Το 70% των θαλασσινών που καταναλώνονται στην Ευρώπη είναι εισαγόμενα.
Οι ευρωπαίοι αλιείς, σε όλες τις κατηγορίες και δραστηριότητες αλιείας, υπόκεινται σε ορισμένους από τους αυστηρότερους κανόνες στον κόσμο, γεγονός που τους προσδίδει όχι μόνο υποδειγματικό ρόλο αλλά και, πρωτίστως, ρόλο εγγυητή των βέλτιστων αλιευτικών πρακτικών.
Οι ευρωπαίοι συννομοθέτες και, ως εκ τούτου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πρέπει να είναι οι εγγυητές της ισορροπίας κατά τον αναγκαίο μετασχηματισμό ορισμένων πρακτικών που οφείλονται κυρίως στην κλιματική αλλαγή, αλλά και σε διάφορους κατά το μάλλον ή ήττον προβλέψιμους παράγοντες: επιβλαβή είδη και φθίνοντα αποθέματα, αλλά και βελτίωση των δεδομένων για τους ωκεανούς.
Δράση δεν σημαίνει εν προκειμένω απαγόρευση. Δράση δεν σημαίνει επανάσταση. Δράση δεν σημαίνει επιβολή ιδεών και πολιτικών προγραμμάτων στους Ευρωπαίους παράγοντες χωρίς διάλογο, και ακόμη χειρότερα, εις βάρος τους.
Η αιτιολογική έκθεση της πρότασης ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Η παράλυση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο διάλογο με τους αλιείς, τη στιγμή που καλεί σε δράση, είναι αλλοπρόσαλλη και ανησυχητική! Δεν θα αναληφθεί καμία δράση χωρίς τους θεματοφύλακες της σχέσης μεταξύ του ανθρώπου και των ωκεανών, δηλαδή των τοπικών αλιέων και της παραδοσιακής αλιείας μικρής κλίμακας.
Οι ωκεανοί είναι εκτεθειμένοι σε πολλές σημαντικές απειλές: ρύπανση, θέρμανση των ωκεανών, πλαστικά και κλιματική αλλαγή με τις αντίστοιχες ορατές τους επιπτώσεις: αύξηση του ευτροφισμού, της οξίνισης, της θέρμανσης των ωκεανών, της ρύπανσης από πλαστικά ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ανεξέλεγκτη αύξηση των αρπακτικών πτηνών. Ωστόσο, όπου τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έχουν ενεργήσει σε στενή συνεργασία με τον αλιευτικό κλάδο και τους αλιείς, σημειώθηκε πρόοδος και θετικές εξελίξεις.
Για παράδειγμα, υπάρχουν σημαντικές βελτιώσεις στην κατάσταση των ιχθυαποθεμάτων στις θάλασσες της ΕΕ και πολλές δραστηριότητες με πιστοποιημένη βιωσιμότητα στον τομέα της αλιείας. Τα τελευταία 20 χρόνια, η βιομάζα ιχθύων στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό αυξήθηκε σημαντικά και, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ΕΤΟΕΑ (ΕΤΟΕΑ 22-01 ad hoc) το 2020, ήταν περίπου 35 % υψηλότερη από ό,τι το 2003. Ταυτόχρονα, η θνησιμότητα λόγω αλιείας έχει μειωθεί σημαντικά ενώ ο αριθμός των υπεραλιευόμενων αποθεμάτων μειώνεται επίσης.
Δυστυχώς, η χαοτική επικοινωνία και η εσωτερική σύγχυση γύρω από το σχέδιο δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη μετατροπή του σε ένα σχέδιο τελευταίας ευκαιρίας που θα εξάλειφε τις τρέχουσες καλές πρακτικές, τα κοινωνικοοικονομικά ζητήματα και τις θέσεις του αλιευτικού κλάδου, και το οποίο θα είχε ολέθριες συνέπειες για τα κράτη μέλη ενώπιον του Δικαστηρίου. Η επόμενη θητεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα πρέπει να αποφεύγει αυτού του είδους τις παγίδες και να μη παίζει πολιτικά παιχνίδια με ένα ζήτημα τόσο σημαντικό όσο οι ωκεανοί. Τα σχέδια δράσης πρέπει να θεμελιώνονται σε επιτυχίες και αποτυχίες, σε θυσίες και προσπάθειες του ευρωπαϊκού αλιευτικού κλάδου. Στόχος των σχεδίων δράσης δεν πρέπει να είναι η αντικατάσταση της ευρωπαϊκής αλιείας με εισαγωγές, κατά μείζονα λόγο μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος άνοιξε τα μάτια των Ευρωπαίων και του κόσμου όσον αφορά την αναγκαιότητα διασφάλισης της στρατηγικής αυτονομίας και της επισιτιστικής ασφάλειας με τον ίδιο τρόπο με τη διασφάλιση της γεωργίας.
Τέλος, ένα άλλο σημαντικό σημείο είναι το εξής: πρέπει να γνωρίζουμε για τι πράγμα μιλάμε. Ας βασιστούμε επομένως στην επιστημονική έρευνα η οποία, σε συνδυασμό με τις αλιευτικές δραστηριότητες, συμβάλλει ήδη στο να καταστεί η ευρωπαϊκή αλιευτική πολιτική υποδειγματική πολιτική, η οποία βασίζεται στην επιστήμη και την πραγματικότητα. Ορισμένες φορές παρατηρείται έλλειψη ορθολογισμού σε συζητήσεις και θέσεις, με ορισμένους να επιθυμούν να επιβάλουν απαγορεύσεις, αντί να κατανοήσουν ότι είναι απολύτως εφικτό να περιοριστεί ή να οργανωθεί η συνύπαρξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και η προστασία των ωκεανών. Η απαγόρευση ορισμένων δραστηριοτήτων που ρυθμίζονται ικανοποιητικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο συχνά επιτρέπει την έγκριση κακών πρακτικών στο εξωτερικό.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια τετραετούς ερευνητικού προγράμματος, εξετάστηκαν προσεκτικά οι επιπτώσεις της αλιείας σταχτογαρίδας στους δεσπόζοντες τύπους ενδιαιτημάτων στα εθνικά πάρκα της Θάλασσας του Βάντεν κατά μήκος των γερμανικών ακτών της Βόρειας Θάλασσας. Το πρόγραμμα περιλάμβανε έρευνα τόσο για τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις όσο και για τις μακροπρόθεσμες αλλαγές που προκαλούνται από την αλιεία σταχτογαρίδας. Το αποτέλεσμα: η αλιεία σταχτογαρίδας έχει μικρό μόνο αντίκτυπο στον θαλάσσιο βυθό. Στις περιπτώσεις που υπήρχαν επιπτώσεις σε επίπεδο είδους, αυτές ήταν μόνο βραχύβιες. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά δεν είναι νέα. Όταν ιδρύθηκαν τα δύο εθνικά πάρκα στις γερμανικές ακτές της Βόρειας Θάλασσας, πραγματοποιήθηκε ολοκληρωμένη μελέτη σχετικά με την επίδραση της αλιείας σταχτογαρίδας με τίτλο «Έρευνα για το οικοσύστημα της Θάλασσας του Βάντεν». Στην τότε τελική έκθεση, οι συγγραφείς κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι άμεσες επιπτώσεις της αλιείας σταχτογαρίδας είναι μόνο βραχυπρόθεσμες.
Συμπερασματικά, με τις ΠΘΠ επιδιώκονται διάφοροι στόχοι διατήρησης. Θεσπίζονται για την προστασία φυσικών πόρων, όπως θηλαστικά, πτηνά ή χελώνες, συχνά όχι ειδικά για την προστασία του θαλάσσιου βυθού. Τα μέτρα διαχείρισης προσαρμόζονται στις αντίστοιχες τοπικές συνθήκες.
Ως εκ τούτου, το σχέδιο δράσης θα πρέπει να ακολουθεί μια εγκάρσια και ολιστική προσέγγιση και να μην εστιάζει μόνο στις αλιευτικές δραστηριότητες ως αποκλειστικές υπεύθυνες για όλα τα προβλήματα.