Πέμπτη, 31η Οκτωμβρίου 2024  10:02 πμ
Παρασκευή, 13 Σεπτεμβρίου 2024 09:44

«Η Σμύρνη μάνα καίγεται»: Η Μικρασιατική Καταστροφή και ο εγκληματικός «Νόμος 2870»

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

«Στο δρόμο βρήκαμε ένα παιδάκι πεθαμένο. Πρησμένο και μελανιασμένο ήτανε, σε κακό χάλι. Ρωμιόπουλο ήτανε. Το κλάψαμε και σκάψαμε ένα λάκκο και το θάψαμε… Την άλλη μέρα στο δρόμο μας βρήκαμε κι άλλο παιδάκι πεθαμένο – ήτανε δεν ήτανε δέκα χρονών – και πιο κάτω άλλο και πιο κάτω άλλο. Πόσα απαντήσαμε κι εγώ δεν ξέρω. Το πρώτο το κλάψαμε, το θάψαμε· και το δεύτερο το ίδιο. Ύστερα όμως τα παρατούσαμε έτσι στη μέση του δρόμου, άκλαφτα και άθαφτα, Ούτε ένα κλαδάκι δεν ρίχναμε επάνω τους να τα σκεπάσουμε. Βλακεία κι απομωρία και κτηνωδία πέφτει στον άνθρωπο άμα δυστυχήσει πολύ. Κτηνώδεις πράξεις κάνει χωρίς να το καταλαβαίνει».

Η συγκλονιστική αυτή μαρτυρία – ενδεικτική του τι έγινε στη Σμύρνη τις ημέρες της καταστροφής – ανήκει στον Θεόδωρο Λουκίδη, πρόσφυγα από τα Τσομπανησιά.

Το χρονικό της τραγωδίας

Την άνοιξη του 1921, η διοίκηση του ελληνικού στρατού, έλαβε την πιο καθοριστική και μοιραία, όπως εξελίχθηκε, απόφασή της. Έδωσε εντολή  να προελάσει προς την Άγκυρα ο καταπονημένος από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ελληνικός στρατός προκειμένου να εξαλείψει την ολοένα αυξανόμενη απειλή των Νεότουρκων του Μουσταφά Κεμάλ.

Τους πρώτους μήνες όλα πήγαιναν καλά. Όσο περνούσε ο καιρός, ωστόσο, φαινόταν πως η Εκστρατεία δεν έφερνε τα αποτελέσματα που όλοι θα ήθελαν. Όσο πιο βαθιά στην Τουρκία έμπαινε ο ελληνικός στρατός τόσο μεγαλύτερα ήταν τα προβλήματα που εμφανίζονταν.

Από την άνοιξη του 1922 και μετά τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Μέσα στο καλοκαίρι (παραμονές της Παναγίας), το μέτωπο κατέρρευσε και η ελληνική αμυντική γραμμή υποχώρησε. Στις 26 Αυγούστου ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, «σάλπισε» την αντεπίθεση του τουρκικού στρατού και με το σύνθημα «στόχος μας η Μεσόγειος» ξεκίνησε να χτυπάει με σφοδρότητα τον παραπαίοντα ελληνικό στρατό ο οποίος διαρκώς υποχωρούσε. Στις 30 Αυγούστου, τα πάντα τελείωσαν. Οι Τούρκοι κέρδισαν τον ελληνικό στρατό στις μάχες στην κοιλάδα του Αφιόν Καραχισάρ και ξεκίνησαν την τελική πορεία τους προς τη Σμύρνη.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Στις 19 Αυγούστου, ο Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης με εμπιστευτική εγκύκλιο διέταξε τους δημόσιους υπαλλήλους «να συσκευάσωσι τα αρχεία των. Πάντες δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουσι να συγκεντρωθώσι και να είναι έτοιμοι προς αναχώρησιν εις πρώτην διαταγήν».

Συγχρόνως, ο Βρετανός πρόξενος συντόνισε τις ενέργειες για την άμεση έξοδο των Βρετανών υπηκόων από τη Σμύρνη. Στις 27, 28 και 29 Αυγούστου οι Βρετανοί έφυγαν με πλοία για την Κύπρο. Στις 26 Αυγούστου, η ελληνική κυβέρνηση διέταξε την εκκένωση ολόκληρης της Μικράς Ασίας.

Την ίδια μέρα, η Ανώτερη Γενική Στρατιωτική Διοίκηση, το Φρουραρχείο και οι τελευταίοι αξιωματικοί και στρατιώτες του ελληνικού στρατού επιβιβάσθηκαν στα ελληνικά ατμόπλοια «Βυζάντιον» και «Κύκνος» με προορισμό τον Πειραιά. Για τελευταία φορά ακούστηκε ο εθνικός ύμνος και στην προκυμαία το πλήθος ξέσπασε σε λυγμούς.

Στις 9 Σεπτεμβρίου, οι τελευταίοι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν τη Σμύρνη αφήνοντας τους Έλληνες κατοίκους της πόλης εντελώς ανυπεράσπιστους. Μόλις αναχώρησαν τα ελληνικά ένοπλα τμήματα, κατέφτασαν τα τουρκικά: ιππικό και πεζικό. Άτακτες ομάδες, οι Τσέτες, αλλά και στρατιώτες, άρχισαν ένα όργιο σφαγής και βιασμών των Ελλήνων και των Αρμενίων της Σμύρνης, που κράτησε μια βδομάδα.

Οι Τούρκοι πυρπόλησαν την ελληνική και την αρμένικη συνοικία. Περίπου 300.000 άνθρωποι είχαν κουρνιάσει τρομοκρατημένοι ο ένας δίπλα στον άλλον στην προκυμαία της Σμύρνης.

Ο εγκληματικός «Νόμος 2870/1922»

Αυτά, όμως, αφορούσαν τον απλό κόσμο. Εκείνους που έζησαν τον θάνατο. Οι υπόλοιποι, οι «μεγάλοι» είχαν φροντίσει να φύγουν νωρίτερα και να τους αφήσουν στο έλεος των Τούρκων και των Τσετών.

Δολοφόνησαν οι Τούρκοι. Έσφαξαν, βίασαν, βασάνισαν οι Τσέτες. Και ναι, οι «σύμμαχοι» δε βοήθησαν. Δεν έριξαν ούτε μια κανονιά από τα πλοία τους για να σταματήσουν το κακό. Το ανάθεμα, όμως, θα πρέπει να πέσει και σε εκείνους τους Έλληνες που, όταν είδαν πως η Μικρασιατική Εκστρατεία είχε μετατραπεί σε Μικρασιατική Καταστροφή, φρόντισαν να περάσουν (τον Ιούλιο του 1922) τον περιβόητο Νόμο 2870, που απαγόρευε σε όσους δεν είχαν ελληνικό διαβατήριο να εισέλθουν στη χώρα.

«Απαγορεύεται η εν Ελλάδι αποβίβασις προσώπων ομαδόν αφικνουμένων εξ αλλοδαπής, εφ’ όσον ούτοι δεν είναι εφωδιασμένοι διά τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων ή διά των εγγράφων των εκάστοτε οριζομένων διά Βασιλικών διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει των επί των Εσωτερικών, Εθνικής Οικονομίας και Περιθάλψεως Υπουργών», έγραφε το πρώτο άρθρο του Νόμου που έφερε την υπογραφή του βασιλιά Κωνσταντίνου.

Ο νόμος ήταν φωτογραφικός για τους Έλληνες του Πόντου και τους αντίστοιχους της Μικρασίας. Κάποιοι ιστορικοί, σήμερα, λένε πως ο Νόμος αυτός δεν αφορούσε τους Μικρασιάτες αλλά τους Πόντιους της Νότιας Ρωσίας. Ακόμα και έτσι να είναι, όμως, εφαρμόστηκε και σε αυτούς και αυτό κάνει το έγκλημα κατά του ελληνισμού της Σμύρνης ακόμα μεγαλύτερο, αφού τους εγκλώβισε ανάμεσα στη θάλασσα και τους διψασμένους για αίμα νεότουρκους του Κεμάλ.

Άλλωστε δεν ήταν μόνο ο Νόμος 2870. Ήταν και οι «οδηγίες», οι «εγκύκλιοι» και τα «διοικητικά μέτρα» που εκπονούσε το ένα μετά το άλλο το ελληνικό κράτος για να κρατήσει μακριά τους ανεπιθύμητους πρόσφυγες. Ακόμα και απαγόρευση απόπλου από τα ελληνικά νησιά είχε εκδοθεί, ενώ για τους ιδιοκτήτες πλοίων, καϊκιών κλπ προβλέπονταν αυστηρές ποινές.

Και δεν αναφερόμαστε καν στις τακτικές παραπλάνησης που ακολουθήθηκαν από την ελληνική διοίκηση προκειμένου να μη φύγουν οι Έλληνες από τη Σμύρνη. Δυο ημέρες πριν μπει ο τουρκικός στη Σμύρνη εκδόθηκε ψεύτικο ανακοινωθέν σύμφωνα με το οποίο το «Γ’ Σώμα Στρατού, σώζει την τιμή της πατρίδος», ότι δήθεν, δηλαδή, οι μάχες συνεχίζονταν, ενώ στην πραγματικότητα το Γ’ Σώμα Στρατού είχε ήδη παραδοθεί στον κεμαλικό στρατό!

Η Φιλιώ Χαϊδεμένου, η Μικρασιάτισσα, που έγινε σύμβολο των προσφύγων, είχε αποκαλύψει σε μια εκπομπή του Αλέξη Παπαχέλα πως όταν ξεκίνησε το κακό και ήταν ξεκάθαρο, πλέον, πως η Σμύρνη θα χαθεί, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος και η δημογεροντία, είχαν πάει στον Στεργιάδη και τον παρακάλεσαν να βρεθεί ένας τρόπος προκειμένου, έστω και την ύστατη στιγμή, να δοθεί άδεια για να σωθούν τα γυναικόπαιδα και να σταλούν στην Ελλάδα.

Ο Στεργιάδης τους είπε πως πρέπει να ειδοποιήσει την ελληνική κυβέρνηση καθώς δεν μπορεί να πάρει μόνος του μια τέτοια απόφαση. Και τηλεγράφησε στον Γούναρη. Η απάντηση που ήρθε από τον αντιβενιζελικό πρωθυπουργό ήταν πως «προτιμώ να πέσει και το τελευταίο κεφάλι του μικρασιάτη και όχι να μου στείλεις την αναρχία»! Η Φιλιώ Χαϊδεμένου είχε πει πως αυτά τα είχε διαβάσει σε κείμενο που είχε γράψει ο ίδιος ο Χρυσόστομος, εν είδει απομνημονευμάτων.

«Ματωμένα Χώματα»

Το τι ακολούθησε, το περιγράφει καλύτερα απ’ όλους η Διδώ Σωτηρίου.

«Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το να με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο αρχίνησε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σα μαύρο ποτάμι.

Σφαγή! Σφαγή!

Παναγιά, βοήθα!

Προφτάστε!

Σώστε μας!

Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.

Τούρκοι!

Τσέτες!

Μας σφάζουνε!

Έλεος!

Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σα να ναι μώλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!

Βουρ κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τους κερατάδες!).

Το βράδι το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρωπινό κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Αγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε.

Απ’ τον Αη Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει. Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θριματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά, ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σχολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων, εξαφανίζονται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.

Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει που να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. ’νοιξε τα σκέλια σου! Και τ’ ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις.

Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες κ’ οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά. των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κ’ η κανονιά δε ρίχτηκε κ’ η εντολή δε δόθηκε!

Ο πάτερ Σέργιος ήταν από τους τελευταίους που σκαλώσανε στη μαούνα μας. Δίχως καλυμμαύχι και ράσο, θεόγυμνος με μια κουρελιασμένη ματωμένη φανέλα κ’ ένα μακρύ σώβρακο, με ξέμπλεκα τα λιγοστά μαλλιά του κι ανάκατα τα γένια του, με δυο γουρλωμένα μάτια που τα καιγε πυρετός, έμοιαζε μ’ άγνωστο στη φύση πλάσμα. Από τα λόγια και τα φερσίματά του καταλάβαμε πως ολόκληρη η φαμελιά του πνίγηκε καθώς πάσχιζε να σκαλώσει σ’ ένα αμερικάνικο πολεμικό. Το μυαλό του γέροντα δεν άντεξε, σάλεψε! Εκειδά που καθότανε ήσυχα και καλά, αμίλητος και σοβαρός, εκειδά πηδούσε ολόρθος και χειρονομούσε και φώναζε δυνατά με στόμφο:

– Πέντε τα παιδιά μου! Κ’ η γυναίκα μου έξι! Κ’ η κουνιάδα μου επτά! Επτά οι αστέρες της αποκαλύψεως! Επτά διαόλοι να σας κοπανάνε στην κόλαση, δολοφόνοι! Δολοφόνοι! Δολοφόνοι».

Νίκος Δεμισιώτης - reader.gr

Διαβάστηκε 154 φορές
Ακολουθείστε το AitoloakarnaniaBest.gr στο Google News
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.