα το πιο προσωπικό από τα τραγούδια του; Είναι η κόρη του, Μαργαρίτα-Ασπασία και η γέννησή της το 1958…
Ζώντας ακόμα στο Παρίσι ο Μίκης έγραψε το κομμάτι με αφορμή το ευτυχές γεγονός. Οι στίχοι ήταν σαν ένα «παιχνίδι» με τη σύζυγό του, Μυρτώ (όπου την πείραζε ότι η νεογέννητη κόρη έχει πάρει τη θέση της στην καρδιά του). Έμειναν όμως στα συρτάρια του για σχεδόν δυο χρόνια. Κι όταν ήρθε στην Ελλάδα δυο χρόνια αργότερα αποφάσισε πια να το μελοποιήσει.
Συνεργάστηκε λοιπόν με τον τεράστιο Μανώλη Χιώτη, βρήκε την τέλεια ερμηνεία στις φωνές των Γρηγόρη Μπιθικώτση-Αντώνη Κλειδωνιάρη και η «Μαργαρίτα Μαργαρώ» είχε ξεκινήσει ήδη το ταξίδι της στον χρόνο.
Το επόμενο έτος, εξάλλου, θα ξεκινούσε η εκτόξευση του τραγουδιού ως ένα από τα πιο αγαπημένα της εποχής: Μέσω της ταινίας «Ποια είναι η Μαργαρίτα». Επρόκειτο για μια κωμωδία (σε σενάριο Γιάννη Δαλιανίδη και σκηνοθεσία Ντίμη Δαδήρα), όπου πρωταγωνιστούσε η σπουδαία Τζένη Καρέζη, έκανε την πρώτη του εμφάνιση ο Γιάννης Φέρτης και έπαιζαν ακόμα ηθοποιοί όπως οι Θανάσης Βέγγος, Δημήτρης Νικολαΐδης, Κούλης Στολίγκας και Στέφανος Ληναίος.
Έμεινε στην ιστορία λοιπόν η σκηνή της ποδηλατάδας, όπου η Καρέζη και ο Φέρτης τραγουδούν ντουέτο στους δρόμους της Κω «η Μαργαρίτα η Μαργαρώ». Ήταν μια εκτέλεση που έμελε ν’ αγαπηθεί εξίσου από το κοινό. Χαρακτηριστικό, δε, της απήχησης του κομματιού ήταν ότι η μελωδία του ακούγεται σε μια ακόμα πιο γνωστή ταινία της ίδιας χρονιάς, τη «Συνοικία το όνειρο».
Ακόμα πιο πολύτιμο όμως (πέρα από την καλλιτεχνική του αξία) το συγκεκριμένο τραγούδι έχει αποδειχθεί και για έναν ακόμα λόγο. Διότι στο ξεκίνημα της συνεργασίας με τον Θεοδωράκη οι Χιώτης και Μπιθικώτσης ήταν επιφυλακτικοί. Όταν άκουσαν στην πρώτη τους συνάντηση τις μελωδίες του «Επιταφίου» (γυμνές και αστόλιστες μαζί με τις ποιητικές υπερβασίες του Ρίτσου), νόμισαν πως επρόκειτο για κάποιον ψωνισμένο καλλιτέχνη. Κλείνοντας λοιπόν το μάτι ο ένας τον άλλο πήγαν στην τουαλέτα για τις τελικές συνεννοήσεις:
«Θα ξεφτιλιστούμε, Μανώλη», του είπε ο Μπιθικώτσης.
«Θα ξεφτιλιστούμε, έχεις δίκιο», συμφώνησε ο Χιώτης.
«Πάμε να φύγουμε πριν να είναι αργά».
«Κάτσε ρε συ Γρηγόρη, για να τον σπρώχνει έτσι αυτή η γάτα ο Λαμπρόπουλος (σ.σ. ο διευθυντής της «Columbia» που τους είχε κανονίσει τη συνάντηση) κάτι βλέπει που δεν βλέπουμε εμείς. Κάτσε να τα στολίσω με το μπουζούκι, όπου χρειάζεται, και μετά μου λες».
Όπως αποκάλυψε αργότερα ο Μπιθικώτσης, αυτό που τους κράτησε ήταν δύο επιπλέον τραγούδια του Μίκη που είχε ακούσει: Το «Μάνα μου και Παναγιά» και το «Μαργαρίτα Μαργαρώ»…