Με αφορμή τον δημόσιο διάλογο για την δολοφονία της Δώρας Ναστούλη, την πολλοστή γυναικοκτονία στο πανελλαδικό κατάστιχο του έμφυλου αίματος, συνειδητοποιήσαμε ότι παλιότερες τοποθετήσεις μας στα social media βιώθηκαν ως επίθεση και υπονοούμενο διαφθοράς από τις κυρίες που συγκρότησαν την συντονιστική επιτροπή της τοπικής φεμινιστική πρωτοβουλίας «Παρούσες».
Όση αξία μπορεί να έχουν οι ετεροχρονισμένες επεξηγήσεις και συγνώμες, νιώθουμε την ανάγκη να πούμε ότι σε καμία περίπτωση δεν καταλογίζουμε στην πρωτοβουλία δόλο ή κίνητρα προσωπικού οφέλους.
Σίγουρα παρεξηγήθηκε ο πολεμικός χαρακτήρας διαμαχών στον οποίον και εμείς και άλλοι έχουμε εκπαιδευτεί στον χώρο της πολιτικής, οι οποίες συχνά παίρνουν διαστάσεις ανθρωποφαγικού χαρακτήρα. Και σε αυτό φέρουμε ευθύνη.
Να πούμε μόνο στις φίλες ότι οι ιδέες και οι πρακτικές βρίσκουν πάντα από μόνες τους τους ανθρώπους που τους ταιριάζουν. Δεν συμβαίνει το αντίστροφο. Μια ματιά στο παρελθόν της αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας λύνει όλες τις απορίες. Μόνον πορωμένοι άνθρωποι, παραφερνάλια της εξουσίας, εκκίνησαν με προσωπική ατζέντα. Τους υπόλοιπους, καθ’όλα καλοπροαίρετους, τους μετέφερε εκεί το ιδεολογικό φορτίο. Οι ιδέες, οι πρακτικές και η καθοριστική τους ισχύ.
Δεν μοιραζόμαστε δημοσίως μια παρεξήγηση. Αξιοποιούμε την ευκαιρία και την πιο πρόσφατη τοπική πείρα ώστε να μπουν κάποια σημαντικά κριτήρια για μια οργανωμένη αντίδραση της κοινωνίας στο συνεχιζόμενο μακελειό πλέον σε βάρος των γυναικών. Μόνον η εβδομάδα που πέρασε είχε δυο δολοφονίες στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας. Της Δώρας στο Αγρίνιο και της Γαρυφαλιάς στην Πάτρα.
Οι κινητοποιήσεις της πρωτοβουλίας είχαν έναν πραγματικά καινοφανή χαρακτήρα. Στο Αγρίνιο να βγαίνουν στο δρόμο, να κινητοποιούνται υπο οποιοδήποτε πλαίσιο, μια ομάδα γυναικών, δεκάδες πολίτες και φορείς για κεντρικοπολιτικό ζήτημα, είναι από μόνο του άθλος. Υπό αυτή την έννοια συγχαίρουμε τις τέσσερις κυρίες που έθεσαν τον εαυτό τους, την προσωπική τους δικτύωση, τον χρόνο και το χρήμα τους στην υπηρεσία μιας υπόθεσης, έξω και πάνω από το προσωπικό τους όφελος. Το κενό της απουσίας τους φωτίστηκε επαρκώς από την τελευταία στυγερή γυναικοκτονία της Δώρας Ναστούλη.
Δεν έχει νόημα να χαιδευόμαστε αναμετάξυ μας όσοι πονάμε μια υπόθεση. Όσες κινδυνεύουμε, όσες κινδυνεύσαμε στο παρελθόν και επιθυμούμε μια φυσιολογική κοινωνική ζωή για όλους. Όσους τελικά μας απωθούν οι έμφυλες διακρίσεις, το έμφυλο έγκλημα και οι πατριαρχικές αντιλήψεις στο σύνολο τους.
Ο στόχος δεν είναι να ακυρώσουμε την ήδη καταγραμμένη παρέμβαση της πρωτοβουλίας «Παρούσες», αλλά αν είναι δυνατόν αυτή να διευρυνθεί, να αποκτήσει βάση, διάρκεια, κοινωνική κρουστικότητα. Η κριτική δηλαδή σημαίνει ταυτόχρονα και διαθεσιμότητα για μια φεμινιστική παρέμβαση σταθερή , λαική που να παράγει αποτελέσματα στο πραγματικό πεδίο και όχι στην επικοινωνία.
Ποιος Φεμινισμός;
Η αλήθεια είναι ότι από επικοινωνία χορτάσαμε. Από την υπόθεση Μπεκατώρου και μετά των ηθοποιών, τα Μ.Μ.Ε, η κυβέρνηση, οι θεσμοί του κράτους, η αυτοδιοίκηση ανέπτυξαν μια φιλοφεμινιστική ρητορική με κέντρο τα επαγγέλματα υψηλού ανταγωνισμού και με βασικό πεδίο ανταπόδοσης τις δικαστικές αίθουσες. Καταγγέλλονταν πραγματικές ή εικαζόμενες πράξεις βίας και οι πατριαρχικές αντιλήψεις ωσάν αυτές να φύτρωσαν, σα να μην αποτελούν συνέχεια της οικονομίας. Δεν υπάρχουν ιδέες και πρακτικές που να ίπτανται επί των κοινωνικών σχέσεων που να μην έχουν κοινωνικές ρίζες, υλική βάση και αίτια.
Εκεί, στην επικοινωνία, στον συμβολισμό, εντάσσουμε τις πρωτοβουλίες δωρεάν παροχής εισιτηρίων σε γυναίκες στον αγώνα Παναιτωλικού Ατρομήτου, την απόπειρα μουσικοθεατρικής παράστασης, το πανό και τις μπλούζες στο γήπεδο κτλ. Μιλούμε βασικά για την κινητοποίηση φιλικών και συγγενικών σχέσεων και επαφών με σημαντικό και γιατί όχι, καλοπροαίρετο παράγοντα της πόλης του Αγρινίου. Θα μπορούσαν κάποιες εξ αυτών των πρωτοβουλιών να γίνουν, αλλά με τρόπο οργανικά συνδεδεμένο με την πρωτοβουλία, π.χ για την κάλυψη οικονομικών αναγκών της και να αποφευχθεί η συνδρομή των Δημοτικών αρχών που αποτελούν ιμάντα διεκπεραίωσης της κυβερνητικής πολιτικής. Μιας πολιτικής που έχει αποτύχει στο μέτωπο της κοινωνικής συνοχής. Δεν πρόκειται για ηθική μομφή, αλλά για πολιτικό έλλειμα που γεννά περιορισμούς και το κυριότερο δεν κοινωνικοποιεί μια υπόθεση, δεν την καθιστά κτήμα ευρύτερου ακροατηρίου δια της συμμετοχής.
Οπότε ερχόμαστε στο πρώτο σημείο μιας ας πούμε κριτικής στις «Παρούσες». Το φεμινιστικό κίνημα καλύπτει ολόκληρο τον αιώνα που πέρασε. Υπάρχουν διάφορες αναλυτικές προσεγγίσεις του θέματος. Πριν δράσει κανείς πρέπει να προσδιορίσει στο περίπου έστω ποια προσέγγιση ενστερνίζεται.
Είναι οι άντρες ευεπίφοροι στη βία; πρόκειται για λανθασμένες απόψεις που κληρονομήσαμε από το παρελθόν και δια της παιδείας θα τις ανατρέψουμε; φταίει η Εκκλησία; η βία κατά των γυναικών είναι τμήμα και εκδήλωση του κοινωνικού ανταγωνισμού, είναι ταξικό θέμα; είναι φύσει παθογένεια του ανθρωπίνου είδους; δεν λέω να στρατοπεδευτεί κανείς σε μια εκδοχή. Άλλωστε το γυναικείο ζήτημα έχει σχετική αυτονομία από κάθε ιδεολογική σκοπιά και όλες οι θεωρητικές προσεγγίσεις του πιάνουν πλευρές της αλήθειας. Η πλήρης απουσία όμως αναφορών δεν χτίζει τίποτα.
Η ιδρυτική πράξη μιας πρωτοβουλίας που διεκδικεί διάρκεια και κεντρική παρέμβαση, δεν μπορεί να είναι άλλη από το άνοιγμα έστω αυτής της συζήτησης. Να μπουν στον δημόσιο διάλογο οι βασικές πιθανολογήσεις για τα αίτια και τον κοινωνικό μηχανισμό του φαινομένου.
Οι Παρούσες παρέκαμψαν αυτό το θεμελιώδες ζήτημα. Θα έπρεπε να οργανώσουν το πρώτο βήμα πριν επιχειρήσουν το σπριντ. Μια βιβλιοπαρουσίαση, μια ημερίδα με καλεσμένους από το φεμινιστικό κίνημα της χώρας και με αναφορές στην φεμινιστική φιλολογία. Ένα βήμα που θα εξασφάλιζε συν τοις άλλοις την ταυτότητα και την πανελλαδική διασύνδεση.
Χωρίς αυτό, η τόσο αναγκαία προσωπική πρωτοβουλία εξελίσσεται σε προσωπική υπόθεση. Αδυνατεί να στρατεύσει και άλλους ανθρώπους, αδυνατεί να διαφωτίσει, να μετατοπίσει τις ιδέες των ανθρώπων. Κυρίως όμως αφήνει ανοιχτό το πεδίο σε αντιδραστικές, βλακώδεις ή βολικές για την εξουσία ερμηνείες της έμφυλης βίας.
Από ποιόν και για ποιόν;
Από την αναλυτική προσέγγιση προκύπτει σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική έδρα και η πρακτική μιας πρωτοβουλίας. Οι Παρούσες διαθέτοντας έδρα στο νομικό χώρο είχαν ένα σημαντικό πλεονέκτημα το οποίο εξανέμισαν αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουν τις γυναίκες ως ενεργό υποκείμενο. Μια πρωτοβουλία για τέτοιο ζήτημα πρέπει να διεκδικήσει ως βάση της τους χώρους εργασίας όπου είναι μαζική η παρουσία γυναικών. Η Υγεία και η Εκπαίδευση είναι δυο βασικοί τέτοιοι χώροι και διαθέτουν σημαντικό ενεργό συνδικαλιστικά και πολιτικά δυναμικό γυναικών απ’ όλες τις παρατάξεις.
Αυτές γιατί δεν ήταν Παρούσες; γιατί να μην μπορούν να γίνουν;
Δεν επιχειρήθηκε η εμπλοκή τους, γεγονός που κόστισε να μην μοιραστούν υποχρεώσεις και διαθεσιμότητα και η πρωτοβουλία να κάτσει. Συζητούμε τώρα, με έναν αύλακα αίματος να μας χωρίζει στο Αγρίνιο από την τελευταία ανάλογη παρέμβαση.
Η κοινωνική έδρα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τα αιτήματα της όποιος πρωτοβουλίας. Απαντά στο κρίσιμο ερώτημα από ποιόν για ποιόν, αλλά και γιατί; ο συνδυασμός μιας νομικής ομάδας με μια συνδικαλιστική και ομάδα γειτονιάς θα ήταν το ιδανικό, το απόλυτο όχημα για αποφασιστική δράση στο πραγματικό πεδίο, αυτό της συνείδησης και των αναγκών της σημερινής γυναίκας.
… και γιατί;
Το τελευταίο σημείο που καθιστά μια παρέμβαση κρουστική και άπτεται των συμμαχιών –συνεργασιών και της ιδεολογικής, αναφοράς είναι το πρόγραμμα, τα αιτήματα. Διαβάζοντας τις ανακοινώσεις της πρωτοβουλίας «Παρούσες» το μόνο αίτημα που προκύπτει και αυτό χωρίς τεκμηρίωση και επεξήγηση, είναι η θεσμική αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως διακριτής νομικής κατηγορίας εγκλήματος.
Διεκδικούμε την αναγνώριση για να περάσουμε σε αυστηροποίηση των ποινών συνολικά για την ανθρωποκτονία; είναι δυνατόν να επιτρέψουμε το γυναικείο κίνημα να γίνει μοχλός συντηρητικών εξελίξεων; να αναδείξει τη φυλακή, τον κολασμό ως το κύριο επίδικο; αυτό ακυρώνει τον χαρακτήρα του ως κίνημα κοινωνικής μεταρρύθμισης.
Διεκδικούμε την αναγνώριση ώστε η γυναικοκτονία να επιφέρει αυστηρότερες ποινές ειδικά στους συγκεκριμένους δράστες; αυτό θα εισήγαγε μια λογική σχετικοποίησης της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας και θα συνιστούσε πλήγμα σε βάρος της ισονομίας των πολιτών. Η ανθρώπινη ζωή έχει την ίδια αξία ανεξαρτήτως φύλου.
Η θεσμική αναγνώριση της γυναικοκτονίας αφορά στην ευελιξία των εισαγγελικών αρχών, στην επάνδρωση της αστυνομίας με ειδικευμένο προσωπικό, στα αντανακλαστικά και στις προβλέψεις του ίδιου του κράτους και του νόμου.
- Ο δράστης της δολοφονίας της Δώρας Ναστούλη έδρασε σε καθεστώς ασφαλιστικών μέτρων. Ένας δράστης που κατά τη σύλληψη του έφερε 3 όπλα τα οποία κατασχέθηκαν, ένας δράστης με διαγνωσμένη επιβαρυμένη ψυχική υγεία που απειλούσε ανοιχτά και δημόσια λίγες μέρες πριν τη δίκη του για κακοποίηση της Δώρας, δεν τέθηκε ποτέ σε διακριτική παρακολούθηση. Μπόρεσε να προμηθευτεί εκ νέου όπλο και δεν κλήθηκε καν στο τμήμα όταν αναρτούσε ανθρωποκτόνες απειλές στα social media.
- Στην περίπτωση της Σαλαμίνας όπου τουφεκίστηκε γυναίκα, η αστυνομία αδυνατούσε να βγάλει ένταλμα για τον κακοποιητή της που έστηνε πλέον καρτέρια έξω από το σπίτι της, γιατί αυτή δεν έκανε μήνυση όταν κατήγγειλε στην αστυνομία την κακοποίηση της.
Και στις δυο περιπτώσεις το αστυνομικό προσωπικό αδυνατεί να διαγνώσει τον άμεσο κίνδυνο ζωής. Ούτε είναι νομικά εξοπλισμένο να παρέμβει έγκαιρα και προληπτικά. Θυμόμαστε όλοι τη μνημειώδη ρήση αστυνομικού υπαλλήλου «τα περιπολικά δεν είναι ταξί» στη κοπέλα που λίγο μετά ξεψύχησε στη σκοπιά του Αστυνομικού τμήματος κάτω από αλλεπάλληλα χτυπήματα με μαχαίρι. Ο αστυνομικός που πήρε την αρχική κατάθεση της κοπέλας έπρεπε να παραπέμψει την περίπτωση σε ειδικό τμήμα για αυτής της φύσης τα αδικήματα. Σε ανθρώπους που θα μπορούσαν να αντιληφθούν, να αξιολογήσουν την κρισιμότητα της κατάσταση.
Η εξειδίκευση των αναγκαίων ρυθμίσεων δεν είναι του παρόντος, είναι υπόθεση των νομικών που έχουν διαχειριστεί ανάλογα περιστατικά.
Η γυναίκα θύμα ή αγωνίστρια της ζωής;
Οι ανακοινώσεις της πρωτοβουλίας «Παρούσες» δεν περιέλαβαν ποτέ στις αιχμές της παρέμβασης τους ζητήματα που άπτονται του ρόλου της γυναίκας ως εργαζόμενης και μητέρας. Μια παθογένεια που προέκυψε λογικά μέσα από το κοινωνικό περιβάλλον που προσέλκυσε η πρωτοβουλία με τρόπο ετεροβαρή. Ας το δούμε αυτό μέσα από ένα τοπικό παράδειγμα.
Το Σάββατο 16 Νοέμβρη γυναίκες, αναπληρώτριες υπάλληλοι και σύλλογοι καλούν σε συγκέντρωση στην Πλατεία Δημοκρατίας για το θέμα της 9μηνης άδειας μητρότητας. Μια πρωτοβουλία που αξίζει να στηριχτεί απ’ όλους ως δίκαια και αναγκαία. Οι μητέρες του ιδιωτικού τομέα και οι αναπληρώτριες, αντιμετωπίζονται ως δεύτερης κατηγορίας άτομα. Άμα η Πολιτεία δεν σέβεται και δεν προστατεύει τη μάνα, την κυοφορούσα εργαζόμενη, θα σεβαστεί και θα προστατεύσει, τη σύντροφο, σύζυγο και ερωμένη ;
Υπάρχει λοιπόν το κύριο φεμινιστικό σύμπαν που είναι αυτό της εργαζόμενης γυναίκας και μητέρας. Της νεότητας που αντιμετωπίζει φραγμούς στην εργασία, στη μόρφωση, στην επίτευξη της ευτυχίας. Οι γυναίκες δεν είναι μόνο θύματα που τα κλαίμε και τα θυμόμαστε.
Είναι η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης της χώρας μας. Η πλειοψηφία των παραγωγών αυτού του τόπου. Η κακοποίηση θα υποστεί πλήγμα στρατηγικού χαρακτήρα μόνον εφόσον οι γυναίκες αποκτήσουν την αυτοπεποίθηση που αναλογεί στον κοινωνικό τους ρόλο. Μόνον εφόσον μπλοκαριστεί η μηχανή που παράγει θύτες, θύματα, γενικευμένη ψυχική παθολογία και διάλυση της πρόνοιας.
Ας φανταστούμε τί εξαιρετικό συντονιστικό και βοηθητικό ρόλο θα μπορούσαν να προσφέρουν οι «Παρούσες», μια φεμινιστική συλλογικότητα, εφόσον διεύρυναν το σκεπτικό τους. Η καταγγελία της έμφυλης βίας, η αντιπαράθεση με τις πατριαρχικές αντιλήψεις κα ο αγώνας για μια αξιοβίωτη ζωή πάνε μαζί.
Αν δεν το κάνουν οι γυναίκες ποιος θα το κάνει;
Πιστεύουμε ακράδαντα ότι οι ειλικρινείς άνθρωποι θα συναντηθούν τελικά μέσα από την ανοιχτή αντιπαράθεση και δράση. Θα συναντηθούν σε αυτό που έχει ανάγκη η τοπική κοινωνία και η πανελλαδική κοινωνία. Στο αυτόνομο κίνημα των πολιτών, των εργαζομένων, των γυναικών, όσων επιτέλους θέλουν να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος αίματος, φτωχοποίησης και εξαθλίωσης. Να μπει ένα τέλος στο εχθρικό κράτος και στον εμφύλιο σπαραγμό που συνιστά η έμφυλη βία.
Υ.Γ Γυρνώντας προς τα πίσω, στις παρεμβάσεις της πρωτοβουλίας Παρούσες θυμηθήκαμε μια περί του βιασμού ως πολεμικού εργαλείου που στηρίζονταν σε «ειδήσεις» ότι Ουκρανές δέχονται σεξουαλικές επιθέσεις από Ρώσους και Τσετσένους στρατιώτες.
Πρόκειται για αντιστροφή της πραγματικότητας. Ο βιασμός έχει όντως συχνά μετατραπεί σε πολεμικό εργαλείο. Αυτό αφορά κυρίως διαδικασίες εθνικής κάθαρσης, επιδίωξης δηλαδή να εκκενωθεί μια περιοχή από τους γηγενείς κατοίκους της, δια του τραύματος που αποτρέπει την επανεγκατάσταση. Το θύμα του βιασμού σπάνια επιλέγει να ζήσει ξανά εκεί που βασανίστηκε και ταπεινώθηκε, συνήθως σε δημόσια γνώση ή θέα.
Ο Ρωσικός στρατός έχει επιχειρήσει ως επί το πλείστον σε εδάφη ρωσικής πλειοψηφίας, στις Ανατολικές περιοχές του Ντονμπας και Ντονιέσκ. Δεν είχε κανέναν λόγο να εκδιώξει πολίτες από εκεί, αντιθέτως επεδίωξε να επανεγκαταστήσει ρωσόφωνους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στη Ρωσία μετά το φασιστικό πραξικόπημα του Μευντάν. Φασιστικό το χαρακτήριζαν τότε, το 2004 μέχρι και το ελληνικά Μ.Μ.Ε.
Αντιθέτως η Ουκρανική πλευρά διεξήγαγε πολιτική εθνικής κάθαρσης σε βάρος των Ρωσοφώνων επι πολλά έτη κυρίως στις ανατολικές περιοχές.Η απαγόρευση της ρωσικής γλώσσας και η άρση της υπηκοότητας στις μειονότητες, της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης, είναι μέτρα που παραπέμπουν σαφώς σε στρατηγική εθνοκάθαρσης.
Είναι αδιανόητο το γυναικείο ζήτημα να γίνει το λιπαντικό μιας επιχείρησης καταστροφής που αποφάσισε το ΝΑΤΟ και στην οποία μετέχει η ελληνική κυβέρνηση. Οι ελληνίδες έχουν ένα και μόνο αίτημα. Δαπάνες για την πρόνοια και όχι για τον πόλεμο.
Πριν αναλάβει κανείς τόσο μεγάλες ευθύνες πολιτικής τοποθέτησης και συστράτευσης με το ελληνικό κράτος, πρέπει να γνωρίζει στοιχειώδη πράγματα. Δεν υπερασπιζόμαστε τα θύματα μαζί με τους αφέντες αυτού του κόσμου.