Ήταν στα μέσα του 1950, όταν το λιμάνι του Αστακού αναπτύχθηκε σε ένα από τα πιο αξιόλογα εξαγωγικά λιμάνια, χάρη στα βελανίδια της περιοχής Ξηρομέρου, που εξάγονταν από εκεί στα εργοστάσια βυρσοδεψίας στην Ελλάδα, στην Ιταλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το εξαγωγικό αυτό ενδιαφέρον αποδίδεται στο γεγονός ότι τα κύπελλα των καρπών της βελανιδιάς, που προέρχονταν από την περιοχή του Ξηρομέρου, θεωρούνταν τα καλύτερα της Ελλάδας για την περιεκτικότητα τους σε δεψικές ουσίες.
Το Ακαρνανικό βελανίδι μεταφέρονταν κυρίως στο εργοστάσιο Ε. Σουρλάγκα στη Μυτιλήνη, στην Αγκώνα, τη Βενετία, το Λιβόρνο, τη Τεργέστη, Αγγλία, Πορτογαλία ακόμα και Δανία
Οι περιηγητές Scrofani και Pouqueville πληροφορούν ότι οι εξαγωγές βελανιδιού από το Λουτράκι του Αμβρακικού έφθαναν τις 300.000 οκ. (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.) ετησίως.
Ο Pouqueville μάλιστα σημειώνει ότι στην παραλία του Ξηρομέρου απέναντι από τη Λευκάδα οι κάτοικοι αποζούσαν από το εμπόριο βελανιδιού.
Με την πώλησή του εκάλυπταν τους φόρους και αγόραζαν και μερικά είδη από το εξαγωγικό εμπόριο. Αυτό κατά μείζονα λόγο συνέβαινε στην περιοχή του Δραγαμέστου όπου σε εποχή ξυλοκαρπίας 18° -19° αι.
Αργότερα έφθαναν οι εξαγωγές σε 5-6 εκατομμύρια οκάδες, δηλ. 7.500 τόνους περίπου.
Στην Κατούνα υπήρχαν εργαστήρια επεξεργασίας βελανιδιού και δερμάτων που ανήκαν στον πρόκριτο Μήτσο Μαυρομάτη.
Κατά την εποχή του Αλή πασά (1804-1820) το προσοδοφόρο εμπόριο του βελανιδιού ήταν στις προτεραιότητες του σατράπη.
Εξάλλου από την Αλή είχε ιδιαίτερα εκτιμηθεί η αξία των δασών της περιοχής του, γι’ αυτό διορατικός καθώς ήταν, εφήρμοσε δασική πολιτική στην περιοχή.
Έτσι επεδίωκε να υπαγάγει στη δικαιοδοσία του είτε με εικονικές αγορές είτε με ενοικιάσεις και σφετερισμούς όσο το δυνατόν μεγαλύτερες δασικές εκτάσεις στην Ήπειρο και Αιτωλοακαρνανία.
Τα τσιφλίκια του Αλή που καταγράφει ο Αραβαντινός περιλαμβάνουν μεγάλες δασικές εκτάσεις.
Προδρομίτες και άλλοι Ξηρομερίτες από την περιφέρεια του Δραγαμέστου, τη Μαχαιρά και τη Μπαμπίνη συμμετείχαν ενεργά στη συλλογή βελανιδιού που διοχέτευαν στο Δραγαμέστο, σημαντικό κέντρο εξαγωγής βελανιδιού ως τις αρχές του 20ου αι.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η πώληση του βελανιδιού γινόταν συλλογικά από κάθε χωριό μέσω των προεστών που έπαιζαν συνήθως και το ρόλο των μεσαζόντων.
Ο περιηγητής Leake αναφέρει χαρακτηριστικά ότι άνθρωπος της συνοδείας του αγόραζε από τους προεστούς το βελανίδι 37 πιάστρα το καντάρι και το μεταπωλούσε 50.
Ένα δεύτερο κέντρο εξαγωγής βελανιδιού ήταν το Λουτράκι όπου κατέβαιναν οι κάτοικοι και το πουλούσαν όπου έβρισκαν συμφέρον.
Το βελανίδι του Ξηρομέρου ήταν μικρότερο από το Πελοποννησιακό, αλλά υπερείχε σε ποιότητα ως δεψικό και χρωστικό υλικό και γι’ αυτό είχε μεγάλη ζήτηση στο εμπόριο.
Το βελανίδι πρώτης ποιότητας λεγόταν χαμάδα. Επρόκειτο για τον άγουρο ακόμα καρπό, μικρό φυσικά σε μέγεθος που έπεφτε από το δένδρο από τα μέσα Ιουλίου.
Αυτή τη χαμάδα, λιγοστή οπωσδήποτε σε ποσότητα, αγόραζαν οι έμποροι σε καλύτερη τιμή γι’ αυτό και οι ντόπιοι έσπευδαν να τη μαζέψουν.
Στις αρχές του 19ου η τιμή της κυμαινόταν ανάμεσα στα 20-40 πιάστρα. Στα 1830 αγοραζόταν στην Τεργέστη 5,50 – 6 φιορίνια το καντάρι.
Το ώριμο βελανίδι που ήταν το κύριο προϊόν της συγκομιδής ονόμαζαν «μάτερο» και με αυτό γέμιζαν τις αποθήκες.
Κατά το 1830 πουλιόταν στην Τεργέστη 2,5 -4 φιορίνια. Η «χάχλα» ήταν η τελευταία ποιότητα. Προερχόταν από τα υπολείμματα του βελανιδιού στο δένδρο μετά το χτύπημα του λούρου, που έπεφταν με τις βροχές του Φθινοπώρου.
Η χάχλα πουλιόταν στη μισή τιμή του μάτερου. Στην πρώτη δεκαετία του 19ου κατά τον περιηγητή Leake αγοραζόταν 8-15 πιάστρα.
Ο περιηγητής Dodwell θεωρεί το βελανίδι της περιοχής του Μεσολογγίου κατώτερης ποιότητας. Αν λάβουμε υπόψη την αγοραστική αξία και των άλλων εμπορευμάτων (Β’μισό 18ου αι. – αρχές 19ου) διαπιστώνουμε ότι η τιμή του βελανιδιού α ποιότητας προσέγγιζε την τιμή του σιταριού, υπολειπόταν από το σιτάρι μετά την μετατροπή των δεδομένων σε άσπρα 1,5 άσπρο.
Μετά την απελευθέρωση ο βελανιδώνας του Ξηρομέρου χαρακτηρίστηκε εθνικό κτήμα. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση ύστερα από τους αγώνες του Θοδωράκη Γρίβα στην εθνική αντιπροσωπεία δόθηκε το δικαίωμα νομής του βελανιδόκαρπου στα χωριά του Ξηρομέρου.
Ο Heuzy αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, αν και ιδιοκτήτης ήταν το κράτος, το βελανίδι ανήκε σε όποιον το μάζευε. Η συγκομιδή ήταν ελεύθερη, εφόσον εξασφάλιζε με τους δασμούς εξαγωγής τεράστια έσοδα στο κράτος.
Από τότε μοιράστηκε το δάσος ώστε κάθε χωριό να έχει κατά τη συγκομιδή «το τεμάχι του». Κατά το 1868 που γεννήθηκε ο διάδοχος Κων/νος, τα ανάκτορα αξίωσαν να γίνει το δάσος βασιλική προνομία
Το γεγονός αυτό ξεσήκωσε τους Ξερομερίτες που με διαμαρτυρίες κατόρθωσαν να ματαιώσουν τα εις βάρος τους σχέδια.
Το βελανίδι εξακολουθούσε ν’ αποτελεί το “μάνα” του Ξηρομέρου όπως προσφυώς ονομάστηκε σ’ όλο το 19° αι. και στις αρχές του 20ου μέχρι τότε που επεκράτησαν στα βυρσοδεψεία και υφαντουργία τα χημικά υλικά (χρώμιο, κ.ά).
Κάθε χωριό από τις αρχές Αυγούστου φρόντιζε να βάλει δραγάτη στο τεμάχι του ώστε να φυλαχτεί ακόμα και η χαμάδα.
Αρειμάνιοι ντουλαμοφόροι από τους χαρακτηριστικούς τύπους του Ξηρομέρου “τους περισσότερο φίλους της κίνησης παρά της εργασίας”, οπλισμένοι με σασεπώ και αργότερα με γκρά διέσχιζαν το βελανιδοδάσος και έκαναν παντού αισθητή την παρουσία τους.
Από τα χωριά του Ξηρομέρου δεν είχαν δικαίωμα νομής στο βελανιδοδάσος μόνο τα “Καραγκούνικα χωριά”.
Κι αυτό γιατί μέχρι τα μέσα του 19ου αι. ήταν ακόμα σκηνίτες, και βρίσκονταν υπό τη δυσμένεια του Θ. Γρίβα που επέτυχε τη διευθέτηση της νομής.
Ευνοημένα ιδιαίτερα ήταν τα χωριά που έτυχαν να βρίσκονται κοντά ή και μέσα στο βελανιδώνα .
Εκτός από τις πάμπολλες βελανιδιές που στα χωράφια τους έβρισκαν πλούσια τροφή γι’ αυτό και κατέβαζαν πλούσιο καρπό, οι χωρικοί αυτοί προλάβαιναν να μαζεύουν τη χαμάδα, πριν αρχίσει κανονικά η συγκομιδή.
Από τα μέσα Σεπτεμβρίου που ο καρπός ήταν ώριμος, άρχιζαν να κατεβαίνουν στον βελανιδώνα καραβάνια ολόκληρα για τη συγκομιδή, σωστή μετοικεσία των Ξηρομεριτών.
Καραβάνια από τα ριζοβούνια (Βούστρι, Αχυρά, Κομποτή) από το δήμο Σολίου (τα χωριά Ζάβιτσα, Μερδενίκου, Βάρνακας, Κανδήλα, Μύτικας) και του Εχίνου (τα χωριά γύρω από την Κατούνα και το Μαχαλά) κατευθύνονταν στο δάσος της Μάνινας που απείχε μια μέρα δρόμο από τα χωριά τους.
Το ίδιο συνέβαινε και στα δάση του Βάλτου. Ορεσίβιοι Βαλτινοί και ποιμένες νομάδες κατέβαιναν ομαδικά κατά οικογένειες για να κατασκηνώσουν για πολύ διάστημα στους βελανιδώνες και να στήσουν μαγαζιά- παραπήγματα στο Λουτράκι για την πώληση του βελανιδιού.
Κάθε οικογένεια αποτελούσε κομπανία ολόκληρη με υποζύγια, ψωμί και τρόφιμα κυρίως όσπρια και τραχανά για μέρες και με το μοναδικό εργαλείο της συγκομιδής, τα λούρια που ύστερα από ολόκληρη διαδικασία φρόντιζαν να είναι εύρωστα και ίσια.
Καθώς έφθανε κάθε χωριό στο “τεμάχι του”, κάθε οικογένεια έπρεπε να στήσει το κατάλυμα της κυρίως με ξύλα και κλάρες από δένδρα (γορδί ή φρατζέτο το έλεγαν).
Ανάλογα με τις οικογένειες που συγκεντρώνονταν σε κάθε τεμάχιο καθορίζονταν και τα προς κλήρωση μερίδια.
Έτσι κάθε φθινόπωρο τα δάση στο Ξηρόμερο και Βάλτο ζωντάνευαν αποτελώντας ένα μικρόκοσμο.
Κοντά στους καταυλισμούς λειτουργούσε μια υποτυπώδης αγορά. Μαγαζιά του Αστακού ή του Αιτωλικού έστηναν παραρτήματα με πρόχειρες καλύβες και παραπήγματα.
Λιγοστές πραμάτειες όπως, πανικά, ψιλικά, κεφαλομάντηλα, κάλτσες, ρύζι, καφές ανταλλασσόταν με βελανίδι. Δεν έλειπε και το καφενείο για κανένα ούζο, καφέ ή λουκούμι.
Η συγκομιδή του βελανιδιού ήταν σκληρή δουλειά. Το τίναγμα του βελανιδιού από τους άνδρες προϋπέθετε ψυχραιμία, ισορροπία, αναρρίχηση σε γκρεμούς ακόμα και με τριχιά.
Αλλά και το μάζεμα του από τις γυναίκες είχε πολλές δυσκολίες, μέσα στο λιοπύρι, στ’ αγκάθια, στους σκορπιούς και στα φίδια.
Το βελανίδι τους εξασφάλιζε το ψωμί, αλλά ήταν πληρωμένο με ιδρώτα και αίμα, γιατί δεν έλειπαν και τα ατυχήματα.
Η συλλογή του βελανιδιού ήταν ωστόσο και το ευκολότερο στάδιο εργασίας από όπου δεν έλειπαν τα παιδιά.
Φορτωμένα το καθένα το σάκο του κυνηγούσαν ανάμεσα στη χλόη και τα ξερόχορτα το “πολύτιμο βελανίδι”.
Με το βασίλεμα του ήλιου κάθε οικογένεια ξεφόρτωνε το βελανίδι της μέρας στο κατάλυμά της. Αν ο σφόνδυλος του βελανιδιού έβγαινε από το καπάκι (βελάνα το έλεγαν οι ντόπιοι) έπρεπε η οικογένεια να καθίσει να “ξεβελανιάσει”.
Η προετοιμασία για την πώληση ακολουθούσε τα εξής στάδια: το καθάρισμα και το κοσκίνισμα για να απομείνει καθαρό το βελανίδι και επακολουθούσε η αφαίρεση με επιδεξιότητα των εσωτερικών σφονδύλων.
Ανάλογα με την ποιότητα και το μέγεθος το κατέτασσαν στην α’ ή β’ κατηγορία (σελέκι και σαλκίμι στα τουρκικά η ορολογία από τη συγκομιδή στη Μ. Ασία).
Η πώληση στο Ξηρόμερο γινόταν επί τόπου. Συχνά οι πιο πλούσιοι αγόραζαν τη συγκομιδή των φτωχών. Συνήθως όμως κατέφθαναν οι μεσίτες των εμπόρων από τον Αστακό, ο οποίος οφείλει την ανάπτυξη του το 19° αι. και στο εμπόριο του βελανιδιού.
Κατά τις πληροφορίες του περιηγητή Heuzy μια πολυμελής οικογένεια μπορούσε να έχει απόδοση από τη συγκομιδή του βελανιδιού ως 1.000 δραχμές ετησίως χωρίς δαπάνες και πολύ κόπο, ποσό σχεδόν επαρκές για τη διατροφή της.
Τι’ αυτό ακριβώς το λόγο εγκαταλείπονταν οι άλλες κοπιώδεις αγροτικές εργασίες.
Μετά την πώληση γινόταν το “σάκκιασμα” σε τσουβάλια που έφερναν οι έμποροι, το ζύγισμα και η πληρωμή.
Και στη συνέχεια η μεταφορά στις αποθήκες που είχαν ακριβώς κτιστεί γι’ αυτό το προϊόν στον ευλίμενο όρμο του Αγίου Πανταλεήμονα κοντά στο Πλατυγιάλι Αστακού.
Πρόκειται για μεγάλο συγκρότημα αποθηκών, όπου κάθε Αστακιώτης βελανιδέμπορος είχε τη δική του αποθήκη.
Η μεταφορά ως εκεί γινόταν παλιότερα με Πραματιώτες και Καραγκούνηδες αγωγιάτες.
Ενώ η συλλογή του βελανιδιού πραγματοποιούνταν από τα τέλη Αυγούστου ως τα τέλη Σεπτεμβρίου, οι φορτώσεις στα πλοία δε γίνονταν νωρίτερα από Απρίλιο ή Μάιο-Ιούνιο, του επόμενου έτους για να επιτευχθεί η απόλυτη ξήρανση του προϊόντος και να μην είναι ανεπιθύμητο στην αγορά.
Γι’ αυτό η αποθήκευση ήταν μια κρίσιμη περίοδος και έπρεπε να πληροί ορισμένες συνθήκες. Οι έμποροι βρίσκονταν σε επιφυλακή για την προστασία του προϊόντος από την υγρασία (για να μην ανάψει).
Γι’ αυτό γίνονταν γυρίσματα των σωρών και επεξεργασία μέχρι να κλειστούν συμφωνίες με πελάτες εσωτερικού και εξωτερικού. Η φύρα από την ξήρανση έφθανε 8-10% ενώ από την εκβολή των σπονδύλων σε 18-20%.
Κατά το 19° αι. που τα ναυτικά δεδομένα έχουν αλλάξει στη διακίνηση του βελανιδιού συμμετέχουν Επτανησιώτες και ‘Αγγλοι από τα απέναντι αγγλοκρατούμενα Επτάνησα όπως και πολλοί ντόπιοι καπετάνιοι και πλοιοκτήτες από Κανδήλα και Κάλαμο.
Μεγάλη συχνότητα στις φορτώσεις έχουν οι Θιακοί. Έτσι μεγάλα μπάρκα συχνά με τρία άρμπουρα φόρτωναν το βελανίδι για Τριέστι και Μάλτα, που ήταν διαμετακομιστικός σταθμός εμπορίου, την Πάτρα, τη Μυτιλήνη, το Βόλο, τον Πειραιά, τη Σάμο όπου υπήρχαν βυρσοδεψεία.
Το βελανίδι όμως συνιστά και μια άλλη πηγή προσόδων. Αποτελεί κατάλληλη τροφή για τη διατροφή χοίρων που κατά 19° αι. ήταν περιζήτητοι στις απέναντι ιταλικές ακτές, ακόμα και στη Μάλτα.
Πρόκειται για μια αποδοτική επιχείρηση γνωστή από την εποχή του Οδυσσέα. Τα δάση του Βάλτου θεωρούνται τα πιο κατάλληλα, γιατί εκεί επιχωριάζει η βελανιδιά-αριά της οποίας οι καρποί αργούν να πέσουν και διατηρούνται ακόμα και το χειμώνα.
Έτσι αποτελούν ένα απέραντο λιβάδι γεμάτο βελανίδια που φιλοξενεί το χειμώνα και μάλιστα αντί πληρωμής (δικαίωμα βοσκής) κοπάδια από όλη την Ακαρνανία.
Οι χοίροι που τρέφονται σ’ αυτούς τους βελανιδώνες είναι μαύροι, κοντόχονδροι, νευρώδεις και με σηκωμένες τρίχες. Προσιδιάζουν στον αγριόχοιρο.
Το βελανίδι σ’ αυτή την περιοχή είναι τόσο συνυφασμένο με τη ζωή των ανθρώπων ώστε γίνεται κάποτε και τροφή τους που συνοδεύεται με καλαμποκίσιο ψωμί.
Η συλλογή του βελανιδιού σταμάτησε το 1964, οπότε σταμάτησε και το εμπόριο.