324 μ.Χ. Στον θρόνο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ανέβηκε ο Κωνσταντίνος ο Α. Είχε κατατροπώσει τον ισχυρό αντίπαλό του Λικίνιο, που διεκδικούσε την εξουσία, στην Ανδριανούπολη.
Όταν ο Λικίνιος αντιλήφθηκε ότι δεν είχε καμία ελπίδα να επικρατήσει κατά των δυνάμεων του Κωνσταντίνου, γονάτισε μπροστά του, του παρέδωσε την πορφύρα και τον αναγνώρισε ως τον μονοκράτορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος προχώρησε σε σημαντικές αλλαγές για την καλύτερη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Η πιο σημαντική και αναμφίβολα αδιανόητη για την εποχή του, ήταν η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από την ισχυρή Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, που τότε ονομαζόταν Βυζάντιο.
Άλλωστε οι σύγχρονοί του τον αμφισβήτησαν έντονα και αρχικά οι ανώτατοι Ρωμαίοι δεν είχαν καμία πρόθεση να τον ακολουθήσουν. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος δεν υποχώρησε.
Η νέα πρωτεύουσα μετονομάστηκε σε “Νέα Ρώμη” για να δείξει ότι θα είναι σαν τη Ρώμη και ακόμη καλύτερη και το όνομά της κατοχυρώθηκε και δια νόμου.
Όμως, σύντομα όλοι άρχισαν να την αποκαλούν Κωνσταντινούπολη, προς τιμήν του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου.
Διαβάστε ακόμα: Μέγας Κωνσταντίνος. Ο αιματηρός εμφύλιος για να ανέβει στην εξουσία. Ο μετέπειτα άγιος ήταν ένας αδίστακτος στρατιωτικός. Eπισημοποίησε την ανεξιθρησκία και σκότωσε τη σύζυγο και τον πρωτότοκο γιο του
Γιατί επέλεξε την συγκεκριμένη τοποθεσία
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας επέλεξε την συγκεκριμένη πόλη επειδή είχε στρατηγική θέση. Εκεί οδηγούσαν οι δρόμοι που ένωναν την Ευρώπη με την Ασία, τον Εύξεινο Πόντο με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Είχε μεγάλη εμπορική σημασία, καθώς βρέχεται από τον Βόσπορο, την Προποντίδα και τον Κεράτιο Κόλπο.
Ο Κεράτιος κόλπος που έφτανε τα 7 χιλιόμετρα μήκος, ήταν από τα μεγαλύτερα φυσικά λιμάνια στον κόσμο. Βρισκόταν κοντά στις επαρχίες της Ανατολής που μέχρι τότε τροφοδοτούσαν την αυτοκρατορία με μπαχαρικά, αρώματα, μετάξι και κοσμήματα.
Στην Κωνσταντινούπολη κατέληγε και η περίφημη αρχαία Εγνατία οδός που περνούσε τον ελλαδικό χώρο και έκανε την πρόσβαση στη Ρώμη πιο εύκολη.
Παράλληλα, η Ανατολή είχε ισχυρό πληθυσμό και οι χριστιανοί, στους οποίους στηρίχθηκε ο Κωνσταντίνος, ήταν περισσότεροι. Οι πόλεις της Ανατολής πλήττονταν από θρησκευτικές συγκρούσεις και ο Κωνσταντίνος ήθελε να τις αντιμετωπίσει.
Το πρώτο βήμα το είχε κάνει από κοινού με τον Λικίνο, με το Διάταγμα των Μεδιολάνων, με το οποίο νομιμοποιήθηκε η ανεξιθρησκεία και οι πολίτες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μπορούσαν να πιστεύουν σε όποιον θεό ήθελαν.
Ο συγγραφέας Άμαντος Κωνσταντίνος στο βιβλίο του “Εισαγωγήν εις την βυζαντινήν ιστορίαν” αναφέρει ότι με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη επήλθε το τέλος του αρχαίου κόσμου και η αρχή του Μεσαίωνα.
Χιλιάδες Ρωμαίοι πολίτες, κυβερνητικοί υπάλληλοι, στρατιωτικοί, νομικοί, επαγγελματίες, έμποροι και τεχνίτες ακολούθησαν τον αυτοκράτορά τους, εγκαταστάθηκαν στην πόλη και έμαθαν την ελληνική γλώσσα.
Συγκεκριμένα έγραψε:
“Όλοι αυτοί μιλούσαν και συνέχισαν να μιλούν τη γλώσσα τους, τη λατινική. Μάθαιναν όμως και την ελληνική, γιατί αυτή τη γλώσσα γνώριζαν και μιλούσαν όλοι στην Ανατολή και στο Βυζάντιο.
Οι Ρωμαίοι δεν επέβαλαν τη λατινική γλώσσα στους Έλληνες. Αντίθετα βοήθησαν και οι ίδιοι στην εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας, γιατί αυτή έφερνε μαζί της τον ελληνικό πολιτισμό και την εξημέρωση των κατοίκων. Έτσι αυτή η ενίσχυση του ελληνισμού αποδείχθηκε ευεργετική για όλους τους Ρωμαίους υπηκόους”.
Από εκεί μπορούσε να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά τους Γότθους στον βορρά και τους Πέρσες στην ανατολή που καταπατούσαν τα σύνορα και λεηλατούσαν τις ακριτικές περιοχές. Η θέση της πόλης ήταν σαν φυσικό οχυρό.
Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή ο Κωνσταντίνος φοβήθηκε ότι δεν θα έχει την πλήρη υποστήριξη του λαού της Ρώμης, καθώς σε εορτασμούς προς τιμήν του είχαν ξεσπάσει επεισόδια. Ένιωθε ότι η Ρώμη δεν ήταν φιλική προς το πρόσωπό του και οι περισσότεροι ήταν ειδωλολάτρες. Φυσικά αν ήθελε να μείνει θα αντιμετώπιζε αυτό το πρόβλημα, αλλά είχε πάρει την απόφασή του για ένα νέο ξεκίνημα.
“Με την μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έσωσε τον αρχαίο πολιτισμό και δημιούργησε ένα αξιόλογο κέντρο για τη διάσωση του χριστιανισμού” είχε γράψει ο Ρώσος φιλόσοφος Πήτερ Ουσπένσκι.
Τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας
Για έξι χρόνια διαλεγμένοι τεχνίτες αναδιαμόρφωσαν την πόλη. Επισκευάστηκε η ακρόπολη και χτίστηκαν νέα τείχη. Δημιουργήθηκε μια μεγάλη αγορά στο κέντρο της πόλης. Η Κωνσταντινούπολη διακοσμήθηκε με έργα τέχνης από τη Ρώμη και χτίστηκαν ναοί.
Δημόσια λουτρά, υδραγωγεία και κρήνες μεταμόρφωσαν την Κωνσταντινούπολη. Είχε πια την αίγλη πρωτεύουσας.
Τα εγκαίνια της πόλης έγιναν στις 11 Μαΐου 330 μ.Χ. Ο χριστιανός αυτοκράτορας έκανε λιτανεία για να ευχαριστήσει τον Θεό. Αφιέρωσε την πόλη στην Παναγία.
Είχαν προηγηθεί εορτές προς τιμήν της νέας πόλης που διήρκεσαν σαράντα μέρες.
Την ημέρα των εγκαινίων, οι κάτοικοι τοποθέτησαν στην αγορά, τον ανδριάντα του αυτοκράτορα, τον οποίο τίμησαν ως θεό. Άλλωστε ο Κωνσταντίνος δεν αποθάρρυνε την ειδωλολατρία που ακόμη ήταν η βασική θρησκεία της Ρώμης.
Νωρίτερα, είχε στηθεί και στήλη, γύρω από την οποία άφησαν δώδεκα καλάθια με άρτους, συμβολίζοντας το θαύμα του Χριστού που πολλαπλασίασε τα καρβέλια και τα ψάρια για να μπορέσουν να φάνε όλοι οι πιστοί, κατά τη χριστιανική θρησκεία. Είναι προφανές ότι τα πρώτα χρόνια της νέας πρωτεύουσας ειδωλολατρία και χριστιανισμός συνυπήρξαν.
Σύμφωνα με θρύλους, το ένδυμα του Κωνσταντίνου στα εγκαίνια ήταν στολισμένο με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια.
Οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι τα εγκαίνια σήμαναν την αρχή μιας νέας εποχής, αυτής που αργότερα έγινε γνωστή ως βυζαντινή αυτοκρατορία.
Αρχικά βέβαια ήταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και οι κάτοικοι δήλωναν Ρωμαίοι. Σταδιακά με το πέρασμα των αιώνων, επικράτησε ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα. Η ελληνική συνείδηση συνυπήρχε με την διοικητική κληρονομιά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ωστόσο η λέξη Βυζάντιο δεν σήμαινε τίποτα, ούτε και τη χρησιμοποιούσε κανείς. Για πρώτη φορά ο όρος Βυζάντιο χρησιμοποιήθηκε το 1557 από τον ιστορικό Ιερώνυμο Βολφ, υιοθετήθηκε και από άλλους λόγιους και σταδιακά καθιερώθηκε, για να διαχωρίζει την ανατολική από την δυτική αυτοκρατορία.