Νέα δυνατότητα στους φορολογουμένους να ζητήσουν από την ΑΑΔΕ να επανεξεταστούν και να ανακληθούν πράξεις της Φορολογικής Διοίκησης επικαλούμενοι ότι έγιναν «πρόδηλα σφάλματα», ακόμα και αν έχουν προσφύγει στη ΔΕΔ ή στα δικαστήρια, δίνει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας με τροπολογία που κατέθεσε στο νομοσχέδιο για κατάργηση του Τέλους Χαρτοσήμου.
Αν δηλαδή, για παράδειγμα, υπάρχει ένα αθροιστικό λάθος ή 5 μηδενικά παραπάνω που πληκτρολογήθηκαν κατά λάθος σε μια Έκθεση Ελέγχου ή στη βεβαίωση προστίμου κλπ, η ισχύουσα νομοθεσία δεν επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να εξετάσει αν υπάρχουν όντως πρόδηλα σφάλματα, στην περίπτωση που οι φορολογούμενοι έχουν ήδη προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα διοικητικά δικαστήρια.
Έτσι, φορολογούμενοι που αναγκάζονται να υποβάλουν αίτημα ζητώντας επανεξέταση του σφάλματος, ξοδεύουν πολύτιμο χρόνο αναμένοντας απαντήσεις που, αν καθυστερήσουν πάνω από πχ ένα μήνα, χάνουν την προθεσμία να υποβάλουν ενδικοφανή προσφυγή στη Διεύθυνση Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (ΔΕΔ) ή για προσφυγή στα δικαστήρια κλπ).
Αν, αντιθέτως, επιλέξουν να καταθέσουν άμεσα προσφυγή να μη χάσουν τις διορίες περιμένοντας πότε θα λάβουν απάντηση, η σημερινή διάταξη στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας δεν επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να διορθώσει το προφανές σφάλμα που έχει κάνει, παρά μετά από μήνες ή χρόνια και αφού εκδοθούν οι σχετικές αποφάσεις της ΔΕΔ ή των δικαστηρίων.
Η προτεινόμενη διάταξη επιτρέπει στη Φορολογική Διοίκηση να διορθώνει σφάλματά της, ακόμη και αν υπάρχει προσφυγή στα διοικητικά δικαστήρια που είναι εκκρεμής, διορθώνοντας ταχύτερα αδικίες που μπορεί να έχουν γίνει.
Τέτοια λάθη, δυστυχώς, έχουν παρατηρηθεί στο παρελθόν λόγω φόρτου ή απειρίας των ελεγκτών. Για λόγους χρηστής διοίκησης, η διάταξη θα ισχύσει αναδρομικά για όλες τις πράξεις που έχουν εκδοθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2014, ημερομηνία ισχύος του αρχικού Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α’ 170).
Επί της ουσίας, όπως επισημαίνει και η Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει την τροπολογία, θα προκύψει «δαπάνη ή απώλεια εσόδων κατά περίπτωση, από την ακύρωση ή επιστροφή των ποσών που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί» και, μάλιστα, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί πενταετούς παραγραφής. Όπως αναφέρει και η διάταξη, εάν έχουν γίνει βεβαιώσεις ποσών εις βάρος των φορολογουμένων και έχουν καταβληθεί ποσά βάσει της εσφαλμένης πράξης της Φορολογικής Διοίκησης, αυτά δεν θεωρούνται παραγεγραμμένα εις βάρος του φορολογουμένου και επιστρέφονται.
Ποιους αφορά – Παραδείγματα
Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, πάντως, δεν επέρχεται οποιαδήποτε μεταβολή ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης, για την οποία απαιτείται περιοριστικά είτε πρόδηλη έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης, είτε λογιστικά ή υπολογιστικά σφάλματα.
Τέτοιες περιπτώσεις έχουν εντοπιστεί και δικαιωθεί πολλάκις από τη ΔΕΔ και τα δικαστήρια. Για παράδειγμα, Απόφαση ΔΕΔ 1569e/2023 (Αθήνα) αναφέρει:
«Επειδή, προκύπτει η πρόδηλη έλλειψη φορολογικής υποχρέωσης για το προσφεύγοντα σχετικά με τον ΕΝ.Φ.Ι.Α για τα έτη 2014 και 2015, γεγονός το οποίο έγινε αποδεκτό από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. καθόσον δέχτηκε τις τροποποιητικές δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης (Ε9) για τα επόμενα έτη από 2018 έως 2022. Αποφασίζουμε την αποδοχή της ενδικοφανούς προσφυγής».
Ωστόσο η υφιστάμενη διάταξη (άρθρο 63Β) του ΚΦΔ δεν κάλυπτε τον φορολογούμενο, σε περίπτωση που ήθελε να προσφύγει και στη ΔΕΔ ή στα δικαστήρια. Μάλιστα, η απόδειξη του «πρόδηλου» σφάλματος, δεν είναι πάντοτε απλή υπόθεση αλλά απαιτεί κόπο και χρόνο για την απόδειξη του πραγματικού γεγονότος.
Επιπλέον, η τροπολογία προβλέπει ότι η προθεσμία για την ακύρωση πράξης που έχει προσβληθεί στα δικαστήρια και βρίσκεται σε εκκρεμοδικία λήγει ένα έτος μετά από τη λήξη της εκκρεμοδικίας, δηλαδή μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ενώ δεν εξετάζεται αν η πρόδηλη πλημμέλεια που αποτελεί τον λόγο ακύρωσης έχει προβληθεί στο πλαίσιο ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής.
Η σχετική διάταξη αναφέρει τα εξής:
«Ρυθμίσεις για την ακύρωση ή τροποποίηση άμεσου προσδιορισμού φόρου, πράξης προσδιορισμού φόρου και πράξης επιβολής προστίμου στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας – Τροποποίηση παρ. 5 άρθρου 74, προσθήκη παρ. 6 στο άρθρο 74 και προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 84 Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
1. Στην παρ. 5 του άρθρου 74 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 5104/2024, Α’ 58), περί ακύρωσης ή τροποποίησης άμεσου προσδιορισμού φόρου, πράξης προσδιορισμού φόρου και πράξης επιβολής προστίμου, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Η διαδικασία του παρόντος δεν αναστέλλει την προθεσμία και δεν κωλύει την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής ή της προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου. Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ή η εκκρεμοδικία δεν κωλύουν τη διαδικασία του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία της παρ. 2 λήγει ένα (1) έτος μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.».
2. Στο άρθρο 74 του Κ.Φ.Δ., περί ακύρωσης ή τροποποίησης άμεσου προσδιορισμού φόρου, πράξης προσδιορισμού φόρου και πράξης επιβολής προστίμου, προστίθεται παρ. 6 ως εξής: «6. Ποσά που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί βάσει των πράξεων που ακυρώνονται, διαγράφονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωση, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής.».
3. Στο άρθρο 84 του Κ.Φ.Δ., περί μεταβατικών διατάξεων, προστίθεται παρ. 5 ως εξής:
«5. Η αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης της παρ. 2 του άρθρου 74 υποβάλλεται και η ακύρωση ή τροποποίηση χωρίς αίτηση της παρ. 3 του άρθρου 74 εκδίδεται σε σχέση με πράξεις άμεσου προσδιορισμού ή πράξεις διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή πράξεις επιβολής προστίμου που εκδίδονται από την 1η Δεκεμβρίου 2014 και μετά.»
Κωστής Πλάντζος - newmoney.gr