Από την πρώτη ταινία της Φίνος φιλμ, τη «Φωνή της καρδιάς» το 1943, ξεχώρισε ως ρόλος και θεματολογία, το πρότυπο του πατέρα.
Οι εμβληματικοί πατεράδες τού Ελληνικού σινεμά, ήταν σκληροί, καλοσυνάτοι, αδιάλλακτοι, ενοχικοί. Κυριάρχησαν στα καρέ των παλιών ταινιών και ήταν όλοι ξεχωριστοί. Μέσα από αυτούς οι θεατές ταυτίστηκαν μαζί τους και ενδεχομένως είδαν στην οθόνη κάτι από τον δικό τους πατέρα.
Ο εμβληματικός Αιμίλιος Βεάκης, στη μοναδική του εμφάνιση στον κινηματογράφο, ερμηνεύει στη «Φωνή τη καρδιάς» έναν πατέρα που έρχεται από τα βάθη τού παρελθόντος.
Ο Κυρ-Σπύρος μόλις έχει βγει από τη φυλακή όπου εξέτισε για 15 χρόνια την ποινή του, για τη δολοφονία του εραστή της γυναίκας του. Η πρώην σύζυγος έχει ξαναπαντρευτεί, η οικογένεια έχει αλλάξει κοινωνική ταυτότητα και ζει κοντά στην αριστοκρατία. Ο ίδιος, θυσιάζεται για να μην μάθει η κόρη την ταπεινή καταγωγή της.
Ένας άλλος πατέρας, που η κοινωνία αποκαλούσε «μεθύστακα», χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή στον ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Πρόκειται για τον Ορέστη Μακρή που έχει χάσει τον μονάκριβο γιο του στο έπος του ’40 στα βουνά της Αλβανίας και πνίγει τον πόνο του στο ποτό. “Ως Έλλην είμαι υπερήφανος για τη θυσία του παιδιού μου. Ως πατέρας όμως”;
Ο πληγωμένος πατέρας, θρηνεί για την απώλεια του γιού του, καταντάει μεθύστακας και περίγελος της γειτονιάς, ενώ η κόρη του και η αδελφή του μάταια προσπαθούν να τον συνεφέρουν. Όταν η κόρη του ερωτεύεται έναν πλούσιο νεαρό, προσπαθεί να ξεπεράσει την εξάρτησή του, για να μην εκτεθεί στην οικογένεια του νεαρού, αλλά αποτυγχάνει…
Στις ταινίες συνήθως, τα παιδιά, αγόρια ή κορίτσια, μεγαλώνουν με τον πατέρα και πολύ συχνά στη θέση της μητέρας βρίσκεται η θεία.
Η ίδια αυτή συνθήκη ισχύει για τον Ορέστη Μακρή και το «Αμαξάκι» του Ντίνου Δημόπουλου. Εκεί, έχουμε τη συγκρουσιακή σχέση με τον ανερμάτιστο γιο του Στέφανο Στρατηγό, τον οποίο μάλιστα τον πληρώνει για να τον ακούσει. Του πετά τις οικονομίες του κατά πρόσωπο, μιας κι ανακαλύπτει πως τον έκλεψε.
Ο Χρήστος Τσαγανέας στο φιλμ του Νίκου Τσιφόρου «Ο Θόδωρος και το δίκανο» είναι ο συμπαθητικός πατέρας της αλλοπρόσαλλης Ρούλας, που, άσχετα από τον «ρου των γεγονότων» συμβαδίζει με τις ιδέες της νεολαίας. Στο πλάι του, ο δύσκαμπτος Μίμης Φωτόπουλος ως Θεόδωρος έρχεται σε πλήρη αντίστιξη. Ωστόσο, το δίκαννο υπάρχει μόνο στα λόγια και χωρίς κόκορα.
Στο τέλος της ταινίας όλοι συμβιβάζονται. Ο Τσαγανέας όμως, συνήθως δεν ήταν έτσι. Από την «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» ακόμη, υποδύεται τον σκληρό και αδιάλλακτο πατέρα που θα τολμήσει να σηκώσει και χέρι μάλιστα στην κόρη του προκειμένου να επιβάλλει “τα θέλω του”.
Τα πρώτα χρόνια του Ελληνικού σινεμά που δεν υπήρχαν παραδοσιακά κινηματογραφικοί ηθοποιοί, αναγκαστικά για τις ταινίες δανείστηκαν τους ήδη καθιερωμένους ηθοποιούς του θεάτρου που όλοι τους ήταν μιας ηλικίας. Ο Μακρής, ο Λογοθετίδης, Ο Διανέλλος, ο Τσαγανέας, ο Ζερβός. Μοιραία το κέντρο βάρος του σεναρίου έπεφτε επάνω τους ως πατεράδες, σε πρώτο πλάνο.
Από το 1960 κι έπειτα, που αναδύθηκε μια νέα γενιά ηθοποιών το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε στη νεολαία και οι πατεράδες, η παλιά γενιά, πέρασε σε δεύτερο πλάνο. Παράλληλα όμως, για να αντιμετωπίσουν το οργιώδες και αχαλίνωτο θυμικό των νέων σκλήρυναν ακόμη περισσότερο την στάση τους.
Ο Λαυρέντης Διανέλλος, το 1961, είναι ο αγανακτισμένος πατέρας στον «Κατήφορο» του Γιάννη Δαλιανίδη με την αστική προβληματική. Εκεί δέρνει ανηλεώς την κόρη του, Νίτσα Μαρούδα, φωνάζοντας «δεν θα κάνω εγώ την κόρη μου πουτάνα». Την ίδια χρονιά όμως, στην ηθογραφική «Μανταλένα» είναι ο μειλίχιος και καλοκάγαθος νησιώτης πατέρας της Αλίκης.
Ο Παντελής Ζερβός πάλι, με τη μοναδική πλαστικότητα που είχε να ελίσσεται ανάμεσα σε κωμωδία και σε δράμα, στον «Κατήφορο» τον βλέπουμε να χαστουκίζει την κόρη του Ζωή Λάσκαρη και να εξαπολύει μύδρους στο δικαστήριο «κατηγορώντας την Ελισάβετ Νικολάου». Και από την άλλη, στο κείμενο του Δ. Ψαθά ο «Ατσίδας» μας παρουσιάζει τον πατέρα στην πιο κωμική του εκδοχή.
Δυσανασχετεί με τις ερωτικές “αστοχίες” των παιδιών του Λάσκαρη και Ηλιόπουλου. Κι αμέσως μετά, στη «Λόλα» μεταμορφώνεται στον σκληροτράχηλο πατέρα της Καρέζη που για να ξεπλύνει τα πατρικά του κρίματα ετοιμάζεται να «τινάξει την Τρούμπα στον αέρα».
Παράλληλα με αυτούς έχουμε πατεράδες ανώδυνους και γλυκύτατους χωρίς μεγάλες εξάρσεις. Τέτοιοι ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας και ο Βασίλης Αυλωνίτης
Αναμφισβήτητα όμως ο πιο γλυκός και εμφατικός πατέρας του κινηματογράφου ήταν ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος
Ο Νιόνιος, ακόμα και όταν θύμωνε, παρέμενε γλυκός. Κυρίως ως πατέρας της Καρέζη στη «Τζένη Τζένη», «Μια τρελή οικογένεια» και στο «Δις διευθυντής».
Αυτοί ήταν οι εμβληματικοί πατεράδες μας στις ταινίες κι εμείς, δεν έχουμε τι άλλο να κάνουμε από το να ξεχωρίσουμε το ρόλο και την ερμηνεία που μας πηγαίνει, διότι «μωρέ… τι μου θυμίζει…»!