Του Κώστα Σακαρέλου
Τώρα που χαμήλωσαν τα φώτα των Γιορτών Εξόδου και η πόλη επανέρχεται σιγά σιγά στην καθημερινότητά της, τώρα είναι ο κατάλληλος χρόνος, με ηρεμία, σύνεση και σωφροσύνη, να μιλήσουμε για τους Γελεκτσήδες και για το μέγεθος της προσφοράς τους στον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα.
Γελεκτσήδες ονομάστηκαν τα ενενήντα περίπου Μεσολογγιτάκια, που φορούσαν γιλέκο την ώρα της μάχης, για να μην τα βαραίνει η κάπα. Οι νέοι αυτοί, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν ήταν παραπάνω από 15 – 16 χρόνων, πρόσφεραν πολλά στις πολιορκίες και στην Έξοδο των κατοίκων της ιερής πόλης και έγραψαν με τις γενναίες πράξεις τους ηρωικά κατορθώματα.
Γράφει ο Δημήτριος Φωτιάδης, αναφερόμενος στη δράση τους: «… Όσο για τα παιδιά, βλέπουν τα ντουφέκια, τις πάλες, τα γιαταγάνια, τις μπιστόλες και τα ρέγεται η ψυχή τους. Ξεκολλημό δεν έχουν από τις ντάπιες και τα ταμπούρια και χύνουν με μολύβι κανονάκια και μπάλες», ενώ ο Κωστάκης Πετρόπουλος σημειώνει: «… Μια ομάδα από μικροπαίδια … γεμίζουν κατά τις μάχες τα ντουφέκια των αγωνιστών, μένοντας δίπλα τους, εξουδετερώνουν πολλές φορές, με μια καταπληκτική επιδεξιότητα και ψυχραιμία, αλλά και με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, τις μπόμπες των Αγαρηνών, βγάζοντας το φιτίλι τους και παίρνουν κι αυτά μέρος στα γιουρούσια, άλλοτε με αληθινά όπλα και άλλοτε με σφεντόνες».
Μια από τις επικίνδυνες αποστολές που εκτελούσαν τα παιδιά ήταν αυτή του ταχυδρόμου. Περνούσαν κάτω απ’ τη μύτη του εχθρού, μεταφέροντας μηνύματα. Αναφέρεται πως ο Κιουταχής, τρία από τα παιδιά που συνέλαβαν οι στρατιώτες του, τα κρέμασε στη μέση του στρατοπέδου, απέναντι από τις ντάπιες, για να τα βλέπουν οι γονείς τους.
Σε σχέση με τη δράση των Γελεκτσήδων, αναφέρεται και τούτο: Το πρώτο βράδυ που οι Τούρκοι έκοψαν το νερό, καταστρέφοντας τον αγωγό του υδραγωγείου που ήταν έξω από το τείχος, χρειάστηκαν στην πόλη καθαρό νερό για να περιποιηθούν τις πληγές μερικών λαβωμένων. Τότε μερικά παιδιά, ηλικίας 12 ως 15 ετών, σκέφτηκαν να το προμηθευτούν από μια γνωστή τους πηγή, χωμένη ανάμεσα σε δυο ψηλούς και ντυμένους από χαμόκλαδα όχτους, που έφτιαχναν σε κείνο το μέρος ένα μικρό βάραθρο. Για να φτάσουν όμως εκεί, έπρεπε να περάσουν ανάμεσα από τις εχθρικές σκηνές. Δεν δίστασαν καθόλου. Γλίστρησαν σαν ίσκιοι κι έφτασαν έρποντας πάνω απ’ την πηγή. Πιασμένα χέρι χέρι, κατέβασαν το μικρότερο της παρέας, που ήταν και το ελαφρύτερο, στην πηγή, προμηθεύτηκαν το πολύτιμο νερό και γύρισαν συρτά – συρτά πάλι στο φρούριο, αστράφτοντας από χαρά και ικανοποίηση.
Ακόμα, στη διάρκεια της πρώτης πολιορκίας, τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1822, ένα δωδεκάχρονο παιδί, ο Γιωργάκης Άρτης, έσωσε την πόλη, αποτρέποντας τον αιφνιδιασμό των Τούρκων.
Στη ναυμαχία που έγινε στο Βασιλάδι στις 25 Ιουλίου του 1825 διακρίθηκε ο 18χρονος Μάνθος Τρικούπης. Είχε ως συμπολεμιστές του στο πλεούμενό του τον μικρότερο αδερφό του Θεμιστοκλή και άλλα παιδιά της ηλικίας του.
Το Βασιλάδι δέχτηκε τη μοιραία επίθεση το πρωί της 23ης Φεβρουαρίου 1826. Σε ένα από τα 14 κανόνια του νησιού πυροβολητής είναι ένα δεκάχρονο αγόρι, ο Σπύρος Παπαλουκάς.
Ένα άλλο παλικαράκι, ο Γιώργος Βαλτινός, στις 25 Μαρτίου του 1826, μαζί με τον χιλίαρχο Καρακώστα Δροσίνη και τον Πέτρο Γαλιώτη ή Αγγούρα για αμπωχτή, που είχε μαζί του και τον 14χρονο γιο του Σωτήρη, πήραν ένα πριάρι, φόρτωσαν 4 κιβώτια φυσέκια και δυο βαρέλια νερό κι αναχώρησαν, με προορισμό την Κλείσοβα. Κατάφεραν και πέρασαν ανάμεσα από τον εχθρικό στόλο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Λίγο πριν φτάσουν στην Κλείσοβα όμως τους πήραν χαμπάρι οι Τούρκοι κι έριξαν εναντίον τους. Από τις βολές τους σκοτώθηκε ο Σωτήρης, καθώς και ο πατέρας του.
Στην εποποιία της Κλείσοβας, ανήμερα της 26ης Μαρτίου του 1826, διακρίθηκε για την τόλμη του ο μικρός Ζαφείρης Ράπεσης.
Βορίλας Τάσος ήταν το όνομα του 16χρονου παιδιού που κατάφερε να διασπάσει τον κλοιό των Τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων και να φέρει τον Κίτσο Τζαβέλα με λίγα παλικάρια του πάνω στο νησί της Κλείσοβας, που το υπεράσπιζε ο Παναγιώτης Σωτηρόπουλος με 125 άντρες, ενώ Σφήκας ήταν το παρατσούκλι του ψυχογιού του αξιωματικού Αποστόλη Καρατζογιάννη απ’ το Νεοχώρι, το οποίο, σύμφωνα με τα γραφόμενα του Κασομούλη, σκότωσε τον αρχηγό των Αιγυπτίων, όταν αυτοί επιχείρησαν και έκτη επίθεση, αναγκάζοντας τους εχθρούς να οπισθοχωρήσουν.
15χρονος Γελεκτζής ήταν κι ο Μανώλης – το επώνυμό του παραμένει άγνωστο – που σκότωσε με το σπαθί του τον Τούρκο, ο οποίος κάθε πρωί έκανε έπαρση της τουρκικής σημαίας στο στρατόπεδό του επιδεικτικά και βρίζοντας τους Έλληνες.
Ο 13χρονος Αντώνης Μπάκας, έπεσε νεκρός σ’ ένα γιουρούσι των εχθρών, αφού προηγούμενα όμως κατάφερε ν’ αφοπλίσει δυο Τούρκους.
Ένα άλλο παιδί, ο Παντελής Πλατύκας, σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να επισκευάσει μια σπουδαία μισογκρεμισμένη ντάπια. Δίπλα είχε και το καριοφίλι του, γιατί όταν οι συνθήκες το επέβαλαν, άφηνε το χτίσιμο και πολεμούσε. Τον κήδεψαν με όλες τις οφειλόμενες τιμές. Ο επίσκοπος Ιωσήφ Ρωγών, στον επιτάφιο λόγο του, προέτρεψε τους φίλους και τους συναγωνιστές του να μιμηθούν τη γενναιοψυχία του.
Γέννημα θρέμμα του Μεσολογγίου ήταν κι ο Πάνος Κατσαούνης, γεννηθείς το 1810, ο οποίος υπηρέτησε την πατρίδα από την αρχή του Αγώνα. Συμμετείχε σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου και ήταν μέλος της φρουράς του. Κατά την Έξοδο πιάστηκε αιχμάλωτος και για τέσσερα ολόκληρα χρόνια έζησε την πικρή ζωή της αιχμαλωσίας.
Ο Γρηγόριος Ανδρέου γεννήθηκε το 1808 στη Γαβαλού της Μακρυνείας. Οι καπεταναίοι Δημήτριος Μακρής, Μήτρος Ντόβας και Πέτρος Τσερπέλης τον είχαν για «δεξί χέρι» τους. Έτρεχε σαν ζαρκάδι όπου χρειαζόταν, πάντα πρόθυμος και αεικίνητος, αψηφώντας τα τουρκικά βόλια. Στον φάκελό του διαβάζουμε: «Διακρίθηκε για την πειθαρχία του, την ανδρεία του, τον ζήλο και την αφοσίωσή του στον απελευθερωτικό αγώνα».
Ο 10χρονος Αλέξιος Κωνσταντακόπουλος καταγόταν από το Ευηνοχώρι.
Ξεχωριστή αναφορά αξίζουν και οι υπόλοιποι ανώνυμοι ήρωες και ηρωίδες. Γράφει ο Μάγερ στο «Ημερολόγιό» του:
30-4-1825: Αι εχθρικαί σφαίραι εφόνευσαν κατά δυστυχίαν μίαν νέαν 14 ετών.
11-5-1825: Από μέρους μας εφονεύθη μία Ελληνίς 17 ετών.
18-6-1825: Από δε την έκρηξιν μιας βόμβας, εφονεύθη εις την πόλιν μας μία γυνή και από εν βόλι ένας νέος.
2-7-1825: Εν τούτοις εφονεύθη μία παρθένος χωρική 12 ετών.
Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως τη βραδιά της Εξόδου, από τα εφτά παιδιά της οικογένειας του Τάσου Μπακανδρέα τα τέσσερα σκοτώθηκαν και τα τρία πιάστηκαν μαζί με τη μάνα τους αιχμάλωτα. Έμειναν στη σκλαβιά για επτά χρόνια και ξαναγύρισαν στην πόλη τους το 1833.
Ακόμα, από τα εννιά παιδιά της οικογένειας Μπαλαμπάνη απ’ τη Σταμνά, τα έξι (αγόρια) σκοτώθηκαν τη βραδιά της Εξόδου και τα δυο (κορίτσια) πιάστηκαν αιχμάλωτα.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως στο νησί Κάλαμος, στο οποίο κατέφυγαν πολλοί από τους πολιορκημένους, συντάχτηκε κατάσταση με τα ονοματεπώνυμα 1582 αγνοούμενων αιχμαλώτων. Από όλους αυτούς, τα 889 ήταν παιδιά. Από αυτά, τα 306 ήταν μέχρι 10 ετών και τα υπόλοιπα 583 από 11 έως 20 ετών.
Πολλά από τα παιδιά αυτά πέθαναν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Άλλα κατάφεραν αργότερα και γύρισαν στο Μεσολόγγι, σε ελεεινή κατάσταση, όπως ο Σπύρος Παπαλουκάς ή η αρχοντοπούλα Κρίνα, κόρη του Αναστάση Μπάκα, που μετά από δέκα χρόνια σκλαβιάς στην Αίγυπτο επέστρεψε τυφλή. Μερικά κατέλαβαν αξιόλογες θέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ενδεικτικά αναφέρω τον Δημητράκη Γιαξίμη, τον μετέπειτα Αραμπή πασά της Αιγύπτου και τον Πάνο Γαλανό, που ο Ιμπραήμ τον έστειλε στον πατέρα του Μοχάμεντ Άλι, όπου σπούδασε κι έφτασε να γίνει υπουργός των Εξωτερικών, γνωστός ως Ζουφλικάρ Πασάς. Ο Γιώργος Μηλιώνης έπεσε στα χέρια ενός πονόψυχου και πλούσιου Τούρκου, σπούδασε, έγινε πλωτάρχης του τουρκικού ναυτικού κι όταν πληροφορήθηκε μυστικά ότι ζούσε ο πατέρας του Χρήστος, τον κάλεσε στην Πόλη και μετά γύρισαν μαζί στο Μεσολόγγι, όπου κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό.
Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά αξίζει ένα γεγονός, το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Στερεά Ελλάς» την 1η Απριλίου του 1923:
Ο γιατρός Αθανάσιος Δροσίνης, ταξιδεύοντας κατά το 1868 από την Εσπερία στην Ελλάδα, γνωρίστηκε πάνω στο ατμόπλοιο με κάποιον Τζοβάνο Σπεράντζα, ο οποίος διέμενε εμπορευόμενος στο Σπολάτο της Δαλματίας. Του εξομολογήθηκε ότι είναι Μεσολογγίτης και ότι πηγαίνει να συναντήσει συγγενείς του στο Μεσολόγγι. Οι συνεννοήσεις γίνονταν στην ιταλική γλώσσα.
Του αποκάλυψε ότι πριν από λίγο καιρό είχε πεθάνει ο πατέρας του και του είχε αφήσει μέσα στο χρηματοκιβώτιο ένα δέμα που περιείχε ένα πανωφοράκι μπλε, ένα σκουφάκι, ένα υποκαμισάκι, ένα ζωνάρι και δυο κόκκινα «τσαρουχάκια», ανήκοντα σε παιδί 3 – 4 ετών, και ένα σημείωμα που έγραφε:
«Στις 25 Απριλίου 1826 αγκυροβολημένος στο Κρυονέρι του Μεσολογγίου, ένεκα κακού καιρού, αγόρασα τον Τζοβάνο μου 2 – 3 ετών από Άραβα στρατιώτη αντί 10 ταλήρων. Ο στρατιώτης είχε και ένα μεγαλύτερο κοριτσάκι και όταν εγώ πήρα τον Τζοβάνο και έφυγα, αυτό έκλαιγε. Θα ήταν φαίνεται αδερφάκια. Ο Τζοβάνος μου φορούσε τα ρουχαλάκια που τα έχω κρυμμένα». Από κάτω υπήρχε η υπογραφή του πατέρα μου.
Ο γιατρός με τον Τζοβάνο κατέβηκαν στο Μεσολόγγι και εκεί, σε μια δραματική συνάντηση, τον αναγνώρισε η υπέργηρη μάνα του απ’ τα ρούχα που της έδειξε και του τα είχε φορέσει τη βραδιά της Εξόδου κι από ένα σημάδι του σώματός του.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Τζοβάνο ξαναβαφτίστηκε, παίρνοντας και πάλι το πραγματικό του όνομα (Κώστας Σκεπετάρης). …
Εμείς οι νεοέλληνες έχουμε υποχρέωση, σε ένδειξη τιμής, σεβασμού κι ευγνωμοσύνης να μνημονεύουμε τις πράξεις τους και να προβάλλουμε στη νέα γενιά τους ήρωες αυτούς ως πρότυπα αγώνων για την κατάκτηση κι εδραίωση της ελευθερίας, της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Πηγές:
- Περιοδικό «ΤΑ ΑΙΤΩΛΙΚΑ», τεύχη 14 και 16
- Ιερά Μονή Παναγίας Βαρνάκοβας, «Μαρτυρικά και Ηρωικά νειάτα», Δωρίδα 2011
agriniopress.gr