Πώς τα αγγλικά έχουν ενταχθεί στο καθημερινό μας λεξιλόγιο ανεξαρτήτως ηλικίας.
Συμβαίνει παντού και συμβαίνει συνέχεια. Κάποτε σκεφτόμουν ότι το κάνουμε μόνο «εμείς», όπου το «εμείς» ήταν οι διάφορες φοιτητικές μου παρέες. Δεν πολυέδινα και σημασία, έβγαινε πηγαία.
Μετά άρχισα να το προσέχω. Το άκουσα στη Μαρίνα Φλοίσβου στα σκαλιά, το άκουσα και στα Λιπάσματα Δραπετσώνας. Το άκουσα στη λέσχη βιβλίου μου, το άκουσα και στο διπλανό τραπέζι στα Εξάρχεια, περασμένες τρεις. Στην αναμονή για το θέατρο και στην ουρά του ταχυδρομείου. Απ’ ό,τι φαίνεται, όλοι μιλάμε αγγλικά. Έτσι. Αυθόρμητα.
Αν κάνετε μια βόλτα σε μέρος όπου υπάρχει κόσμος κάτω των early ’30s, αποκλείεται να μην το ακούσετε. Ολόκληρες συζητήσεις για γονείς, για οικονομικά, για ερωτικά, για σχολές, για μελλοντικά σχέδια, όλες στα αγγλικά με αντίστοιχο ηχόχρωμα, φρασεολογία και ντύσιμο της γλώσσας με τα αντίστοιχα ξενικά επιφωνήματα.
Όσο περισσότερο το παρατηρούσα να συμβαίνει γύρω μου, τόσο περισσότερο μ’ ενοχλούσε στον εαυτό μου. Με τις αγγλικές λέξεις να βγαίνουν αυθόρμητα στις κοντινές μου σχέσεις κάθε φορά που η συζήτηση γινόταν πιο προσωπική, αποφάσισα να το συζητήσω μπας και καταλάβω πώς, χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση, μιλάμε μια ξένη γλώσσα λες και είναι η «πραγματική» μας. Και γράφω «πραγματική» και όχι «μητρική», επειδή η χρήση της μοιάζει να σχετίζεται με την ανάγκη μας να πούμε κάποια αλήθεια που μοιάζει δυσπρόσιτη στα ελληνικά.
Πρόσφατα βρέθηκα στο σπίτι του Σ. που ετοιμάζεται να μετακομίσει επ’ αόριστον σε μακρινή χώρα. Μου μίλησε επί 45 λεπτά για τα άγχη του, με λεπτομέρεια, με λεπτεπίλεπτες διακρίσεις ανάμεσα σε περίπλοκα συναισθήματα, με καλοζυγισμένες προτάσεις που έκαναν τη διάκριση μεταξύ θαρραλέων αποφάσεων και πράξεων ορμώμενων από τον φόβο. Στα αγγλικά. Όταν τελειώσαμε το ξεψάχνισμα του θέματος που τον απασχολούσε, του είπα «Να σου πω, αγόρι μου, όλο αυτό γιατί δεν μου το είπες στα ελληνικα;». «Ε, δεν είναι το ίδιο».
Μιλούσαμε με τη Γ. για την εκλογή Τραμπ και τα δικά μας κουμάσια εδώ και όταν θέλησε να μου μιλήσει για τον φόβο που έχει ότι αν η αδελφή της μείνει έγκυος, οι γονείς της θα την εμποδίσουν να κάνει έκτρωση και θα την πείσουν να γεννήσει, προτίμησε την αγγλική. Της είπα μετά «αυτό το συγκεκριμένο γιατί μου το ’πες στ’ αγγλικά;». «Έτσι μου βγήκε, ξέρω ’γω;».
Η Τ. και ο Χ. είναι 9 χρόνια μαζί. Πιο πολύ μιλάνε αγγλικά παρά ελληνικά όταν είμαστε διακοπές. Ρώτησα την Τ., της λέω «το ’χεις προσέξει ότι το κάνετε;». «Ναι. Μαλώνουμε πολύ στα ελληνικά και είναι πιο “σοβαρά”, με πιάνει κατάθλιψη. Όταν όλα είναι καλά, μιλάμε αγγλικά κάπως αυτόματα. Στα ελληνικά είναι το τραύμα».
Η Σ. με βρήκε στη Μαβίλη να μιλάω στο τηλέφωνο. «Με ποιον μιλούσες;» «Με τον Π.». «Μα μιλούσες αγγλικά». «Έτσι κάνουμε». «Γιατί;» Έλα ντε. Έκατσα και της εξήγησα στα γρήγορα. «Θλιβερό μου φαίνεται. Γιατί να το κάνετε αυτό; Είναι και πολιτικό το ζήτημα, η γλώσσα είναι εξουσία, την παραχωρείτε πολύ εύκολα, μου φαίνεται».
Έχουν περάσει χρόνια που σκέφτομαι αυτό το ζήτημα. Που μεταφράζω από τ’ αγγλικά στην ίδια μου τη γλώσσα για τα κείμενά μου και σκέφτομαι «στα ελληνικά φαίνεται φυσική αυτή η έκφραση;». Πόσες και πόσες φορές δεν ξεφεύγουν αγγλισμοί στο γραπτό, συντακτικά σχήματα ανύπαρκτα και λέξεις κακοβαλμένες.
Μέχρι και ελληνικά βιβλία μοιάζουν να έχουν επηρεαστεί από τη χρήση αγγλισμών, βρίσκω καμιά φορά αποσπάσματα που θυμίζουν google translate ή επί λέξει μετάφραση περιφράσεων. Απ’ τη δική μου μεριά, γράφω κάτι και στέλνω σε συναδέλφους «αυτό το λέμε;».
Αναζητώντας την απάντηση στο γιατί, άκουσα πολλές θεωρίες. Γιατί, λέει η Μ., βλέπουμε σειρές στ’ αγγλικά, γιατί το χιούμορ μας είναι μεταφρασμένο λόγω memes, γιατί τ’ αγγλικά έχουν αυτήν τη συμπυκνωμένη ευκολία όπου λέξεις όπως «cringe», «creepy», «relatable», «same» σημαίνουν κόσμους ολόκληρους κοινής κατανόησης του γίγνεσθαι και όχι απλώς αυτό που λέει το λεξικό.
Γιατί, λέει η Χ., ετών 13, «στ’ αγγλικά δεν είναι όλα τόσο σοβαρά. Και αυτό είναι συμφωνημένο, το ξέρουμε όλες. Είναι άλλο το “miss you” και άλλο το “μου λείπεις”». Γιατί, λέει η 28χρονη ακαδημαϊκός Α., «όλη μου η δουλειά είναι στ’ αγγλικά κι ας είναι για ελληνικό πανεπιστήμιο. Διαβάζω αγγλικά, γράφω αγγλικά, σκέφτομαι αγγλικά. Μετά θα βγω και θα μιλήσω ελληνικά; Give me a break». Και, σύμφωνα με τον Σ., που θα μετακομίσει σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, «στ’ αγγλικά είμαι πιο αληθινός. Δεν κουβαλάνε το φορτίο των ελληνικών. Στα ελληνικά οι λέξεις μού θυμίζουν όταν ήμουν κάποιος άλλος».
Εγώ απ’ την άλλη, σκέφτομαι όλ’ αυτά κι ένα ακόμη: η γλωσσομάθεια είναι για τη συνείδηση ό,τι τα ταξίδια για την ψυχή. Και είναι πια γνωστό ότι ανάλογα με τη γλώσσα που μιλά κάποιος, βγαίνει και διαφορετική απόχρωση του χαρακτήρα του. Ποιος δεν ψάχνει να ξεφύγει; Έχουμε ένα εργαλείο, πολύ άμεσο, που μας επιτρέπει να ξεσκονίζουμε τους ώμους μας απ’ το βάρος της γλώσσας μας. Μιας γλώσσας φορτισμένης, έντονης, πλούσιας και ιστορικής. Κοντολογίς, όταν δεν θέλουμε να είμαστε αυτό που είμαστε στα ελληνικά, μπορούμε απλώς να γίνουμε άλλες με μια αλλαγή γλώσσας.
Στην πορεία των ετών που έχω αυτήν τη συζήτηση, αυτό που μ’ έχει εντυπωσιάσει είναι το πόσες φορές η χρήση της αγγλικής περιγράφεται με τα επίθετα «πιο αληθινή» και «πιο ανάλαφρη». Ανάλογα με τον ομιλητή, τα αγγλικά κάνουν έναν άνθρωπο να βγάλει προς τα έξω πιο δύσκολα συναισθήματα ή συντηρούν ένα ευχάριστο, επιφανειακότερο κλίμα. Πάντως μεταξύ ελληνικών και αγγλικών υπάρχει μια σχέση «αλήθειας» και «επιτελεστικότητας». Διαλέγεις τι γλώσσα θα μιλήσεις ανάλογα με το αν θες να «είσαι» ή αν θες να «κάνεις ότι είσαι».
Βλέπω την υποτίμηση −κατανοητή ως έναν βαθμό− με την οποία αντιμετωπίζουν προηγούμενες γενιές αυτήν τη στροφή στη χρήση της αγγλικής και σκέφτομαι πως αγνοούν εντελώς τις αιτίες και επικεντρώνονται στο αποτέλεσμα. Οι αιτίες συμπυκνώνονται στο «κάτι ψάχνουμε να βρούμε». Και επειδή δεν το βρίσκουμε στη γλώσσα μας, κάνουμε μικρές μεταναστεύσεις προς γλωσσικούς τόπους στους οποίους φαντασιωνόμαστε ότι λέμε ακριβώς αυτό που εννοούμε.
Πηγή: Λασκαρίνα Λιακάκου - lifo.gr