Του Κώστα Κατίκου
Σαφή προτροπή στην κυβέρνηση να προχωρήσει σε μείωση ή ακόμη και σε επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για να διατηρηθούν οι θέσεις απασχόλησης και για να είναι σε θέση οι επιχειρήσεις να καλύψουν το κόστος των μισθολογικών αυξήσεων για τα επόμενα χρόνια, απευθύνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
"Η αύξηση του μισθολογικού κόστους καθιστά επιτακτικά αναγκαία τη μείωση ή επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας", αναφέρει χαρακτηριστικά στην έκθεσή της για τη Νομισματική πολιτική και στο κεφάλαιο που αφορά τις προοπτικές απασχόλησης.
Με την ξεκάθαρη αυτή αναφορά της η Τ.τ,.Ε δείχνει εμμέσως πλην σαφώς ότι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που έχει προαναγγείλει η κυβέρνηση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (0,5%) για το 2025 και άλλο τόσο (0,5%) το 2027, είναι καλοδεχούμενη μεν αλλά όχι αρκετή για να καλύψει την αύξηση του μισθολογικού κόστους.
Με την προτροπή της αφενός καλεί την κυβέρνηση να προχωρήσει εμπροσθοβαρώς τη μείωση των εισφορών ώστε η μια μονάδα (1%) να εφαρμοστεί σε μια δόση από το 2025 και αφετέρου καθιστά αναγκαία μια μείωση που θα υπερβαίνει τη 1 μονάδα ακόμη και αν εφαρμοστεί σε μια δόση το 2025.
Οι πηγές ωστόσο από τις οποίες θα μπορούσε να προέλθει μια περαιτέρω μείωση των εισφορών δεν είναι πολλές. Η μια μονάδα σχεδιάζεται να αφαιρεθεί από την εργοδοτική εισφορά ασθένειας ώστε από 4,55% να μειωθεί σε 4,05% το 2025 και σε 3,55% από το 2027, ενώ στην περίπτωση που απαιτηθεί μεγαλύτερη μείωση (π.χ. 2%, ή 2,5%) τότε οι επιλογές θα αφορούν και τις εισφορές ανεργίας ώστε να αποφευχθεί ένα κούρεμα στις εισφορές σύνταξης που θα σήμαινε και περιορισμένες παροχές για τους μελλοντικούς συνταξιούχους.
Η λύση της επιδότησης εισφορών είναι μεν εφικτή καθώς έχει εφαρμοστεί και στο παρελθόν, πλην όμως δεν είχε μεγάλη απήχηση καθώς συνδυάστηκε με αύξηση και διατήρηση των θέσεων απασχόλησης.
Το βέβαιο είναι σύμφωνα με όσα λέει η Τ.τ.Ε ότι το σχέδιο της κυβέρνησης για μείωση εισφορών κατά μια μονάδα σε δυο δόσεις του 0,5% δεν καλύπτει παρά ελάχιστα την αύξηση του μισθολογικού κόστους και αυτό θα μπορούσε να θέσει σε διακινδύνευση ακόμη και τον κυβερνητικό στόχο για αύξηση του μέσου μισθού από τα 1.251 ευρώ το 2023 στα 1.500 ευρώ το 2027 και του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ.
Δυο επιπρόσθετοι λόγοι που καθιστούν αναγκαία τη μείωση των εισφορών είναι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος που όπως προβλέπει η Τ.τ.Ε αναμένεται ότι θα αυξηθεί κατά 3% στην Ελλάδα, έναντι 4,1% στη ζώνη του ευρώ και η στενότητα στην αγορά εργασίας (κενές θέσεις) που συνέχισε την ανοδική της πορεία τα τελευταία έτη. Αυτό σημαίνει ότι για να κλείσουν τα κενά οι εργαζόμενοι θα πρέπει να δούν ουσιαστικές αυξήσεις.
Ελλείψεις εργαζομένων σε πολλούς κλάδους
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2023 αυξήθηκε η στενότητα στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας, ακόμη και σε εκείνους όπου μέχρι πρόσφατα τα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας κυμαίνονταν σε πιο χαμηλά επίπεδα, όπως των μεταφορών και αποθήκευσης, καθώς και της πληροφορικής και των επικοινωνιών. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην έκθεση της Τ.τ.Ε, τα ποσοστά στενότητας είναι υψηλά στα καταλύματα (4,3%), στις κατασκευές (2,6%), και στις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες (3,0%), ενώ ακολουθούν η μεταποίηση, το εμπόριο και η διαχείριση ακίνητης περιουσίας.
Αντίθετα, η δημόσια διοίκηση και άμυνα, η εκπαίδευση και οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες κατέγραψαν τα χαμηλότερα ποσοστά, αν και οριακά αυξημένα.
Για να στηριχθεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και να επιτευχθεί σύγκλιση προς το μέσο όρο της ευρωζώνης, είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η αύξηση της απασχόλησης με ρυθμούς ανάλογους με αυτούς που καταγράφηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Εντούτοις, η στενότητα στην αγορά εργασίας, η οποία προσεγγίζει ιστορικώς υψηλά επίπεδα, και η μείωση του ποσοστού ανεργίας έχουν περιορίσει σημαντικά τη δεξαμενή του διαθέσιμου προς πρόσληψη εργατικού δυναμικού από τις επιχειρήσεις. Είναι απαραίτητες νέες πρωτοβουλίες που θα συμβάλουν στη διατηρήσιμη αύξηση της απασχόλησης, αναφέρει η Τ.τ.Ε και μέσα σε αυτές εντάσσει τη μείωση ή την επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών αλλά και την προώθηση μεταρρυθμίσεων και θα διευρύνουν το εργατικό δυναμικό με έμφαση στις γυναίκες, τους νέους και τα άτομα με αναπηρία.