Στην αγία σιωπή Σου, την πολύφθογγη γλώσσα της αγάπης Σου παιδαγώγησέ μας Κύριε
Του Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Δαμασκηνού
«Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου, καί περί ἡμῶν ὀδυνᾶται ὁ Ἀναμάρτητος».
Ἐδῶ καί εἴκοσι αἰῶνες οἱ πιστοί κάθε Μεγάλη Παρασκευή, στεκόμαστε μέ δέος ἐμπρός στό μεγαλεῖο τῆς θείας ἀγάπης, προσηλώνοντας ἀμίλητοι τό βλέμμα μας στόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ. Καί Ἐκεῖνος ψηλά ἀπό τό ἰκρίωμα τοῦ Σταυροῦ μᾶς κοιτᾷ μέ μία μοναδική ἀγάπη καί συμπόνοια, ἀλλά καί μέ μία μεγαλόπρεπη σιωπή, πού θεραπεύει τήν κούφια καί ὑβριστική πολυλογία τῶν καιρῶν μας. Μᾶς ἀτενίζει ὅλους σιωπηλός, ὅπως τότε τόν Πέτρο πρίν «ἀλέκτορα φωνῆσαι» (Μτθ.26,34) καί η σιωπή Του ἀναμοχλεύει μέσα μας ὅλες τίς ἀρνήσεις καί τίς προδοσίες μας στό πρόσωπό Του, ὅλα τά πάθη μας καί τίς πληγές μας. Εἶναι μία ἁγιασμένη, πονεμένη θεία σιωπή γιά τίς ἀστοχίες καί ἀποτυχίες τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν αἰώνων, πιό ἰσχυρή ἀπό χίλιους λόγους, πού σάν μυστική φωνή δονεῖ τά μύχια τῆς ψυχῆς μας. Εἶναι μία μεγαλειώδης, εὔγλωττη, κατανυκτική σιωπή ἀγάπης.
Τό μυστήριο τῆς θείας αὐτῆς σιωπῆς τό παραδίδει μέ δέος ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος στούς φλύαρους κοσμικούς αἰῶνες μέ τήν φράση: «Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα» (Μτθ. 26,63). Ἦταν γνωστή στούς Ἰουδαίους ἡ γλυκιά καί γαλήνια φωνή τοῦ Ἰησοῦ, πού σαγήνευε τά πλήθη, εἰρήνευε τούς πονεμένους, συγκλόνιζε τίς καρδιές. Αὐτή ἡ φωνή χόρτασε τά πλήθη στήν ἔρημο, ἔλυσε δεσμά, γιάτρεψε κάθε ἀνθρώπινη ἀσθένεια. Γαλήνεψε τά πέλαγα. Παρηγόρησε ψυχές γιά τό πιό ὀδυνηρό τίμημα τῆς ἁμαρτίας, τόν θάνατο. Αὐτή ἡ φωνή ἀνακάλεσε νεκρούς στήν ζωή. Φώτισε τούς ἐν σκότει καθημένους. Συγχώρεσε, λύτρωσε, ἔκανε τόν ὄχλο, νά λέει: «οὐδέποτε ἐλάλησεν ἄνθρωπος ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7,47) Καί ὅμως, τίς μεγάλες ὧρες τοῦ Πάθους ἐσιώπα ὁ Ἰησοῦς. Ἐκεῖνος, πού ὅταν ἀποφάσιζε νά μιλήσει ὄχι μόνο κατέπλησσε ἀλλά ἀποστόμωνε καί καθήλωνε μέ τόν λόγο Του τούς ἀκροατές Του.
«Ὁ δέ Ἰησοῦς ἐσιώπα» στόν πόνο καί τόν θρίαμβο καί ὅταν ἔμπαινε θριαμβευτικά στά Ἱεροσόλυμα, καί μπροστά στό δικαστήριο τῶν ἀνόμων. «Ὡς ἀμνός ἄμωμος ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος, οὔτως οὐκ ἀνοίγει τό στόμα αὐτοῦ» (Ἠσ. 53,7), εἶχε προφητεύσει ὁ Ἠσαΐας. Σιωπᾷ, ὅταν ὁ ὄχλος καί οἱ στρατιῶτες Τόν χλευάζουν, ὅταν Τόν προκαλοῦν λέγοντας «σῶσον σεαυτόν εἰ Υἱός εἶ τοῦ Θεοῦ» (Μτθ. 27,40), ὅταν καταφέρουν στό ἅγιο πρόσωπό Του ραπίσματα, καί μέ σαρκαστική εἰρωνεία Τόν ἐξωθοῦν νά προφητεύσει ποιός Τόν ἐράπισε. Σιωπᾷ, ὅταν ἐφαρμόζουν τήν πιό ἀποτρόπαιη ἀδικία σ' Ἐκεῖνον πού ὑπῆρξε πιό δίκαιος καί ἀπό τήν δικαιοσύνη. Σιωπᾷ στήν ἀπύθμενη ἀχαριστία ὅσων τοῦ ἀνταπέδωσαν «ἀντί τοῦ μάννα χολήν» (Ἀντίφωνο Ὄρθρου Μεγ. Πέμπτης). Μπορεῖ νά τούς συντρίψει ὅλους «ὡς σκεύη κεραμέως» (Ψ. 2,9). Ἐκεῖνος, ὅμως, ἀνταποδίδει στήν παράλογη πρόκληση τῆς ἀνθρώπινης κακίας τήν πορφυρή σιωπή τῶν σταυρωμένων Του χεριῶν, τήν ματωμένη σιωπή τῆς Ἀγάπης Του.
Σιωπᾷ ὁ Ἰησοῦς μπροστά στήν μισαλλοδοξία καί ἀλαζονεία τῶν ἐχθρῶν Του, γιατί οἱ λέξεις δέν μποροῦν νά ποῦν τίποτε περισσότερο ἀπό ὅσα πολυσήμαντα μαρτυροῦν τά πάθη Του, ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάστασή Του. Σέ τέτοιες μεγάλες ὧρες τά λόγια εἶναι τά ἐργαλεῖα τῆς χρονικότητος ἐνῷ ἡ σιωπή εἶναι ἡ ὑπέρβαση τοῦ λόγου, εἶναι ἡ γλῶσσα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τό μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὅλα τά μεγάλα μυστήρια στήν ἡσυχία τελεσιουργοῦνται καί τά καλύπτει ἱερή σιγή. Ὅ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος λέγει πώς καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ προῆλθε ἀπό τήν σιγή. Μετά ἀπό μακριά σιγή στήν ἔρημο μίλησε ὁ Ἰησοῦς. Καί ἡ Ἀνάσταση μέσα στήν σιωπηλή νύχτα στόν κῆπο τοῦ Ἰωσήφ διαδραματίζεται. Μέσα στήν σιωπή συντελεῖται ἡ θεανθρώπινη συνάντηση. «Ἰδού, ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός» (τροπάριο Ὄρθρου Μεγ. Δευτέρας). Ἡ σιωπή συντροφεύει τίς μεγάλες ὧρες τῶν ἁγίων, τίς ἱερές ὧρες τῆς περισυλλογῆς καί τῆς προσευχῆς. Καί στήν σιγή τῆς ἡσυχίας, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γευθεῖ καί νά ἀπολαύσει ὑπερκόσμια ἀγαθά, νά ἔχει ἄμεση ἐμπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἐράσμιας παρουσίας Του. Ἀλλά ζοῦμε σέ ἐποχή τόσο θορυβώδη, τόσο πλούσια σέ λόγο καί πληροφορία, σέ συζήτηση καί ἐπικοινωνία, πού θεωροῦμε, ἄν ὄχι ἀδιανόητο, τουλάχιστον παράξενο καί περιττό τό νά ὁμιλοῦμε περί σιωπῆς.
Τό Πάθος, ὅμως, τοῦ Κυρίου μας, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, μᾶς δίνει μιά μοναδική εὐκαιρία. Μέσα στήν κατανυκτική ἡσυχία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, μέσα στήν ὑποβλητική ἀτμόσφαιρα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως σήμερα, νά προσεγγίσουμε τόν σιωπώντα Κύριό μας καί νά στοχασθοῦμε. Μπορεῖ ἡ Θεία Του σιωπή νά εἶναι γιά μᾶς ἀπορία καί θαυμασμός, πρόκληση γιά τήν φτωχή λογική μας, μπορεῖ νά μήν ἔχουμε τήν δυνατότητα μετοχῆς στό μυστήριό της, ὅμως, ἰδοῦ ἤδη βρισκόμαστε μπροστά στόν Ἰησοῦ. Πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὀδυνᾶται μά ἀγαπᾷ, σιωπᾷ καί περιμένει. Περιμένει σιωπηλός νά Τοῦ μιλήσουμε ἐμεῖς. Μέ εἰλικρίνεια καί συντριβή νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν φτωχή καρδιά μας καί νά ἀποθέσουμε σ' Ἐκεῖνον ὅλο τό βάρος τῆς ἀπέραντης ἐνοχῆς μας. Περιμένει καί σιωπᾶ γιά νά μᾶς ἀκούσει.
Ναί, Κύριε, συνεχίζεις καί σήμερα νά σιωπᾶς, ὅταν ἐκατομμύρια ἀνθρώπων Σέ προδίδουμε καθημερινά, Σέ βλασφημοῦμε μέ τήν ὑποκρισία μας καί Σέ καρφώνουμε μέσα στούς αἰῶνες διαρκῶς πάνω στόν Σταυρό. Σιωπᾷς, ὅταν παραβαίνουμε τόν αἰώνιο Νόμο Σου, ὅταν τολμοῦμε μέ θράσος νά ἀλλάξουμε ἀκόμη καί θέσφατα αἰώνων. Σιωπᾷς, ὅταν ἡ βία καί ὁ ἐκφοβισμός, ἡ ἀγριότητα καί ἡ παραβατικότητα περισσεύουν πάνω στήν φτωχή μας γή. Σιωπᾷς, ὅπως τότε, πρίν δύο χιλιάδες χρόνια, καί μᾶς κοιτᾷς μέ στοργή καί οἶκτο, ὅπως ἕνας πατέρας κοιτᾷ τό ἄρρωστο παιδί του, καί νοιώθουμε πώς τούτη τήν ὥρα μᾶς ἀγαπᾷς μέ βαθύτερη τρυφερότητα.
Σιωπᾷς, Κύριε, καί κάποιες ἀκόμα μεγάλες γιά μᾶς στιγμές, ὅταν ἀπεγνωσμένα ἀναζητοῦμε ἐξήγηση στά ἀνερμήνευτα «γιατί» πού σφυροκοποῦν τήν ζωή μας, στίς εὔλογα πονεμένες ἀπορίες μας, στά ὑπαρξιακά ἐρωτήματά μας. Σιωπᾷς, ἀλλά δέν ἀμφιβάλλουμε ὅτι ἡ σιωπή Σου εἶναι μία διακριτική συνομιλία μέ μᾶς, ἕνας ἀέναος διάλογος ἀγάπης μέ τίς ψυχές μας, ἀκόμα καί ὅταν αὐτές εἶναι ἑρμητικά κλειστές, ἀκόμα κι ὅταν εἶναι σφραγισμένες καί δέν Σέ ἀντιλαμβάνονται. Ναί, Κύριε, ὅπως τίς μεγάλες ὧρες τοῦ Πάθους Σου σιωποῦσες μέν, συγχρόνως, ὅμως, τελεσιουργοῦσες τό μυστήριο τῆς σωτηρίας του κόσμου, ἔτσι καί τώρα εἶναι βέβαιο ὅτι κάθε φορά πού σιωπᾷς στήν ζωή μας καί φαίνεται ὅτι ἀποσύρεσαι, εἶσαι ἀκόμα πιό κοντά μας, καί συντονίζεις μυστικά γιά τόν καθένα μας τήν πορεία πρός τήν ἀληθινή εὐτυχία καί καταξίωση.
Σ' αὐτή τήν ἁγία σιωπή Σου, τήν πολύφθογγη γλῶσσα τῆς ἀγάπης Σου, τήν εὔλαλη μαρτυρία τῆς μακροθυμίας Σου, παιδαγώγησέ μας, Κύριε. Μάθε μας μέσα στήν πολύβουη ἐποχή μας νά σιωποῦμε κι ἐμεῖς, γιά νά ἀκοῦμε τήν θεία, τήν ἥρεμη, τήν γλυκύτατη φωνή Σου στήν ψυχή μας.
Καί ἄς γίνεται ὅλο καί περισσότερο ὁ λόγος μας προσευχή καί εὐχαριστία, ὁμολογία καί δοξολογία σέ Σένα, πού μέ τό Θεῖο Πάθος Σου καί τήν ἡγεμονική σιωπή Σου συγκλονίζεις σήμερα λυτρωτικά τήν ζωή μας.
Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ Σου, Κύριε!