Το ρεμπέτικο τραγούδι, πριν φτάσει στα «σαλόνια» και κάποια στιγμή γίνει και μόδα, γεννήθηκε μέσα στις λάσπες. Μέσα σε σκοτεινούς τεκέδες που το ταβάνι τους είχε καλυφθεί από καπνούς.
Όταν η μουσική σταματούσε, ακουγόταν μόνο ο ήχος από τα κομπολόγια. Οι μάγκες, μετρούσαν με αυτά τους καημούς τους.
Όποιος σηκωνόταν να χορέψει, άφηνε την ψυχή του πάνω στην πίστα. Έχοντας το καπέλο του στραβά και το σακάκι ριχτό πάνω στον ένα ώμο. Μυσταγωγία ολόκληρη.
Δεν μπορούσες να ήσουν ρεμπέτης αν δεν το έλεγε η καρδούλα σου. Μπροστά στα μάτια σου, άλλωστε, τα μαχαίρια έβγαιναν «για πλάκα» και για το τίποτα.
Το ρεμπέτικο δεν είναι ένα απλό είδος μουσικής. Είναι η μια ολόκληρη ιστορία η οποία σε πολλά της σημεία τέμνεται από την ιστορία της χώρας. Άνθρωποι όπως ο Μπαγιαντέρας, που πέθανε μια ημέρα σαν σήμερα, στις 18 Νοεμβρίου 1985, είναι αυτοί που έχτισαν τον θρύλο αυτής της μουσικής.
Ο «Ραψωδός της αντίστασης»
Ο Δημήτρης Γκόγκος γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1903, στο Χατζηκυριάκειο. Μια από τις πιο «ζόρικες» γειτονιές του Πειραιά. Ο πατέρας του ήταν από τον Πόρο και η μητέρα του από την Ύδρα. Ο υπαξιωματικός του βασιλικού ναυτικού, Γιάννης Γκόγκος έκανε μαζί με τη σύζυγό του 22 παιδιά! Το «στερνοπούλι» του, ήταν ο Δημήτρης.
Πήγε στο σχολείο, το τελείωσε και μετά σπούδασε ηλεκτρολόγος. Αλλά δεν είχε καμία σχέση με όλα αυτά. Εκείνος αγαπούσε τη μουσική. Τη λάτρευε. Πριν καν κλείσει τα 17 του χρόνια, ήξερε να παίζει μαντολίνο και κιθάρα. Είναι η εποχή που άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και αργότερα θα μάθει και μπαγλαμά. Το μπουζούκι ήταν ο μεγάλος του έρωτας.
«Γνωρίστηκαν» όταν ο Δημήτρης Γκόγκος ήταν στη φυλακή επειδή όντας φαντάρος συνελήφθη και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών επειδή προμήθευε με εκρηκτικά φίλους του ψαράδες! Όταν βγήκε από τη φυλακή, άρχισε να χτίζει το όνομά του. Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Έτσι απέκτησε και το παρατσούκλι του.
Τη δεκαετία του 1930 είναι πλέον ένα αναγνωρίσιμο όνομα στα ρεμπέτικα στέκια του Πειραιά. Σε όποιο στέκι και να έπαιζε οι πειραιώτες έκαναν ουρές για να τον ακούσουν. Είναι η περίοδος που συναντά, γνωρίζει και συνεργάζεται με ιερά τέρατα του ρεμπέτικου όπως ο Βαμβακάρης, ο Παγιουμτζής και ο Μπάτης.
Το 1937 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην Columbia με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού» αφιερωμένο στη σύντροφο της ζωής του, καπνεργάτρια και στιχουργό Δέσποινα Αραμπατζόγλου.
Πάνω στο απόγειο της καριέρας του ο Δημήτρης Γκόγκος βρίσκεται να «παλεύει» με τον Μπαγιαντέρα. Από τη μια ένας ευαίσθητα κοινωνικά άνθρωπος, έντονα πολιτικοποιημένος. Από την άλλη άνθρωπος της νύχτας. Με κακές παρέες.
Ο Μπαγιαντέρας εθίζεται σε σκληρές ουσίες αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται πως αυτά τα οποία πιστεύει και πρεσβεύει έρχονται σε αντίθεση με την τοξικομανία. Μόνος του αποφασίζει να κλειστεί σε ένα δωμάτιο και ν’ αποτοξινωθεί.
Χρόνια αργότερα, ο Τάσος Σχορέλης στη «Ρεμπέτικη ανθολογία» του θα γράψει γλαφυρά πως «τα έκοψε όλα μαχαίρι. Μέχρι το τέλος της ζωής του δεν κάπνισε ούτε ένα τσιγάρο, δεν ήπιε ούτε πορτοκαλάδα με ανθρακικό»!
Όταν «καθάρισε» από τα ναρκωτικά έγινε μέλος του ΚΚΕ. Στο ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βρέθηκε στα βουνά της Πίνδου. Πολεμάει και γράφει τραγούδια που υμνούν τον ηρωισμό των Ελλήνων φαντάρων, την ελευθερία και την αντίσταση.
«Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια, με τα τσακάλια τριγυρνώ μέρες, αυγές και βράδια. Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα και το ΕΑΜ μεσ’ στην καρδιά, γι’ αυτό θα μπω στο χώμα», τραγουδά στο «σου στέλνω χαιρετίσματα».
Ο μελετητής του λαϊκού μας τραγουδιού Νέαρχος Γεωργιάδης αναφέρει ότι ο Μπαγιαντέρας «συνέθεσε τουλάχιστον μια ντουζίνα τραγούδια για την Αντίσταση, στα οποία αναφέρονται ρητά τα ονόματα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, που τα τραγουδούσε κρυφά κατά τη διάρκεια της Κατοχής και αργότερα».
Ο Μπαγιαντέρας, μάλιστα, έγραψε και τραγούδι για τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, τον θρυλικό Άρη Βελουχιώτη. «Πολέμησε αντάρτη μου, ως πολεμάνε όλοι και με τον Άρη αρχηγό, θα ‘ναι γλυκό το βόλι. Για ντουφέκι δε με νοιάζει, ούτε βάζω πια μαράζι, αρχηγό μου έχω τον Άρη, το λεβεντοπαλικάρι…».
Τυφλώθηκε στο πάλκο ενώ έπαιζε μπουζούκι
Όταν οι Ναζί κατέλαβαν την Ελλάδα, ο Μπαγιαντέρας επέστρεψε στην Αθήνα και μέσω της μουσικής προσπάθησε να βγάλει τα προς το ζην. Τον Ιούνιο του 1941, παίζει μουσική στο Μαρούσι, στο μαγαζί «Πειραιεύς», μαζί με τον Γιάννη Σταμούλη (γνωστό ως Μπιρ-Αλλάχ). Από την αβιταμίνωση του έχει παρουσιαστεί γλαύκωμα.
Δε σταματάει να εργάζεται, ωστόσο, γιατί οι καιροί ήταν δύσκολοι. «Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα.
Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από ‘κει και έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς» είχε πει ο ίδιος ο ρεμπέτης περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο έχασε την όρασή του.
Όταν ήρθε η απελευθέρωση ο Μπαγιαντέρας έζησε μια μεγάλη περίοδο μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση. Για λίγο καιρό θα δουλέψει στα λαϊκά κέντρα και μετά θα βγει στη «σφουγγάρα», δηλαδή θα γυρίζει από στέκι σε στέκι βγάζοντας «δίσκο»!
Όταν έβγαινε για «σφουγγάρα» είχε μαζί του για βοηθούς τις κόρες του, την Αγγελική και την Έλλη. Ανά δύο τραγούδια που έλεγε ο πατέρας τους, οι μικρές γυρνούσαν με ένα πιατάκι τα τραπέζια και μάζευαν όσα χρήματα τους έδιναν οι θαμώνες των μαγαζιών.
Για περίπου 20 χρόνια ο Δημήτρης Γκόγκος ήρθε αντιμέτωπος με την ανέχεια αλλά και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η προσπάθεια αναβίωσης του ρεμπέτικου, που έγινε επί χούντας, ανακούφισε κάπως τη φτώχεια του.
«Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Αποβραδίς ξεκίνησα» (ή «Χατζηκυριάκειο», όπως επίσης είναι γνωστό), «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου», «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «Νυχτερίδα», «Ξαβεργιώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Αλάνι με φωνάζουν», «Γυρνώ σαν νυχτερίδα», «Μ’ έχεις μαγεμένο», «Έλα να μπερμπαντέψεις»,
«H μικρή από το Πασαλιμάνι», «Το τραγούδι της αγάπης», «Η άνοιξις», «Με ξέχασες», «Το πέρασμα», «Μια τράτα Κουλουριώτικη», «Κι αν χωρίσαμε δε φταίω». Είναι μερικά μόνο από τα περισσότερα από 100 τραγούδια που άφησε κληρονομιά ο σπουδαίος αυτός ρεμπέτης. Κάποια από αυτά, μάλιστα, θεωρούνται ακόμα και σήμερα από τα ωραιότερα και μελωδικότερα ρεμπέτικα τραγούδια.
Είναι απ’ τους πρώτους που συμμετείχαν σε συναυλίες στις μπουάτ της Πλάκας, όπου εκτός απ’ τα παλιά θ’ ακουστούν πολλά απ’ τα ανέκδοτα τραγούδια του.
Έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ξαναζωντάνεμα του κλασικού ρεμπέτικου, που ξεκίνησε εκείνα τα χρόνια και συνεχίστηκε απ’ τον Μαρίνο Γαβριήλ (Μαρινάκη), τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον Σπύρο Καλφόπουλο, τον Μπιρ Αλλάχ κ.ά.
Αυτή, όμως, ήταν μια μικρή αναλαμπή. Μετά ο Μπαγιαντέρας βυθίστηκε και πάλι στη φτώχεια. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του αναγκάστηκε ακόμη και να ζητιανέψει για να επιβιώσει. Λίγο πριν το τέλος ζούσε, πλέον, απομονωμένος στο σπίτι του στον Άγιο Ιερόθεο, στο Περιστέρι, έχοντας στο πλευρό του, τη σύζυγό του, την κυρά Δέσποινα.
Τον Οκτώβριο του 1985, ο Μπαγιαντέρας, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εκεί έδωσε γενναία μάχη και κατάφερε να βγει νικητής. Πήρε εξιτήριο και επέστρεψε στο σπίτι του.
Η υγεία του, ωστόσο, ήταν κλονισμένη. Στις 24 Οκτωβρίου μπήκε ξανά στον «Ευαγγελισμό». Αυτή τη φορά είχε ουρολοίμωξη και λοίμωξη του αναπνευστικού. Πάλεψε ξανά αλλά αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε. Μια ημέρα σαν σήμερα, στις 18 Νοεμβρίου 1985 άφησε την τελευταία του αναπνοή σε ένα δωμάτιο του νοσοκομείου.
«Η ζωή μας είναι πολύτιμη. Εγώ λέω της γυναίκας μου: άμα θα πάψω να νιώθω τη ζωή θα πάω να γεμίσω το κρεβάτι μου λουλούδια, θα τα σκορπίσω, θα γράψω ένα τραγούδι και τότε θα σχολάσω…» έλεγε ο ίδιος.