Οι κοφτερές κορυφογραμμές γκρεμίζονται σε βαθιές χαράδρες. Τα χωριά βουλιάζουν στη βλάστηση και στα τρεχούμενα νερά. Θαύματα φύσης και ανθρώπου ορίζουν τα Κράβαρα, τα βουνά-είσοδο στο παραμύθι της ορεινής Ναυπακτίας.
Σαράντα πέντε χωριά πνιγμένα στη βλάστηση. Κοφτερές βουνοκορφές, απανωτές στροφές, δρόμοι που αιωρούνται πάνω από θεαματικές χαράδρες. Αφθονία νερών, πλούτος μονοπατιών, καφενεία, εκκλησίες, πολλά γεφύρια και άλλα τόσα ιστορικά χάνια.
Ο για χρόνια πολλά απομονωμένος κόσμος της ορεινής Ναυπακτίας φωλιάζει στη σμίξη Αιτωλίας, Φωκίδας και Ευρυτανίας, στα θρυλικά Κράβαρα· το δυσπρόσιτο και άγονο κομμάτι βορείως της Ναυπάκτου που κατά την εποχή της τουρκοκρατίας -λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας- επιλέχθηκε από τους αγρότες της Αιτωλίας ως ασφαλές καταφύγιο. Από εδώ περνούσε ο παλιός δρόμος που ένωνε Πάτρα-Λαμία-Θεσσαλονίκη (εξ ου και τα πολυάριθμα χάνια), εδώ και ο καταγάλανος Εύηνος -ο γνωστός «Φιδάρης»- που μετά από μια τεχνητή λίμνη και 100 ορμητικά χιλιόμετρα αργότερα χύνεται στον Πατραϊκό Κόλπο. Εδώ και η πίστα rafting, εδώ το σπιτικό φαγητό, εδώ και το ξακουστό Καρέλι (το σωζόμενο ξύλινο κουτί με τα καρούλια), που έως το 1965 αποτελούσε τον μοναδικό τρόπο διάσχισης του κατά τα άλλα αδιάβατου ποταμού.
Δύσκολες οι διαδρομές που θα επιχειρήσεις. Μεγαλειώδεις, χορταστικές, αξέχαστες. Και πολύωρες. Σκέψου πως η απόσταση Αθήνα-Ναύπακτος είναι 220 χλμ. – περίπου 3 ώρες. Ναύπακτος-Ανω Χώρα = 58 χλμ. διάρκειας 1,5 ώρας.
Τα νεόκτιστα και προσεγμένα καταλύματα ως επί το πλείστον συνωστίζονται στα κεφαλοχώρια Ανω Χώρα, Κάτω Χώρα και Πλάτανος, στην Ελατού και στα Κρυονέρια. Τα πιο ζωντανά χωριά είναι η Αράχοβα, η Κλεπά, η Σίμου και ο Πλάτανος, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα ο κόσμος εμφανίζεται ως διά μαγείας τα Σαββατοκύριακα. Επίσης σημαντικό: για βενζινάδικο ούτε λόγος (εκτός από τη λύση «βενζίνη στο μπιτόνι» στο Ευηνοχώρι Κλεπά) οπότε όσοι πιστοί, ας ξεκινούν «γεμάτοι».
Τώρα, όσον αφορά την έκφραση «από τα Κράβαρα κατέβηκες;», αυτή απορρέει από το εξής: λόγω του βραχώδους εδάφους, οι κάτοικοι της ορεινής Ναυπακτίας για να βγάλουν τα προς το ζην έφευγαν από τα σπίτια τους και επιδίδονταν σε δουλειές του ποδαριού (πλανόδιοι τεχνίτες, φωτογράφοι, εμπειρικοί γιατροί κ.ά.).
Κάπως έτσι, «Κραβαρίτης» κατέληξε να σημαίνει φτωχός, ενώ όπως οι Στεμνιτσιώτες είχαν τα «μεστιτσιώτικα», έτσι κι αυτοί χρησιμοποιούσαν τον δικό τους μυστικό κώδικα για τις εμπορικές συναλλαγές, τα «μπουλιάρικα». Γνωστός και μη εξαιρετέος «Ο Ζητιάνος» του Α. Καρκαβίτσα, η ηθογραφική νουβέλα του 1897, όπου ο πρωταγωνιστής δεν είναι άλλος από έναν παμπόνηρο ζητιάνο από τα Κράβαρα.
Τέλος πάντων, περασμένα ξεχασμένα τα παρελθοντικά, δύο οι δρόμοι που μπορείς να ακολουθήσεις, και οι δύο με κατάληξη τα παραλίμνια Ευηνοχώρια (ή το καταφύγιο της Γραμμένης Οξυάς – από “κεί και έπειτα ο χάρτης δείχνει «Ευρυτανία»). Η ευκολότερη πορεία ανεβαίνει παράλληλα με τον ποταμό Μόρνο, με κατεύθυνση προς Σίμου και Πλάτανο, η ωραιότερη (λόγω των κορυφογραμμών που χάσκουν στον ορίζοντα) εισέρχεται ελάχιστα στη Φωκίδα -περνά ξυστά από την ιστορική Μονή Βαρνάκοβας- και μέσω Λιμνίτσας, βρίσκει την Ελατού, την Ανω Χώρα και την Ευηνολίμνη.
Κακοτράχαλες γενικότερα οι πλάγιες – σκληροτράχηλοι οι άνθρωποι. Τότε. Σήμερα, για κάποιον ανεξήγητο λόγο (γιατί εδώ και χρόνια έχουν μάθει να δουλεύουν με τους διαβάτες; γιατί οι άνθρωποι πάντα συσπειρώνονται ενάντια στα στοιχεία της φύσης;) οι ντόπιοι αποπνέουν μια γλυκύτητα. Οπως η κυρία Νίτσα, η ιδιοκτήτρια στο Χάνι Ρέρεση, ίσως η πρώτη «νόστιμη» συνάντηση της διαδρομής!
Χάνια & κεφαλοχώρια
Τα πολύωρα -σήμερα- ασφάλτινα χιλιόμετρα κάποτε γίνονταν σε χωμάτινους δρόμους βυθισμένους στο χιόνι. Τι ώρες; Ολόκληρες μέρες έπαιρναν! Τις κακουχίες της εποχής αντικατοπτρίζει το μνημείο αφιερωμένο στην «οικογένεια του ’30 στον δρόμο για το χωριό» (στο 23ο χλμ. Ναυπάκτου-Σίμου), το οποίο αναγράφει και τον τότε αριθμό των κατοίκων: «Ναύπακτος 4.440, Ναυπακτία 30.500, αιγοπρόβατα 900.000!». Καραβάνια και διαβάτες διανυκτέρευαν στα πάντα ανοιχτά χάνια τα οποία τοποθετούνταν σε καίρια σημεία (συνήθως σταυροδρόμια), μερικές από τις καμινάδες των οποίων καπνίζουν μέχρι σήμερα. Τα πιο γνωστά είναι το Χάνι Ρέρεση (στο 10ο χλμ. Ναυπάκτου – Λιδορικίου), το Χάνι Μπανιά (στον τερματισμό της πίστας ράφτινγκ του Ευήνου) και το Χάνι Λιόλιου (στο σταυροδρόμι Πλατάνου-Ανω Χώρας-Ευηνοχωρίων) που μετρά 6 γενεές. Πίτες, κυνήγια, λουκάνικα και αυθεντική φιλοξενία είναι τα βασικά συστατικά της επιτυχίας, που… πρέπει να δοκιμάσεις.
Στο ανατολικό, πιο άγριο κομμάτι της ορεινής Ναυπακτίας (βλ. δεύτερη διαδρομή), ο Ασπριάς ξεχωρίζει για το «Καφενείο της Ανθής», το 25 χρονών στέκι με σπεσιαλιτέ το γουρούνι στιφάδο (τον χειμώνα ανοιχτό Π-Σ-Κ). Η Κεντρική έχει κι αυτή τα καφενεία της και τον χωματόδρομο προς το Καταφύγιο. Το Καταφύγιο είναι η αφετηρία για το Κεφαλογιόφυρο, τη μονότοξη καμάρα μέσω της οποίας επικοινωνούσαν τα Κραβαριτοχώρια με την Κάτω Δωρίδα. Από εδώ πέρασαν και οι διασωθέντες της Εξόδου του Μεσολογγίου ώσπου βρήκαν καταφύγιο στο προαναφερόμενο Μοναστήρι της Βαρνάκοβας.
Η Ανω Χώρα, τώρα, ξεχώρισε από το 2000 και ύστερα, με τη δημιουργία του πρώτου (εκ των πολλών σήμερα) ξενοδοχείου Κρυστάλ. Μα και οι υποδομές να μην υπήρχαν, σίγουρα θα τη θυμόσουν για τα πλούσια δάση, για την «αγορά» -τον μια ευθεία δρόμο με τα καφενεία-ταβερνεία-, για το ρέμα του Κάκαβου και το ξακουστό του γεφύρι -45’ περπάτημα μέσα από κέδρους, καστανιές και έλατα- και τον «Καρνάβαλο», το ηρωικό, πρώτο λεωφορείο που συνέδεε την (κάποτε) άγονη γραμμή Ναυπάκτου – Ανω Χώρας. Ο ένας και μοναδικός οδηγός του, ο θρυλικός «Λουρίδας», κατά κόσμον Κ. Χρυσανθόπουλος, το οδηγούσε από το ‘54 μέχρι το ‘79, -5 ώρες φορτωμένος με ανθρώπους και ζώα-, μέχρι που (καλώς) το άφησε για ενθύμιο στην κοινότητα…
Τα πλούτη του Εύηνου
Μισή ώρα κάνεις για την Αμπελακιώτισσα με τις πυκνοδασωμένες πλαγιές και την ανδρική μονή του 1456. Αλλο τόσο μετράς για τα Κρυονέρια, ώσπου μέσω ενός χωματόδρομου αντικρίζεις τον Εύηνο να γίνεται λίμνη. Το νεοαφιχθέν οικοσύστημα σχηματίστηκε το 2002 με τη δημιουργία φράγματος στον Αγιο Δημήτριο, το 25% των νερών του οποίου ταξιδεύει υπογείως στον Μόρνο και υδροδοτεί την Αττική.
Το βλέμμα ψηλά. Αράχοβα και Κλεπά τα μπαλκόνια της Ευηνολίμνης. Τα «αδελφά» χωριά έχουν να επιδείξουν τις ωραίες τους πλατείες με τα πλατάνια, τη θέα στα γαλαζοπράσινα νερά, τα καφενεία-παντοπωλεία βγαλμένα από το παρελθόν και στα Στενά της Κλεπάς, την πύλη Ευρυτανίας-Ναυπακτίας, το μονότοξο γεφύρι της Κλεπάς σφηνωμένο στα βράχια. Δρόμο παίρνεις δρόμο αφήνεις, πίσω σου η λίμνη. Σειρά έχει ο Πλάτανος με τα πλακόστρωτα, με το αρχηγείο του Καραΐσκάκη και το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, τη βιβλιοθήκη και τα λιθανάγλυφα στις θύρες των σπιτιών. Παρακάτω θαυμάζεις την πετρόχτιστη Σίμου, και απ’ το Στράνωμα, έχεις στα πόδια σου τον Εύηνο να σέρνεται στον κάμπο, να γίνεται «Φιδάρης». Αν συνεχίσεις παράλληλα με τα νερά προς τον Ανω Κάμπο Στρανώμης, συναντάς το ακόμα λειτουργικό «Καρέλι» παρέα με τη μεταγενέστερη κρεμαστή συρματογέφυρα να ισορροπούν στις όχθες του.
Το μονοπάτι συνεχίζει, και 40’ αργότερα αποκαλύπτει τη γέφυρα της Αρτοτίβας: το αρχαιότερο της Αιτωλοακαρνανίας και το μεγαλύτερο μονότοξο της Δυτικής Ελλάδας. Λεπτεπίλεπτο, καλοστεκούμενο και χιλιοπερπαπατημένο ορίζει το στενότερο σημείο του Ευήνου και ουσιαστικά γεφυρώνει το παλιό μονοπάτι που συνέδεε την Κάτω Χρυσοβίτσα με το Αχλαδόκαστρο (πρώην Αρτοτίβα), όντας προσβάσιμο και οδικώς από το πρώτο χωριό. Κάπως έτσι, κάποτε, επικοινωνούσε η απομονωμένη ορεινή ενδοχώρα με το Μεσολόγγι και τις ακτές του Ιονίου. Πίσω σου κυματίζουν πια τα Κράβαρα. “Η αράζεις στο μπλε της λίμνης Τριχωνίδας ή αναστροφή. Ολοταχώς πίσω στα όρη!