Ζήτημα νοοτροπίας; Οι συγκρίσεις για το τι κάνουν άλλες περιοχές με τα αγροτικά τους προϊόντα και το τι κάνει η Αιτωλοακαρνανία μπορούν να πάρουν έως και δραματικές διαστάσεις, αν αναλογιστεί κανείς τι παραγωγή θα μπορούσε να έχει η περιοχή.
Δεν είπε κανείς να πάμε στην ρομποτική γεωργία της Ολλανδίας που αποφέρει 138,5 δις.(!) εξαγωγές τον χρόνο, σχεδόν το μισό ελληνικό ΑΕΠ και με δεύτερη θέση στον παγκόσμιο χάρτη αγροτικών προϊόντων μετά τις ΗΠΑ. Ούτε να πάμε στις χώρες όπως το Ισραήλ που έχουν βρει τρόπους να ποτίζουν με ελάχιστον νερό κάνοντας τα ΑΕΙ τους ερευνητικά κέντρα συνεργαζόμενα με την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Ας δούμε αφιερώματα που αλιεύει κανείς εύκολα στο διαδίκτυο όπως ένα πρόσφατο στο ένθετο Cantina στο «Πρώτο Θέμα» που αναφέρεται στον αργολικό κάμπο ως το «μποστάνι της Ελλάδας». Σύμφωνα με την περιγραφή «το 1996, δυο προϊόντα ελιάς αναγνωρίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης – ΠΟΠ. Το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο «Λυγουριό – Ασκληπιείου» που παράγεται από την ποικιλία ελιάς «Μανάκι» και καλλιεργείται στα όρια του Δήμου Ασκληπιείου και το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο «Κρανίδι Αργολίδας» που παράγεται από τις ποικιλίες ελιάς «Μανάκι» και «Κορωνέικη» που καλλιεργούνται στην επαρχία της Ερμιονίδας και το 2020 αναγνωρίστηκε ως ΠΟΠ το «Ρόδι Ερμιονίδας» που καλλιεργείται στον Δήμο Ερμιονίδας.
Το 2021 η συνολική καλλιεργούμενη γη καταγράφηκε σε 430.000 στρέμματα, με 13.000 στρέμματα να βρίσκονται σε αγρανάπαυση. Η μονοκαλλιέργεια των εσπεριδοειδών έχει περιοριστεί σημαντικά και οι νέοι αγρότες εστιάζουν στην υπαίθρια και υπό κάλυψη, βιολογική ή συμβατική παραγωγή κηπευτικών, καθώς και στα άλλα πυρηνόκαρπα. Σχεδόν το 15% της εγχώριας παραγωγής βερίκοκου προέρχεται από την Αργολίδα ενώ η καλλιέργεια της ελιάς παρουσιάζει ανοδική πορεία με περισσότερα από 4 εκατομμύρια καταγεγραμμένα ελαιόδεντρα».
Κοινό σημείο το 1960, όπου όπως και στο Αγρίνιο με τον καπνό η ευκολία της μονοκαλλιέργειας πορτοκαλιού κυριάρχησε.
Μετά το 1981 που τα δέντρα ήταν ντοπαρισμένα, με αλόγιστα λιπάσματα και φυτοφάρμακα αλλά μετά από συνεργασία με Δανούς, στον συγκεκριμένο κάμπο άρχισαν να καταλαβαίνουν την βιοκαλλιέργεια. Όπως εξηγείται στο αφιέρωμα, από το 1990 μέχρι και σήμερα, η χυμοποίηση των πορτοκαλιών, των μανταρινιών και των λεμονιών αναβάθμισε την βιομηχανική δύναμη της Αργολίδας και τα ανώτερης ποιότητας εσπεριδοειδή ταξίδεψαν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ, το 2021 καταγράφηκαν 84.545 στρέμματα καλλιέργειας πορτοκαλιών που αντιστοιχούν στο 30% του συνόλου της Ελληνικής παραγωγής και 23.563 στρέμματα μανταρινιών, με ποσοστό 25% αντίστοιχα. Μαζί με τα άλλα είδη εσπεριδοειδών σημείωσαν το 53% της συνολικής έκτασης που καλλιεργείται στην Πελοπόννησο και περίπου 27% σε ολόκληρη την Ελλάδα.
«Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από τον ΟΠΕΚΕΠΕ και από εκεί τα παίρνει η ΕΛ. ΣΤΑΤ ή οι κατά τόπους ΔΑΟΚ προκειμένου να κάνουν σχεδιασμό. Ανάλογα μπορεί να βρει κανείς σε διάφορους οργανισμούς, όμως συχνά αποτυπώνουν μια πραγματικότητα η οποία έχει μεταβληθεί. Για παράδειγμα στα κηπευτικά και στα άλλα φαγώσιμα προϊόντα γεωργίας, σε αυτά που λέμε “μποστανιού”, η Ηλεία προηγείται της Αργολίδας και μαζί με την Κρήτη αποτελούν τα δύο μεγαλύτερα διαμερίσματα παραγωγής οπωροκηπευτικών στην χώρα», τονίζει, πάντως, στην «Σ» γνώστης των αγροτικών θεμάτων που καλλιεργεί στην Αιτωλοακαρνανία.
Το 2021, σύμφωνα, πάλι με στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ, μόνο η καλλιέργεια κηπευτικών, χωρίς τα δενδρώδη, ξεπέρασε τα 50 στρέμματα στην Αργολίδα. Σημαντικά ποσοστά σημειώνουν οι καλλιέργειες άλλων κηπευτικών με την παραγωγή μαρουλιών να φτάνει το 8% (1.557 στρ.) και ακολουθούν μπάμιες, φασόλια, κολοκύθια, πατάτες, κρεμμύδια κα. Τα μακρόστενα αργείτικα πεπόνια με το έντονο άρωμα και το πορτοκαλί χρώμα, άφησαν τη σφραγίδα τους στην καλή φήμη του εύφορου κάμπου. Το 2021, η παραγωγή πεπονιού έφτασε τους 1.000 τόνους. Το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΔΑΟΚ Πελοποννήσου λειτουργούν 2 Οργανώσεις Παραγωγών Οπωροκηπευτικών με 705 μέλη συνολικά, 1 Οργάνωση Παραγωγών Ελιάς και Ελαιολάδου με 33 μέλη και 2 Ομάδες Παραγωγών Οπωροκηπευτικών με 41 μέλη. Η Ένωση Βιοκαλλιεργητών Αργολίδας αποτελείται από 170 μέλη και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΥΠ.Α.Α.Τ. υπάρχουν καταγεγραμμένοι 31 Αγροτικοί Συνεταιρισμοί, κάποιοι από αυτούς ανενεργοί.
«Τουλάχιστον η Μακρυνεία θα επιβίωνε άνετα αν καλλιεργούσε κηπευτικά με σύστημα»
Όπως είναι λογικό, παίρνοντας τα παραπάνω ως δεδομένα, ρωτήθηκε ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της ΠΔΕ κ. Σάββας Βλάχος σχετικά και η απάντησή του αφορά μια γενικότερη φιλοσοφία που δεν έχει η Αιτωλοακαρνανία. «Χρειάζεται δουλειά η καλλιέργεια στα κηπευτικά, χρειάζεται αφοσίωση και η δική μας απροθυμία να εγκαταλείψουμε την μονοκαλλιέργεια για ένα μεγάλο διάστημα μας έκανε να χάσουμε χρόνο. Οι τεχνικές πια που υπάρχουν στην καλλιέργεια γεωργικών τροφίμων είναι εξαιρετικά αποδοτικές αλλά για να μπορέσει κάποιος να βιοποριστεί πρέπει να οργανωθεί, να δημιουργηθούν θερμοκήπια, να γίνουν πολλά πράγματα. Δείτε το παράδειγμα με τα κηπευτικά που βάζουμε όλοι στα χωριά μας λίγο ως πολύ για να έχουμε τις ντομάτες μας, τα αγγούρια μας κλπ. Αν δει κανείς πόσο κάνει τελικά το κιλό του αγγουριού π.χ. που βάζει κάποιος στον κήπο του με το φρεζάρισμα, το λίπασμα και όλα όσα χρειάζονται, θα δει ότι βγαίνει, σχηματικά μιλώντας, ότι φτάνει τα 5 ευρώ το κιλό! Αν όμως το κάνεις συστηματικά και με επιστημονική βοήθεια, το κόστος είναι τελείως διαφορετικό και αξίζει», εξήγησε επισημαίνοντας το μεγάλο έλλειμμα που δεν έχει καλυφθεί εδώ και χρόνια.
«Ειδικά η Μακρυνεία, που είναι φτωχή και δεν παράγει πλούτο για τους κατοίκους της, το μόνο που θα ήταν βιώσιμο και θα έφερνε εισόδημα θα ήταν ακριβώς η καλλιέργεια κηπευτικών και άλλων βρώσιμων αγροτικών προϊόντων. Το έδαφος είναι ιδανικό για τέτοια προϊόντα και το νερό υπάρχει και μετά από χρόνια κάνουμε παρεμβάσεις για να γίνει πιο προσβάσιμο, άλλωστε υπάρχει και νερό στα βουνά της Μακρυνείας αλλά δυστυχώς είναι πολλές οι αποφάσεις που δεν πάρθηκαν εδώ και χρόνια. Αναφέρω την Μακρυνεία γιατί έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα επιβίωσης και εισοδήματος, όχι ότι στο Λεσίνι, στην Βόνιτσα, στις άλλες περιοχές του Αγρινίου δεν θα έπρεπε να έχουμε κηπευτικά. Όμως, το επαναλαμβάνω, αυτές οι καλλιέργειες θέλουν δουλειά και αφοσίωση, θέλουν χρηματοδοτήσεις, θερμοκήπια, τεχνικές και εργατικά χέρια εκτός των άλλων», τονίζει ο κ. Βλάχος. «Κυρίως, όμως, θέλουν μια άλλη νοοτροπία από αυτή που λέει ότι εμείς εδώ βγάζουμε λίγο λάδι, κάποιες ελιές και ό, τι κερδίσουμε από αυτά», συμπληρώνει.
Γιάννης Συμψηρής
sinidisi.gr