Του Νίκου Ιγγλέση
Το δημόσιο χρέος (Χρέος Κεντρικής Διοίκησης) ανήλθε στο τέλος του 2023 σε 406,5 δισεκατομμύρια ευρώ και είναι αυξημένο σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο κατά 6,2 δις, σύμφωνα με το τελευταίο Δελτίο του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ). Για το χρέος αυτό το Δημόσιο πλήρωσε το 2023 τόκους 6,5 δις ευρώ.
Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η οικονομία αναπτύσσεται με γρήγορο ρυθμό, ότι ο προϋπολογισμός έχει πλεόνασμα (εννοεί το πρωτογενές αποτέλεσμα που δεν είναι όμως πλεόνασμα), ότι το χρέος μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ και ότι έχουμε άφθονη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. Τότε, τι συμβαίνει και το χρέος συνεχώς αυξάνεται; Μήπως δε μας λένε ότι ως κράτος επιβιώνουμε μόνο με δανεικά;
Η Ελλάδα, το 2023, δανείστηκε 9,5 δις από τις χρηματαγορές με την έκδοση νέων ομολόγων, 1,9 δις από επανεκδόσεις ομολόγων και 3,9 δις από το Ταμείο Ανάκαμψης. Συνολικά δανείστηκε 15,3 δις. Παράλληλα πλήρωσε 6 δις για ομόλογα που έληξαν, 7 δις για αποπληρωμή δανείων του Μηχανισμού Στήριξης (Μνημόνια) και 895 εκατ. για άλλα δάνεια (Τράπεζα της Ελλάδος, Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων κλπ). Συνολικά πλήρωσε 13,9 δις ευρώ. Τα υπόλοιπα 1,4 δις του δανεισμού πήγαν στην πληρωμή, μέρους μόνο, των τόκων του χρέους.
Στα ανωτέρω ποσά πρέπει να προστεθούν τα Έντοκα Γραμμάτια του Δημοσίου (12 δις) και τα Repos (54,5 δις) που κυρίως ανακυκλώνονται, αλλά και αυξάνονται (Repos + 4,6 δις το 2023).
Συμπέρασμα: Κάθε χρόνο εκδίδουμε περισσότερο χρέος απ’ όσο εξοφλούμε για να μπορούμε να πληρώνουμε εκτός από τα χρεολύσια και τους τόκους. Έτσι, το δημόσιο χρέος αυξάνεται. Μόνο αν ο προϋπολογισμός ισοσκελιστεί, δηλαδή δεν εμφανίζει έλλειμμα αφού έχει πληρωθεί και το σύνολο των τόκων, τότε το χρέος θα παύσει να αυξάνεται, αλλά, όχι και να μειώνεται. Για να αρχίσει να μειώνεται απαιτείται δημοσιονομικό πλεόνασμα (όχι πρωτογενές) το οποίο να κατευθύνεται αποκλειστικά στην πληρωμή των χρεολυσίων, κάτι πρακτικά ανέφικτο για την παραγωγικά αδύναμη ελληνική οικονομία. Το χρέος έχει καταστεί αέναο.
Η Κυβέρνηση όταν αναφέρεται στο χρέος εμφανίζει αυτό της Γενικής Κυβέρνησης (χρέος κατά Μάαστριχτ) που, στο τέλος του 2023, εκτιμάται σε 356,6 δις. Το ποσόν αυτό προκύπτει αν από το συνολικό χρέος των 406,5 δις αφαιρεθεί το χρέος που κατέχουν φορείς του Δημοσίου (Ασφαλιστικά Ταμεία, Νοσοκομεία, Δήμοι, Πανεπιστήμια, Οργανισμοί, Δημόσιες Επιχειρήσεις κ.α.). Τα ταμειακά διαθέσιμα αυτών των φορέων κατατίθενται σε ειδικό λογαριασμό της Τράπεζας της Ελλάδος, μετατρέπονται σε Repos διάρκειας ολίγων ημερών και ανακυκλώνονται συνεχώς.
Η διαφορά μεταξύ του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης και αυτού της Γενικής Κυβέρνησης είναι 49,4 δις, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος των Repos (βραχυπρόθεσμα δάνεια) που αποτελούν μια από τις κατηγορίες του συνολικού χρέους. Τα Repos όμως πρέπει να εξοφλούνται γιατί διαφορετικά θα χρεοκοπήσουν όλοι οι φορείς του Δημοσίου και γι’ αυτά πληρώνονται τόκοι (1,6 δις το 2023).
Το χαμηλότερο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης στη συνέχεια συγκρίνεται με το αυξανόμενο και λόγω του πληθωρισμού ΑΕΠ και προκύπτει ένας δείκτης χρέους προς ΑΕΠ. Υπολογίζοντας το ΑΕΠ του 2023 σε 218 δις σε τρέχουσες τιμές (επειδή δεν έχουν ανακοινωθεί ακόμη τα στοιχεία για το 4ο τρίμηνο του 2023, συμπεριλήφθηκε το αντίστοιχο τρίμηνο του 2022) το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης ανέρχεται σε 186% του ΑΕΠ και αυτό της Γενικής Κυβέρνησης σε 164% του ΑΕΠ. Η Κυβέρνηση φυσικά προτιμάει να προβάλει, το ευνοϊκότερο γι’ αυτήν, δεύτερο νούμερο. Όσο χαμηλότερος είναι αυτός ο δείκτης τόσο λιγότερο πιθανόν είναι να υπάρξει στάση πληρωμών. Η σχέση χρέους προς ΑΕΠ, μάλλον ως δείκτης κινδύνου χρεοκοπίας μιας χώρας μπορεί να θεωρηθεί.
Τα νέα «μνημονιακά δάνεια»
Τον Ιούνιο του 2018 η Ελλάδα βγήκε τυπικά (όχι ουσιαστικά) από τα μνημόνια λαμβάνοντας ένα τελευταίο δάνειο 15 δις ευρώ. Συνολικά από το 2010 είχε λάβει 290 δις. Στη συνέχεια ο αναγκαίος δανεισμός, για την ανακύκλωση του χρέους και την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος, άρχισε να γίνεται μόνο με την έκδοση ομολόγων.
Αυτό δεν κράτησε για πολύ γιατί ήρθε η covid-19 και η παγκόσμια οικονομική και ενεργειακή κρίση. Η Ε.Ε. δημιούργησε διάφορα ταμεία για να μην καταρρεύσει το Ευρωσύστημα. Από τα ταμεία αυτά η χώρα μας έλαβε μέχρι και πέρυσι 5,2 δις από το SURE και 7,3 από το Ταμείο Ανάκαμψης. Σύνολο 12,5 δις. Πρόκειται για δάνεια και όχι για δωρεάν χρηματοδότηση, όπως λέγεται, που προστίθενται στο δημόσιο χρέος και για τα οποία πληρώνονται ετησίως τόκοι. Ό,τι ακριβώς γινόταν και με τα μνημονιακά δάνεια. Μέσα στην Ευρωζώνη δεν υπάρχει δωρεάν χρήμα παρά μόνο δανεικά.
Η εξάρτηση
Το δυσθεώρητο χρέος των 406,5 δις είναι στο σύνολο του συναλλαγματικό, γιατί είναι σ’ ένα νόμισμα που δεν μπορεί να εκδώσει η Ελλάδα. Η εξυπηρέτησή του απαιτεί συνεχή δανεισμό είτε από τις αγορές είτε από τα ταμεία της Ε.Ε. Αυτή η ανάγκη δημιουργεί συνθήκες απόλυτης εξάρτησης. Το 2001, πριν την είσοδο της χώρας μας στην Ευρωζώνη, το 75% του τότε χρέους ήταν σε δραχμές και μόνο το 25% σε συνάλλαγμα. Σε μια νύχτα όλο το δραχμικό χρέος έγινε ευρω-χρέος. Αλλά, το χρέος σε δραχμές το κατείχαν Έλληνες, ήταν στο ελληνικό δίκαιο και οι τόκοι έμεναν στην Ελλάδα. Η διαφορά είναι ότι το χρέος σε δραχμές μπορούσε να εξυπηρετείται και με την έκδοση νέου χρήματος, ενώ το χρέος σε ευρώ μόνο με δανεικά.
Η εξάρτηση από το ευρω-χρέος δεν είναι μόνο οικονομική, όπως πολλοί νομίζουν, αλλά επεκτείνεται σ’ όλες τις κυβερνητικές πολιτικές. Η Ελλάδα πρέπει να συμπεριφέρεται ως καλό και υπάκουο παιδί για να συνεχίσουν οι αγορές, η Κομισιόν, το Βερολίνο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να τη δανείζουν.
Όλες οι βασικές επιλογές στην εσωτερική πολιτική, τη διπλωματία, τις συμμαχίες, την άμυνα, τις θαλάσσιες ζώνες, τις παραγωγικές επενδύσεις, την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, το δημογραφικό, τη μετανάστευση κ.α. πρέπει να έχουν τη σύμφωνη γνώμη των πιστωτών της χώρας. Αυτοί ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τον περιορισμό των δαπανών του κράτους στην υγεία, στην παιδεία, στην κοινωνική πρόνοια, στην εθνική άμυνα, για τις ιδιωτικοποιήσεις των στρατηγικών επιχειρήσεων και των υποδομών της χώρας ώστε να περισσεύουν χρήματα για την εξυπηρέτηση του χρέους. Από τη χρεοκοπία του 2010 είδαμε τι έγινε και εξακολουθεί να γίνεται στην Ελλάδα.
Οι κατέχοντες το χρέος, εκμεταλλευόμενοι την εξάρτηση της χώρας, προωθούν παράλληλα με τα οικονομικά και τα γεωπολιτικά συμφέροντά τους εις βάρος των ελληνικών με την Τουρκία, με την Ουκρανία, με την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε. κ.α.
Αυτή η εξάρτηση πρέπει να τελειώσει, πριν τελειώσει τον Ελληνισμό. Η εθνική κυριαρχία είναι το ζητούμενο σήμερα.
Υ.Γ. 1 Για όσους έχουν αμφιβολίες για τα παραπάνω να θυμίσουμε τη δημόσια δήλωση το 2018 του, εκλιπόντος αργότερα, επίτιμου Αρχηγού ΓΕΕΘΑ Μ. Κωσταράκου: «Τον Ιανουάριο του 2009 το Πολεμικό Ναυτικό ανακοίνωσε την παραγγελία έξι γαλλικών φρεγατών Fremm για να αντικαταστήσει ίσο αριθμό φρεγατών τύπου Έλλη (S–class). Με την έναρξη της οικονομικής κρίσης η παραγγελία περιορίστηκε σε 2 έως 4 σκάφη. Η Γερμανία αντέδρασε στη συμφωνία τον Οκτώβριο του 2011 και γι’ αυτό δεν υπογράφτηκε ποτέ». Για τη Γερμανία προείχε η εξυπηρέτηση του χρέους. Οι παλαιές 9 φρεγάτες τύπου Έλλη, ηλικίας 43-48 ετών, παραμένουν σε υπηρεσία σήμερα.
Υ.Γ. 2 Να θυμίσουμε επίσης, ότι τέσσερεις μέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, Ιούνιος 2018, το Eurogroup, ως επιβράβευση της συμμόρφωσης της Ελλάδας με τα συμφέροντα των δανειστών, παρέτεινε κατά 10 χρόνια την πληρωμή των δόσεων για 96,6 από τα συνολικά 141,8 δις των δανείων του EFSF (2ο Μνημόνιο).
Πηγή: www.ellinikiantistasi.gr