Η εποχή της συνδρομητικής πλατφόρμας έχει επαναπροσδιορίσει τη σχέση μας με την ιδιοκτησία και τα αναλογικά μέσα.
Πάνε κάποιοι μήνες που ψάχνω μια ταινία μικρού μήκους. Η ταινία ήταν πειραματική, πέντε συντελέστριες όλες κι όλες, ανύπαρκτο μπάτζετ, την είχα δει στο YouTube και μετά υπήρχε σε μια συγκεκριμένη σελίδα απ’ αυτές με τις εκατόν ογδόντα διαφημίσεις για φθηνή επιμήκυνση πέους. Έτος παραγωγής 2005. Η τελευταία φορά που την αναζήτησα ήταν το 2014. Πίστευα ότι θα είναι αιωνίως εκεί που την άφησα. Ότι άπαξ και κάτι είναι «στο ίντερνετ», θα παραμείνει εκεί.
Η μικρή μου απώλεια τυχαίνει να συμπίπτει χρονικά με δύο πράγματα: με την αυτοκρατορία της συνδρομής και με την αναγέννηση των αναλογικών μέσων. Ίσως το «συμπίπτει» να είναι ανακριβές. Περισσότερο προκύπτει φυσικά, σαν λογικό επόμενο των δυο αυτών τάσεων. Η συνδρομή είναι ενοικίαση, το αναλογικό μέσο είναι ιδιοκτησία. Η συνδρομή συνοδεύεται από έναν μόνιμο αστερίσκο: «Αν θες αυτό, θα συνεχίσεις να πληρώνεις όσα σου ζητώ». Αντιθέτως, το αναλογικό μέσο είναι ένα αντικείμενο του οποίου έχεις την πλήρη κυριότητα. Όταν έχεις CD, DVD, σκληρούς δίσκους με ταινίες, στικάκια με τ’ αγαπημένα σου βίντεο και βιβλία, πραγματικά κατέχεις. Όταν έχεις συνδρομές σε πλατφόρμες που φιλοξενούν τίτλους και κομμάτια, είσαι −ενίοτε χωρίς να το καταλαβαίνεις− περαστική στα ίδια σου τα ενδιαφέροντα.
Μεγαλώνοντας, ήμουν ενθουσιασμένη με την ψηφιοποίηση της ζωής μου. Το ταπεινό CD έγινε MP3 και το φορητό CD player μου αντικαταστάθηκε μ’ ένα μικροσκοπικό MP3 player που χωρούσε τη ζωή μου όλη. Και μετά δεν χρειαζόμουν καν αυτά, είχα τα πάντα στο κινητό μου, όλα όσα ήθελα ήταν κατεβασμένα. Και μετά, ακόμη μεγαλύτερη ευκολία, με το Spotify δεν χρειαζόταν καν να κατεβάσω κάτι, όλα ήταν ήδη εκεί κι εγώ απλώς μπορούσα να έχω πρόσβαση όποτε ήθελα. Στις ταινίες ήταν ακόμη καλύτερο. Τέρμα τα γδαρμένα CD που δεν έπαιζαν. Τέρμα τα DVD players που δεν υπάκουγαν στο «πίσω» και το «μπροστά» και οι ανεξήγητες μπλε οθόνες. Τέρμα τα πέρα δώθε στο βίντεο κλαμπ, τέρμα οι αγορές από πλανόδιους, τέρμα όλα γενικά. Επανάσταση λέμε, ευκολία αδιανόητη, όλα στα πόδια μου.
Έτσι πέρασαν τα χρόνια και βρέθηκα, εν αγνοία μου, στη δυσάρεστη θέση της ψηφιακής ενοικιάστριας που θεωρούσε εαυτόν ιδιοκτήτρια. Δεν είχα πολυσκεφτεί ότι τα πράγματα μπορούν κάποτε να εξαφανιστούν. Η ιδέα που είχα για τον κόσμο ήταν ότι, αν κάτι υπάρχει στον ψηφιακό χώρο, υπάρχει για πάντα. Μπορεί ν’ αλλάξει μέρος, αλλά είναι «κάπου». Αποκλείεται κάτι να είναι και μετά να μην είναι. Στο ίντερνετ είχα εναποθέσει ένα «για πάντα» θρησκευτικής υφής. Αυτή μου η αφέλεια εκφράστηκε και μ’ έναν ακόμη τρόπο: θεωρούσα εκείνους που επιμένουν στη συλλογή αναλογικών μέσων λίγο φετιχιστές με την ύλη και οπωσδήποτε χομπίστες. Γιατί να πιάνουν χώρο όλ’ αυτά στο σπίτι σου; Γιατί να πληρώσεις 30 ευρώ για ένα CD όταν μπορείς να ακούσεις δωρεάν όλο το άλμπουμ; Γιατί να μπλέκεις με ξεσκόνισμα αντικειμένων, επιδιόρθωση συσκευών και μικροεπισκευές των λοιπών αξεσουάρ όταν μπορείς να βρεις στο ίντερνετ κυριολεκτικά τα πάντα;
Τώρα τους ανθρώπους αυτούς και την ορθή κριτική τους για το πώς σχετιζόμαστε με την κουλτούρα τα βλέπω σαν καμπανάκια βέβαιου κινδύνου που τα άκουγα σαν ενοχλητικές κόρνες. Η σύνδεση μιας μεγάλης μερίδας κόσμου με την ιδιοκτησία καταρρέει κι αυτό δεν αφορά μόνο την πρώτη κατοικία. Αφορά την ουσία της ψυχαγωγίας και το πώς αλληλεπιδρούμε με τα πολιτισμικά προϊόντα που βρίσκουμε αξιοσημείωτα, σπουδαία ή απλώς διασκεδαστικά.
Εναποθέτοντας την επιθυμία μας να παρακολουθήσουμε περιεχόμενο στις πλατφόρμες ή στο ίντερνετ, αφήνουμε κατά λάθος το βάρος να πέσει γενικά στο να δούμε «κάτι» και όχι κάτι συγκεκριμένο. Πάντα μια σειρά μπορεί να απομακρυνθεί από μια πλατφόρμα, μια ταινία να εξαφανιστεί από κάθε γωνιά του ίντερνετ∙ εκεί που κάποτε ήταν μια εξαιρετική διασκευή τώρα να βρίσκεται μια μαύρη σελίδα που γράφει «ο χρήστης έκανε ιδιωτικό αυτό το βίντεο», ένα κανάλι μπορεί απλώς να διαγραφεί. Η ψηφιοποίηση των αγαθών αυτών έχει κλονίσει την αποκλειστική σχέση με το ορισμένο, το δικό μας, αυτό στο οποίο επιστρέφουμε. Ταυτόχρονα, όταν κάτι δεν μας ανήκει, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα αν αργότερα αλλάξει. Μπορεί μια αγαπημένη ταινία να αρχίσει να κυκλοφορεί με κομμένες σκηνές επειδή την τάδε δεκαετία αποφασίσαμε ότι τα όσα απεικονίζονταν δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτά. Μπορεί ένας ηθοποιός να αντικατασταθεί ψηφιακά επειδή η εταιρεία παραγωγής αποφάσισε ότι αυτή είναι η σωστή αντίδραση στη δημοσίευση κάποιας εγκληματικής του πράξης. Οι μοναδικοί άνθρωποι που έχουν άμυνες απέναντι στην αυθαιρεσία των «τροποποιήσεων» ή των εξαφανίσεων είναι εκείνοι που πλήρωσαν για να αποκτήσουν ένα υλικό αντίτυπο. Όλοι οι υπόλοιποι πραγματικά δεν έχουμε τίποτα.
Η μέρα που διαπίστωσα ότι η ταινία που τόσο πολύ αγάπησα δεν έγινε ποτέ «δική μου» ήταν η μέρα που κατάλαβα πολλά άρθρα σχετικά με την κουλτούρα. Πρόσφατα είχα διαβάσει ένα κείμενο που έγραφε ότι πολλοί νέοι μουσικοί δεν βγάζουν ποτέ φυσικό δίσκο, συνεργάζονται αποκλειστικά με πλατφόρμες που λειτουργούν συνδρομητικά ή, αν η αγορά μπορεί να πραγματοποιηθεί, παραμένει ψηφιακή. Σκέφτηκα «μα καλά, ποιος αγοράζει ακόμη δίσκους». Tώρα σκέφτομαι «πώς είναι δυνατόν να πιστέψαμε ότι είναι καλή ιδέα να εναποθέσουμε τη σχέση μας με την τέχνη και την καλλιτεχνική δημιουργία σε ισχυρούς μεσίτες που την έχουν δει φεουδάρχες;». Άλλο κείμενο μιλούσε για την τάση της Gen Z να αγοράζει αναλογικά μέσα. Το απέδωσα στη φυσιολογική ανάγκη των νέων να κάνουν roleplay ως περασμένη γενιά. Τώρα το βλέπω σαν μια πραγματική αντιπρόταση στο πώς ζούμε σήμερα και τη συνειδητοποίηση ότι το «ανήκειν» δεν είναι, ούτε πρέπει να γίνει ξεπερασμένο.
Το «να μην έχεις» τρεντάρει. Είναι εύκολο να βρεις αφηγήσεις του στυλ «προτιμώ να ταξιδέψω όλο τον κόσμο από το ν’ αγοράσω σπίτι», «η αγορά κατοικίας σε περιορίζει, ο ελεύθερος άνθρωπος είναι όπου γης και πατρίς», «γιατί ν’αγοράσω ένα CD στα 30 ευρώ όταν έχω πρόσβαση σε ό,τι θέλω με 8», «πέτα όσα περισσότερα μπορείς, γιατί η ηρεμία βρίσκεται στον μινιμαλισμό». Ανάλογα με το τι καταναλώνεις, εύκολα μπορείς να δεις την ιδιοκτησία ως ένα ψυχικό βάρος, και όταν αυτή μεταφράζεται σε ιδιοκτησία αναλογικών μέσων, να τη δεις ως χρήματα, έξτρα καθάρισμα και πιάσιμο χώρου σε ένα ήδη μικρό σπίτι. Μέσα σ’ ένα κλίμα που ταυτίζει την ελευθερία με τον μινιμαλισμό και τους ψηφιακούς νομάδες, σε μια συνθήκη στην οποία έχει κανονικοποιηθεί ακόμη και η αγορά συνδρομής σε ένα απαραίτητο πρόγραμμα υπολογιστή έναντι της αγοράς μια κι έξω, φαίνεται πως η ιδιοκτησία έρχεται να ανταλλαχθεί με την αφθονία. Πληρώνεις λιγότερο για όλα, αντί να πληρώνεις πολύ για ορισμένα.
Κι έτσι, καταλήγεις να νοικιάζεις, πιστεύοντας ότι κατέχεις. Μέχρι να χάσεις και να συνειδητοποιήσεις ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, γιατί αυτό που έχασες δεν ήταν ποτέ δικό σου.
Πηγή: Λασκαρίνα Λιακάκου για τη lifo.gr