«Όλα φεύγουν, όλα απομακρύνονται και δεν ξέρεις πού πηγαίνουν. Τίποτα δε σε συντροφεύει, καμιά επιτυχία, καμιά Επίδαυρος, κανένας ”σπουδαίος ηθοποιός”, κανένα χειροκρότημα τη δύσκολη ώρα», έλεγε η σπουδαία Τζένη Καρέζη λίγο καιρό αφότου είχε διαγνωστεί με καρκίνο.
Η γυναίκα που είχε καταφέρει να κάνει το παιδικό της όνειρο πραγματικότητα και μέσα από αυτό να κατακτήσει τα πάντα, ήθελε να ζήσει και το φώναζε. Έκανε ότι μπορούσε για να νικήσει αλλά η μάχη ήταν άνιση.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η άνοδος
Στις 12 Ιανουαρίου του 1934, στην Αθήνα, γεννήθηκε η Ευγενία Καρπούζη. Ήταν παιδί εκπαιδευτικών. Οι γονείς της ήταν δυο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Ο πατέρας της σκληρός και με στρατιωτική πειθαρχία, η μητέρα της ένας γλυκός και χαμογελαστός άνθρωπος.
Ο Κωνσταντίνος Καρπούζης ήταν από τους σπουδαιότερους μαθηματικούς της γενιάς του. Προσωπικός φίλος του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά ο οποίος τον προόριζε για καθηγητή πανεπιστημίου. Λέγεται, ωστόσο, πως σε μια κοινωνική εκδήλωση οι δυο τους ήρθαν σε ρήξη. Ο τρόπος με τον οποίο μίλησε ο Καρπούζης στον Μεταξά δεν άρεσε καθόλου στον δικτάτορα που ξέχασε τη φιλία τους και φρόντισε να κάνει τη ζωή του – πρώην – φίλου του, δύσκολη.
Όταν έληξε η «τιμωρία» του Καρπούζη από τον Μεταξά, ο μαθηματικός διορίστηκε γυμνασιάρχης στη Θεσσαλονίκη. Εκεί μεγάλωσε η μικρή Ευγενία.
Εκεί έζησε και τον πρώτο μεγάλο τρόμο της ζωής της. Ο βομβαρδισμός της πόλης από τη ναζιστική πολεμική αεροπορία ήταν κάτι που τη σημάδεψε βαθειά. Όπως έλεγε η ίδια, όταν οι γερμανικές βόμβες «σφύριζαν» πάνω από τα κεφάλια τους, η μητέρα της, για να ηρεμήσει, της έβαζε να ακούει την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν!
Το δέσιμο με τη μητέρα της ήταν μεγάλο. Αντίθετα, ο σκληρός χαρακτήρας του πατέρα της τους έφερε πολλές φορές αντιμέτωπους και τελικά, χρόνια αργότερα, θα τους φέρει και σε οριστική ρήξη.
Όταν η Ευγενία τελείωσε το δημοτικό, οι γονείς της την έστειλαν στην Ελληνογαλλική Σχολή Καλογραιών Καλαμαρί. Εκεί, μια φορά, η Ευγενία απήγγειλε ένα ποίημα και η καλόγρια που ήταν και δασκάλα της τη ρώτησε πώς τη λένε. Η μικρή απάντησε Ευγενία και η καλόγρια της… άλλαξε το όνομα: «Α, δηλαδή Eugénie. Θα σε λέω τότε Genny, που είναι το χαϊδευτικό του Eugénie».
Αυτή ήταν και η πρώτη αποθέωση για την Τζένη που ερωτεύτηκε αμέσως οτιδήποτε είχε σχέση με το θέατρο, την ποίηση και γενικότερα την τέχνη.
Μετά και το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η οικογένεια αποφάσισε να επιστρέψει στην Αθήνα. Η Τζένη έκανε τις δυο τελευταίες χρονιές του σχολείου στη γαλλική σχολή καλογραιών Saint Joseph. Στην πραγματικότητα το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να τελειώσει το σχολείο για να πάει στο Εθνικό Θέατρο. Το ζήτημα, ωστόσο, ήταν πως ο αυστηρός πατέρας της δεν ήθελε ούτε να ακούσει πως η κόρη του, την οποία προόριζε για πανεπιστημιακή καριέρα, θα καταλήξει ηθοποιός.
Το φθινόπωρο του 1951 η Τζένη έδωσε κρυφά εξετάσεις το Εθνικό. Πέτυχε αλλά επειδή ήταν ακόμα ανήλικη έπρεπε να έχει την άδεια των γονιών της. Συμμάχησε για ακόμα μια φορά με τη μητέρα της και άρχισε να σπουδάζει υποκριτική. «Νομίζω ένιωθα ηθοποιός από τότε που ένιωσα τον εαυτό μου» συνήθιζε να λέει η ίδια.
Καθηγητής στη σχολή της ήταν και ο σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης Άγγελος Τερζάκης ο οποίος αφού της εξήγησε πως είναι σπουδαίο ταλέντο αλλά δύσκολα θα κάνει καριέρα με το επώνυμο «Καρπούζη», της το άλλαξε σε «Καρέζη». Έτσι «γεννήθηκε» η Τζένη Καρέζη.
Επειδή, όμως, τίποτα δε μένει κρυφό, ο πατέρας έμαθε το «μυστικό» της κόρης! Ο τσακωμός ήταν μεγάλος. Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Κάποια στιγμή ο Κωνσταντίνος Καρπούζης της έδωσε ένα δυνατό χαστούκι. Η Τζένη του είπε σε έντονο ύφος πως «αυτό δε θα ξανασυμβεί ποτέ».
Πήρε τη μάνα της, η οποία κατέθεσε αίτηση διαζυγίου, και έφυγαν από το σπίτι.
Απαλλαγμένη από κάθε βαρίδι, η Τζένη Καρέζη αφιερώθηκε στην υποκριτική. Αποφοίτησε το 1954 και αμέσως χρίστηκε πρωταγωνίστρια. Ο πρώτος της ρόλος στο θεατρικό σανίδι ήταν δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, στο έργο του Αντρέ Ρουσέν «Ωραία Ελένη», που ανέβηκε τον Οκτώβριο του 1954 στο Θέατρο Κοτοπούλη.
Από εκεί και πέρα υπήρχε μόνο η άνοδος. Παίζει τον έναν μετά τον άλλο του πρωταγωνιστικούς ρόλους στο θέατρο δίπλα σε ιερά τέρατα του χώρου, ενώ παράλληλα έχει ήδη (το 1955) κάνει και το κινηματογραφικό της ντεμπούτο στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο»!
«Τα πρώτα χρόνια με κυριαρχούσε η φιλοδοξία να γευτώ τη σκηνή, το χειροκρότημα, την επιτυχία. Είναι φυσικό να τα χάνεις λίγο όταν γίνεσαι πρωταγωνίστρια σε μια βραδιά, όπως έγινα εγώ», είχε πει κάποια στιγμή η Τζένη Καρέζη.
Η καταξίωση και ο πρόωρος θάνατος
Μέσα στα επόμενα χρόνια η Τζένη Καρέζη έγινε η απόλυτη πρωταγωνίστρια σε θέατρο και κινηματογράφο και, βέβαια, το αντίπαλο δέος της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Στον κινηματογράφο παίζει σε πάνω από 30 ταινίες, με τα εμβληματικά «Κόκκινα Φανάρια» να ξεχωρίζουν. Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Καννών και αργότερα ήταν υποψήφια για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Στο θέατρο έπαιξε σε σπουδαίες παραστάσεις ενώ αποθεώθηκε τόσο στο Ηρώδειο όσο και στην Επίδαυρο. Η παράσταση που ξεχωρίζει, ωστόσο, για πολιτικούς, κοινωνικούς αλλά και καλλιτεχνικούς λόγους ήταν το αξεπέραστο «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη που «ανέβηκε» την περίοδο της χούντας και γρήγορα εξελίχθηκε σε εστία πνευματικής αντίστασης.
Στην προσωπική της ζωή, η Τζένη Καρέζη έκανε δυο γάμους. Ο πρώτος ήταν με τον κοσμικογράφο και «bon viveur», Ζάχο Χατζηφωτίου. Οι δυο τους παντρεύτηκαν στις 7 Μαΐου του 1962, στο εκκλησάκι της Αγίας Φιλοθέης. Στο γάμο δεν ήταν καλεσμένος ούτε ο πατέρας της Τζένης, ούτε η Αλίκη Βουγιουκλάκη!
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, οι καλεσμένοι του ζευγαριού ήταν περίπου 500 άτομα. Έξω από την εκκλησία, ωστόσο, είχαν συγκεντρωθεί περίπου 5.000 άνθρωποι θαυμαστές της Τζένης! Ο γάμος τους κράτησε μόλις τέσσερα χρόνια.
Το φθινόπωρο του 1966 στο πρώτο γύρισμα της ταινίας «Κοντσέρτο για πολυβόλα», η Τζένη Καρέζη γνωρίστηκε με τον ανερχόμενο Κώστα Καζάκο. Τον ερωτεύτηκε και εκείνος της άλλαξε τη ζωή.
Ο Καζάκος ήταν αυτός που τη μύησε στην πολιτική. Αριστερός, φτωχόπαιδο που είχε παλέψει για να σταθεί στα πόδια του, της έδειξε ποια είναι η πραγματική ζωή και οι δυσκολίες της, μακριά από τα λούσα και τους εύκολους εντυπωσιασμούς. Δίπλα στον Καζάκο «γεννήθηκε» μια νέα Καρέζη που ήταν σαφώς πιο πολιτικοποιημένη από την προηγούμενη.
Με τον Καζάκο απέκτησαν και ένα παιδί. Τον Κωνσταντίνο η ιστορία γέννησης του οποίου ήταν μια… αντιδικτατορική πράξη αντίστασης. Η Καρέζη θα γεννούσε τέλη Απριλίου και αυτό σημαίνει πως αν το παιδί γεννιόταν 21 Απριλίου (ημέρα επιβολής της χούντας των συνταγματαρχών) θα το βάπτιζε ο αρχιπραξικοπιματίας Γεώργιος Παπαδόπουλος ή το «νούμερο 2» της δικτατορίας Στυλιανός Παττακός, καθώς έτσι συνηθιζόταν τότε.
Καρέζη και Καζάκος είχαν στήσει ολόκληρη… επιχείρηση προκειμένου να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο αλλά τελικά δε χρειάστηκε αφού ο Κωνσταντίνος γεννήθηκε με καισαρική στις 25 Απριλίου και νονοί του έγιναν η Κατίνα Παξινού και ο Αλέξης Μινωτής.
Όταν γεννήθηκε ο γιος της, εμφανίστηκε ξαφνικά ο πατέρας της ο οποίος χωρίς προειδοποίηση πήγε στο σπίτι της και χτύπησε την πόρτα. Ήταν τέτοιο το σοκ της Καρέζη που όταν τον είδε έτρεξε και κρύφτηκε. Ο Καζάκος ήταν αυτός που πήγε τον Καρπούζη να δει τον εγγονό του. Εκείνος άφησε δίπλα στο μωρό μια πετσέτα γεμάτη χρυσά φλουριά, έκατσε λίγο και στη συνέχεια έφυγε.
Όταν ξαναείδε τον πατέρα της εκείνος έδινε μάχη για να κρατηθεί στη ζωή. Τον είχε παρασύρει ένα φορτηγό και η Τζένη Καρέζη, μετά το τέλος της παράστασης, πήγε στο Λαϊκό Νοσοκομείο για να τον δει. Προσφέρθηκε να φέρει ακόμα και γιατρούς από το εξωτερικό αλλά δεν υπήρχε ελπίδα. Λίγες ημέρες μετά ο Κωνσταντίνος Καρπούζης πέθανε και η τελευταία του λέξη ήταν «Ευγενούλα» όταν είδε την κόρη του να μπαίνει στο δωμάτιο νοσηλείας.
Την περίοδο της μεταπολίτευσης αυτή νέα – διαφορετική Καρέζη που είχε «δημιουργήσει» ο Καζάκος έκανε μια εκπληκτική στροφή στην καριέρα της παίζοντας ρόλους παγκόσμιας εμβέλειας, εξαιρετικά απαιτητικούς που κέρδισαν το χειροκρότημα και την καθολική αναγνώριση του κοινού.
«Όταν παίζεις, είσαι απομονωμένος από τον άλλο κόσμο. Το χειροκρότημα σε ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Και βλέπεις ότι η προσπάθεια σου έφερε το αποτέλεσμα. Σε χειροκροτούν και υποκλίνεσαι. Στιγμή συγκλονιστική», είχε πει η ίδια.
Το φθινόπωρο του 1988 η Τζένη Καρέζη παίζει τη Λιουμπόβα στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχοφ.
Τότε ήταν που είχε τις πρώτες ενοχλήσεις αλλά κανείς δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε. Ούτε η γιατρός της. Όταν διαγνώστηκε με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας η ασθένεια είχε προχωρήσει. Την άνοιξη του 1989 έφυγε για το Λονδίνο. Έμεινε εκεί δυο μήνες και έκανε ότι θεραπεία χρειαζόταν. Όλοι νόμιζαν πως είχε κερδίσει τη μάχη. Στις 31 Μαρτίου του 1991 έδωσε την τελευταία της παράσταση. Από εκεί και πέρα η επιδείνωση της υγείας της ήταν ραγδαία.
Λίγο πριν το τέλος, η Καρέζη φώναξε τη Βουγιουκλάκη στο σπίτι της. Η Τζένη ήταν σκιά του εαυτού της, μια γυναίκα στα τελευταία της. Η Αλίκη έλαμπε. Το γεγονός αυτό έκανε πολλούς να πουν – και ίσως όχι άδικα – πως το ότι η Τζένη επέτρεψε στην Αλίκη να τη δει σε αυτή την κατάσταση είναι η απόδειξη πως οι δυο τους, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα, ήταν καλές φίλες. Το τι ειπώθηκε σε εκείνη τη συνάντηση δεν το έμαθε ποτέ κανείς.
«Θέλω να ζω με τους δικούς μου. Θέλω να κάνω τη λατρεμένη μου δουλειά. Θέλω να προσφέρω. Να αγαπώ και να με αγαπούν. Δε χάνονται αυτά. Δεν πρέπει να χαθούν. Δε θέλω να χαθούν. Και πάντα ελπίζω,» έγραψε σε ένα συγκινητικό μήνυμα προς το κοινό η Τζένη Καρέζη.
Πέθανε στο σπίτι της, μια ημέρα σαν σήμερα, στις 27 Ιουλίου 1992. «Νομίζω ότι έφυγε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεδομένων των συνθηκών. Έφυγε ήρεμα και ήσυχα με ένα μικρό χαμογελάκι στα χείλη, είχε πει σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο Κωνσταντίνος Καζάκος.