Τα παλιά Αχυρά ήταν ένα πανέμορφο χωριό με όμορφα πλινθόκτιστα σπίτια. Τα απομεινάρια του βρίσκονται 12 χιλιόμετρα δυτικά από την Κατούνα στους πρόποδες των Ακαρνανικών βουνών σε ύψος 500μ. και ήταν χτισμένο πριν το 1521, με προστάτιδα την θαυματουργή Παναγία των Αχυρών.
Τα Αχυρά το τελευταίο καιρό γίνονται όλο και πιο γνωστά μιας και κατασκευάζεται εκεί το φράγμα των Αχυρών.
Φυσική όαση είναι τα Αχυρά για όλο το Ξηρόμερο, γιατί, στην τοποθεσία των Αχυρών αναβλύζει τόσο νερό που υδρεύεται όλο το κεντρικό Ξηρόμερο, από την Κατούνα έως τον Αστακό (Χρυσοβίτσα, Καραισκάκη κ.α.) από την πηγή του κεφαλόβρυσου και φτάνει έως την Αμφιλοχία.
Ο Κεφαλόβρυσος των Αχυρών πηγάζει από τους πρόποδες των Ακαρνανικών ορέων και μάλιστα,όπως λέγεται, είναι η μεγαλύτερη από τις πηγές τους. Οι κάτοικοι των παλιών Αχυρών εκτός της ύδρευσης, εκμεταλλεύτηκαν τα πλούσια νερά του με δύο τρόπους (σύμφωνα πάντα με τις δυνατότητες της εποχής εκείνης).
α) Για το πότισμα των καλλιεργειών τους, των κήπων τους, και των μποστανιών τους. Μάλιστα από την ίδια πηγή πότιζαν τις καλλιέργειές τους και τα διπλανά χωριά.
β) Η δεύτερη εκμετάλλευση ήταν “βιομηχανική” (λειτουργία αλευρόμυλων, νεροτριβών κ.α.) και είναι αυτή που θα ασχοληθούμε σήμερα.
Στη θέση «Κεφαλόβρυσο» υπήρχαν νερόμυλοι και νεροτριβές. Στους νερόμυλους άλεθαν σιτάρι και καλαμπόκι και έπαιρναν το σταρένιο αλεύρι (το καθάριο)
Και το καλαμποκίσιο (το ροκίσιο). Επίσης εκεί έκοβαν και το αλεύρι για τους νοστιμότατους τραχανάδες. Στις νεροτριβές έπλεναν τα ρούχα και τις προίκες τους τα κορίτσια. Εκεί υπήρχαν τα «μαντάνια», μεγάλα ξύλινα σφυριά που με τη δύναμη του νερού έδερναν τα μάλλινα ρούχα (μπατανίες-σαίσματα- απλάδια) για να αποκτήσουν τρίχωμα και να είναι πιο μαλακά και ζεστά.
Η επεξεργασία των υφαντών στη νεροτριβή μπορούσε να γίνει μόνο από τους τέσσερις κοντινότερους προς την πηγή μύλους, και αυτό, γιατί το νερό της πηγής το χειμώνα ήταν σχετικώς ζεστό, στοιχείο που συνέβαλλε στην καλύτερη επεξεργασία τους. Κάθε συγκρότημα μύλου αποτελούνταν από τον αλευρόμυλο, τη νεροτριβή και το μαντάνι.
Όλοι γνωρίζουμε και κατανοούμε τον αλευρόμυλο και τη νεροτριβή, το μαντάνι, όμως ενδεχομένως και όχι. Χρησιμοποιούμε, λοιπόν το μαντάνι για την επεξεργασία των ολόμαλλων υφαντών, υφασμάτων που χρησιμοποιούσαν για να ράβουνε παντελόνια, σακάκια και κουστούμια, σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής την εποχή εκείνη (τα λεγόμενα τσακτσίρια ή δήμητα).
Ο πρώτος μύλος, πλησιέστερα προς την πηγή ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Πετίνη.
Ο δεύτερος μύλος ήταν ιδιοκτησία του Θωμά Παλιογιάννη και στη συνέχεια του Γεωργίου Μπακογιώργου(Μητσάνη).
Ο τρίτος μύλος ήταν του Επαμεινώνδα και της Αργυρούς Κατσιπάνου.
Ο τέταρτος μύλος του Δημητρίου Μαριώλη(μπάρπμα-Μητράκη)
Ο πέμπτος του Μπαλαγιώργα.
Ο έκτος του Λ. Ζαρκαδούλα.
Ο έβδομος της οικογένειας Κατσιγιάννη στη Νίσσα.
Ο Μπακογεώργος Παρασκευάς από τους παραπάνω μύλους πρόλαβε σε πλήρη ενέργεια και λειτουργία το μύλο του Γεωργίου Μπακογεώργου, το μύλο του Επαμεινώνδα Κατσιπάνου. Επιπλέον είχε χρηματίσει και ο ίδιος μυλωνάς στο μύλο του πατέρα του Γεωργίου Μπακογεώργου και μάλιστα στην πιο τρυφερή περίοδο της ζωής του.
Άλλοι θυμούνται και τους νεριάδηδες Γιάννη και Πάνο Τζέλια, οι οποίοι πάντως θεωρούνται όλοι τους από τους πιο μερακλήδες που περάσανε. Όλες εκείνες οι μνήμες, οι παραστάσεις, οι διάλογοι μεταξύ πελατών-πελατισσών και μικρού μυλωνά, οι εικόνες εντός και εκτός του μύλου- νεροτριβής- μαντανιού, οι φορτοεκφορτώσεις των αλεσμάτων, το άπλωμα ποικίλων και πολύχρωμων χοντρορούχων και τόσα άλλα, είναι βαθιά χαραγμένα στη ζωή του με μελάνι ανεξίτηλο.
Για να μπορέσει κανείς να αποδώσει έστω και σε μικρογραφία την πλήρη λειτουργία μύλου- νεροτριβής- μαντανιού, μια νύχτα του χειμώνα, την αναμμένη φωτιά με τα πολλά κούτσουρα, το θόρυβο από τα νερά που πέφτανε, άλλα από τα κανάλια με πίεση, άλλα ήρεμα, κελαριστά, μελωδικά, τον απόλυτο ρυθμικό χτύπο του μαντανιού, τους πολυάριθμους γιούκους με τα απλωμένα ρούχα και τόσα άλλα, θα χρειάζοταν σίγουρα αρκετό μελάνι αλλά και ταλέντο περίσσιο, όπως λέει ο ίδιος ( ΠΑΡ. Μπακογεώργος).
Είναι λοιπόν νομίζουμε φρονιμότερο να περιοριστούμε στη δήλωση της αδυναμίας μας να αποδώσουμε σε αυτό το μικρό άρθρο έναν κόσμο ολόκληρο, έναν κόσμο γεμάτο εικόνες, γεμάτο ήχους και μουσικές, έναν κόσμο γεμάτο από τις μνήμες μιας ζωής που πέρασε.
Εάν επισκεφτεί κανείς τώρα τον Κεφαλόβρυσο θα διαπιστώσει ότι δεν υπάρχει τίποτε που να θυμίζει τα παλιά εκείνα χρόνια. Επιμένει όμως να υπάρχει στις μνήμες εκείνων που τον γνώρισαν, τον έζησαν και τον απόλαυσαν.
Γράφει ο Βαγγέλης Κουτιβής
Πολλά στοιχεία είναι από το βιβλίο του ΑΧΥΡΑ Ξηρομέρου – Αιτωλοακαρνανίας.