Τον Ιούλη, η Τομεακή Επιτροπή Αιτωλοακαρνανίας του ΚΚΕ τίμησε έναν, ίσως τον μοναδικό, επιζώντα της μάχης της Αμφιλοχίας, που διεξάχθηκε στις 11 – 13 Ιούλη 1944 και ήταν νικηφόρα για τον ΕΛΑΣ, με μεγάλες απώλειες για τις κατοχικές δυνάμεις.
Ο λόγος για τον Γιώργο Κονιώση, αντάρτη του ΕΛΑΣ, που κατοικεί σήμερα στο χωριό Βασιλόπουλο του νομού, γεννημένος το 1924 στον Μαχαιρά, με μια ζωή που φτάνει σχεδόν έναν αιώνα, γεμάτη αναμνήσεις αλλά και διδάγματα για το χτες, το σήμερα και κυρίως το αύριο, ώστε ο λαός να ζήσει, όπως τονίζει και ο ίδιος, τις «πραγματικά λεύτερες μέρες».
Από μικρό παιδί έζησε στα δύσκολα, συνδέθηκε με το ΚΚΕ, γνώρισε δόξα και αγάπη από τους συντοπίτες του αλλά και διωγμούς απ’ το αστικό κράτος και σήμερα θυμάται φωτίζοντας πλευρές της ιστορίας της περιοχής και αναδεικνύοντας ταυτόχρονα το μεγαλείο που έχουν οι αγώνες του λαού.
Ο «Ριζοσπάστης», μαζί με τους συντρόφους του από την Κομματική Οργάνωση Ξηρόμερου, συνομίλησε με τον «Βοναπάρτη», όπως ήταν το παρατσούκλι του Γιώργου Κονιώση στον ΕΛΑΣ, στο 3ο Τάγμα του 2/39 Συντάγματος Αιτωλοακαρνανίας, με διοικητή τον Επαμεινώνδα Σκιαδά:
Πείνα και κακουχίες και η ένταξη στον ΕΛΑΣ
Ο Γιώργος Κονιώσης μάς μετέφερε στα χρόνια πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα χωριά του Ξηρόμερου, όπως και αλλού, επικρατούσαν πείνα και κακουχίες. Οσο για τους κομμουνιστές, όπως σημειώνει, ήταν «λίγοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, αλλά πάντα μπροστά για τον λαό».
«Γυρνούσα ξυπόλητος, σχεδόν γυμνός και νηστικός», μας λέει, μέχρι που πήρε το βουνό για να βοσκίσει πρόβατα. Ο πόλεμος τον βρίσκει εκεί, όπως και στη συνέχεια η κατοχή, όταν οι Ιταλοί βρέθηκαν και στα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας. «Στο βουνό θα με βρουν και οι πρώτοι αντάρτες του ΕΛΑΣ», μας εξομολογείται, αφού ποτέ ουσιαστικά δεν κατέβηκε στα πεδινά χωριά απ’ τα παιδικά του χρόνια και έως την Απελευθέρωση.
Βρέθηκε στην Τσαμπουρνιά μαζί με τον Νίκο Κομπλίτση (Χελμό), ο οποίος τον ενέταξε στον ΕΛΑΣ και όπως εξομολογείται αρχίζει η νέα του περιπέτεια. Πήρε μέρος σε σειρά μαχών, μεταξύ των οποίων στη Γουρίτσα, στην Οξυά, αλλά και στην Αμφιλοχία, που ως μέλος του 3ου Τάγματος του 2/39 Συντάγματος θα μπει στην πόλη. «Πρώτη μας δουλειά ήταν πάντα να πάρουμε τα λάφυρα, τα όπλα και πολεμοφόδια που έπεφταν στα χέρια μας», σημειώνει.
Αγώνας για να λευτερωθεί ο λαός
Στην Αμφιλοχία, όπου με φωτοβολίδα έδωσε το έναυσμα της επίθεσης, τραυματίζεται ελαφρά, αφού ως πολύ νέος και ενθουσιώδης όπως ήταν, αγνόησε συμβουλή Ιταλού συμπολεμιστή του και πυροβολώντας σε γερμανικό φυλάκιο δέχθηκε μεγαλύτερη επίθεση. Σε φωτογραφείο της πόλης, μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης, θα βγάλει φωτογραφία την οποία κρατά ακόμη και σήμερα στο σπίτι του, με αντάρτισσα, συναγωνίστριά του.
Η επιτυχία της μάχης, για την οποία, όπως μας είπε, «η προετοιμασία είχε κρατήσει καιρό» και ο ίδιος είχε μείνει στο Βουλγαρέλι μαζί με τη μονάδα του για μια βδομάδα, θορύβησε και όσους αντιλαμβάνονταν ότι διακυβευόταν και η δική τους εξουσία για την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης.
Τονίζει ακόμη ότι δεν χάθηκε ποτέ η συζήτηση στα τμήματα του ΕΛΑΣ, απ’ τους καπεταναίους, για τους σκοπούς που αυτός πολεμούσε, την απελευθέρωση της χώρας και του λαού της. Τέτοιου χαρακτήρα, όπως μας σημειώνει, ήταν και οι επισκέψεις του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Αρη Βελουχιώτη στις μονάδες του 2/39 Συντάγματος.
Στέκεται και στα αντίποινα κατά των κατοίκων χωριών μετά από επιτυχίες του ΕΛΑΣ. Δίνει ηχηρή απάντηση σε όσους σήμερα θεωρούν μάταιο τον αγώνα που έγινε τότε και υπεύθυνο για τα αντίποινα τον αγώνα του λαού μέσα από τις οργανώσεις του: «Δηλαδή, τι έπρεπε να κάνουμε; Να κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια; Ισα ίσα έγνοιά μας ήταν ο λαός».
Ενδιαφέρον, με βάση και τα παραπάνω, έχει και η αναφορά του στα τραγικά γεγονότα του Αγρινίου με τη ματωμένη Μεγάλη Παρασκευή του 1944, τους 120 εκτελεσμένους στην Αγία Τριάδα απ’ τα γερμανικά στρατεύματα. «Ηταν και ένας από του Μαχαιρά που τον γνώριζα. Πολλά νέα, αθώα παιδιά. Μάθαμε τι έγινε αλλά δεν κατάφεραν κανέναν να λυγίσουν ούτε απ’ τους εκτελεσμένους», λέει και επισημαίνει σε σχέση με τη δράση άλλων «απελευθερωτικών» οργανώσεων πέραν των ΕΑΜ – ΕΛΑΣ – ΕΠΟΝ:
«Να μου πούνε εμένα, μία μάχη που έδωσε ο ΕΔΕΣ ενάντια στους Γερμανούς κατακτητές; Μία;», τονίζει και συνεχίζει: «Ειδικά στην Αρτα δεν μας άφηναν να μπούμε. Δεν άφησαν να κυνηγήσουμε τους Γερμανούς όταν έφευγαν. Απ’ την Πρέβεζα έφευγαν με βοήθεια καραβιών παίρνοντας μαζί τους ακόμη και τα άλογα για να μην τα βρούμε εμείς».
Την ίδια ώρα, όπως υπογραμμίζει, μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον Σεπτέμβρη του 1943, αλλά και μετά από μάχες με ιταλικές μονάδες, «δεκάδες Ιταλοί εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ και παρέμειναν σε αυτόν μέχρι την απελευθέρωση της χώρας», αναφέροντας και τον Ιταλό συμπολεμιστή του στην Αμφιλοχία.
«Θέλαμε ελευθερία»
Αναφέρεται και στην απελευθέρωση του Αγρινίου, που τον βρίσκει καβαλάρη στο άλογο του παπα-Ζέκου από το Αμπελάκι, στο 3ο Τάγμα του 2/39 Συντάγματος του ΕΛΑΣ. «Δεν μπορούσαμε να περάσουμε απ’ τα στεφάνια, τον κόσμο στους δρόμους και τα χειροκροτήματα», αναφέρει, προσθέτοντας ότι όλους συγκλόνισε η συμμετοχή και στάση του λαού.
Τα Δεκεμβριανά συγκλονίζουν και τη μονάδα του. Τα γεγονότα γίνονται γνωστά. Η θέληση της πλειοψηφίας και των καπετάνιων είναι να βοηθήσουν στις μάχες της Αθήνας. «Ξεκινήσαμε η μονάδα μου για την Αθήνα. Θέλαμε ελευθερία. Στο Ρίο μάς ενημέρωσαν να γυρίσουμε πίσω. Δεν φτάσαμε ποτέ στον προορισμό μας», είπε, αναφερόμενος και στη θλίψη του για τη μετέπειτα Συμφωνία της Βάρκιζας.
«Μας κυνηγούσαν οι χειρότεροι καταδότες της Κατοχής»
Ακολουθούν διώξεις, τρομοκρατία, εξορίες, φυλακίσεις και έκτακτα δικαστήρια που στήνονται σωρηδόν. «Ο απλός λαός αλλιώς ήθελε να ζήσει», μας λέει, τονίζοντας ότι «οι χειρότεροι καταδότες της Κατοχής έγιναν τρομοκράτες του λαού. Δεν μου έμεινε πλευρό απ’ το ξύλο όταν ήρθα στο χωριό. Αναγκάστηκα να φύγω για το Αγρίνιο». Την ίδια πορεία της φυγής απ’ τα χωριά για τις πόλεις ακολούθησαν και άλλοι συναγωνιστές του.
Στο Αγρίνιο, κρυμμένος σε θείο του, αδελφό της μάνας του, θα συνεχίζει να ζει υπό τον φόβο και με εντολή να μην ενταχθεί στον ΔΣΕ, προκειμένου να δίνει πληροφορίες για τις κινήσεις του αστικού στρατού. Εχει συνδεθεί με το ΚΚΕ μέσω συνδέσμων. Στέλνει τις πληροφορίες του, μέσω ατόμου υπεράνω κάθε υποψίας. «Του έβαζα σε ένα χαρτάκι σημειώσεις περασμένες στη ζώνη του. Δεν ήξερα πάντα όμως αν έφταναν όλα στον προορισμό τους», δηλώνει.
Το μετεμφυλιακό διάστημα διατηρεί την επαφή με το Κόμμα. Μας μιλά για μανάβικο του Αγρινίου στο οποίο πραγματοποιούνται συνεδριάσεις της παράνομης Κομματικής Οργάνωσης, με έξυπνα συνθηματικά και σε περιοχή που κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί.
«Αγοράζαμε τα σάπια μήλα. Μπαίναμε από μια πόρτα, συναντιόμασταν για 5 λεπτά και φεύγαμε από άλλη», λέει.
Πάντα στη «μάχη»
Μετά την πτώση της δικτατορίας και την κατακτημένη νομιμοποίηση του Κόμματος συνεχίζει τη δράση του. Από το 1981 και έπειτα, εύστοχα, αντιμετωπίζει επικριτικά όσους πρώην ΕΛΑΣίτες ενσωματώνονται από τη σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση. Παράλληλα, ο σ. Γιώργος Κονιώσης, πατέρας έξι παιδιών, πολυάριθμων εγγονιών και δισέγγονων, δηλώνει και σήμερα πρόθυμος για όποια δυνατή βοήθεια στον αγώνα του λαού μας. «Το μόνο μου παράπονο είναι ότι δεν με βαστάν πολύ τα ποδάρια μου», λέει με συγκίνηση.
Γυρίζουμε στη βάση μας, γεμάτοι συναισθήματα, σκέψεις και οπωσδήποτε με μια μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
agrinionews.gr