Τα Λαζαρούδια της Ορεινής Ναυπακτίας
Είναι ένα όμορφο πανάρχαιο και αναστάσιμο έθιμο, που έφτασε μέχρι τις μέρες μας, σε διάφορες παραλλαγές ανάλογα με τον τόπο, εμπλουτισμένο με αρχαιοελληνικά και Βυζαντινά στολίσματα.
Οι ρίζες του βρίσκονται στους αρχαίους ‘’αγερμούς ή αγυρμούς ή αγυρτικά άσματα’’, σε Κάλαντα δηλαδή, που όπως αναφέρει ή Ειρήνη Σπανδωνίδη, ‘‘…τα παιδιά ή και οι μεγάλοι, βγαίνουν σε ορισμένες επίσημες ημέρες τού έτους εν αγερμώ στις πλατείες, … διατρέχουν εν πομπή τούς δρόμους, …επισκέπτονται τα σπίτια …συχνά στολισμένοι, η μεταμφιεσμένοι και κρατώντας συμβολικά αντικείμενα στο χέρι, για να χορέψουν, να πουν ορισμένα θρησκευτικά ή γιορτερά τραγούδια, ή και για να παίξουν ένα είδος θρησκευτικής ή συμβολικής θεατρικής σκηνής κλπ.’’
Οι κυριότερες μέρες πού γίνονται ‘’αγερμοί’’ είναι: Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, των Φώτων, την πρώτη Μαρτίου, τα λεγόμενα ‘‘Χελιδονίσματα’’, του Λαζάρου, των Βαΐων, την Μ. Παρασκευή και την Πρωτομαγιά.
Κάθε τέτοια μέρα έχει τα δικά της τραγούδια και το δικό της τελετουργικό.
Στην Ορεινή Ναυπακτία τα κορίτσια, πού τραγουδούν τον Λάζαρο, τα λένε Λαζαρούδια, σε άλλα μέρη της Ελλάδας Λαζαρίνες.
Η παρέα ήταν από τέσσερα κορίτσια που έπρεπε να είναι ‘‘σύσκαλα’’ να έχουν δηλ. την ίδια ηλικία και να μη διαφέρουν και πολύ στ’ ανάστημα, και να μην είναι αδέλφια μεταξύ τους. Τα κορίτσια μεταξύ τους προσφωνούνται ‘‘συντρόφσσις’’.
Η συντροφιά, φτιάχνεται μόλις μπει ή Μ. Σαρακοστή και αμέσως μετά αρχίζει το ‘‘ξόμπλιασμα’’ δηλ. να μάθουν τον Λάζαρο …‘’τα λόια και τον ηχό’’ του τραγουδιού. Αυτό βαστάει όλη τη Μ. Σαρακοστή γιατί πρέπει να τον μάθουν καλά. Ρωτάνε τις γεροντότερες πού θα τούς πουν και για όλα τ’ άλλα, λεπτομέρειες εκτός των τραγουδιστικών.
Την τελευταία βδομάδα διαλέγουν τον καλαθιάρη, πού πρεπει νάναι ‘’καλό παιδί’’ και να μην είναι αδερφός καμιανού κοριτσιού, ‘‘δεν κάνει’’.
Ο καλαθιάρης δεν τραγουδάει, δουλειά του είναι μόνο να ‘’σιργιανάη’’.
Απαραίτητο είναι να ‘’καλάθι’’, για να βάνουν μέσα τ’ αυγά, πού τούς φιλεύουν στα σπίτια. Το καλάθι το στολίζουν με αγριολούλουδα και με ανθισμένα κλωνάρια. Γινόταν και κάποιος συναγωνισμός για το καλύτερο ξομπλιασμένο καλάθι.
Τόσο στο μάζεμα των λουλουδιών, όσο και στο ξόμπλιασμα τού καλαθιού, χαμηλόφωνα προβάρουν τον Λάζαρο… ‘’τα χέρια δουλεύουν, το στόμα λέει’’.
Την Παρασκευή το βράδυ, βάνουν τα καλά τους, τρώνε ‘’για βράδυ’’ σπίτια τους και πηγαίνουν στο σπίτι όπου στόλισαν το καλάθι. Ο καλαθιάρης δεν λέει τίποτε, ‘’αυτού δεν τού πέφτει λόγος’’, είναι εργάτης, τα καθήκοντα του ορισμένα, ότι τού λένε τα Λαζαρούδια θα κάνει. Αργά, ή νοικοκυρά τις καλεί για ύπνο. Κοιμίζουν σε μια καμαρούλα τον καλαθιάρη και σ’ άλλη κάμαρη ‘’στρουματσάδα καταή’’ πλαγιάζουν τα Λαζαρούδια και τα τέσσερα αντάμα.
Το πρωί τού Σαββάτου ξεκινάνε. Ποτέ δεν αρχίζουν από το σπίτι πού πλάγιασαν, ούτε από άλλο δικό τους σπίτι. Μόλις μπουν στο σπίτι ό καλαθιάρης κάθεται σταυροπόδι κοντά στο παραγώνι, έχοντας στα πόδια του το καλάθι. Τα Λαζαρούδια στέκονται όρθια στη μέση και ανά δύο κάνοντας ένα ημικύκλιο. Τραγουδούν κατά στίχους και ανά δύο. ‘’Μόλις τ’ αφήν’ νι οι πρώτις, τ’ αρπάχνι οι δεύτερις’’… ‘’Σε μεγάλο κακό τόχουν αν τα Λαζαρούδια το κόψ’ νι’’…
Η νοικοκυρά δίνει λεφτά, δίνει και μερικά αυγά. Αν δεν έχει λεφτά, δίνει περισσότερα αυγά. Τούς δίνουν ακόμα, μήλα, κάστανα, καρύδια, ξηρόσυκα, ρόϊδια, ότι έχουν.
Πρώτα-πρώτα, σε κάθε σπίτι, λένε ‘’τα λόϊα τ΄ σπιτιού’’, είναι ή εισαγωγή-ίδια για όλα τα σπίτια:
‘’Καλώς σάς ηύρ’ ου Λάζαρους,
χιλιού καλώς σα ηύρι,
μι τ’ άσπρα, τα κόκκινα,
μι τ’ όμορφα λιλούδια,
κι τη Λαμπρή καλόκαρδο
κι καλουκαρδισμένοι’’
Σε σπίτι με ανύπαντρη νιά, λένε:
‘’Ν’ ιδώ μπαιν, ν’ ιδώ βγαίν΄,
νιά άσπρη πιριστίρα
πόχει τον πήχη τα μαλλιά,
τον πήχη τού γαϊτάνι.
Γυρεύει την κι συ βασιλιάς,
γυρεύει την κι συ Ρήγας.
— Δεν θέλου ιγώ τον βασιλιά,
δεν θέλου ιγώ τού Ρήγα.
Θέλω το παπαδόπουλο,
πούνι του ριζικό μου.
— Κόρη μ’ τού παπαδόπουλου
πουλύ προικιό γυρεύει
— Σαν του γυρεύει, δώστι του,
καλός είν’ κι του πρέπει’’
Αφού πάνε παντού τελευταία – τελευταία πάνε και στα δικά τους σπίτια.
Ο Θανάσης Παπαθανασόπουλος, αναφέρει τα παρακάτω Κάλαντα:
Καλημέρα σας, καλήν αύγή
στό αρχοντικό σας τό πλατύ.
Γιά τόν Λάζαρο θά πούμε
κι ως τό σπίτ” σας περπατούμε.
Ηρθεν ό Λάζαρος, ήρθαν τά βάγια
κι ό Ιησούς Χριστός άπό τή Βηθανία.
Μάρθα, Μαρία έκλαιγε
κι ό Χριστός τούς έλεγε:
«Μάρθα, πού είναι ό Λάζαρος μας,
ό φίλος μας καί αδερφός μας;»
«Τόν λούζουν, τόν χτενίζουν
καί στό σκολειό τόν στέλνουν»
Κι ό δάσκαλος τόν καρτερεί
μέ δυό χλωρές βαγίτσες.
«»Εβγα, Λάζαρε, ν” αναστηθείς,
μπρος στόν Χριστό μας νά σταθείς!»
Σημ.: για την δημοσίευση αυτή αντλήθηκαν στοιχεία από τις εργασίες:
• Δημ. Φούρλας: ‘’Ο Λάζαρος στο Νεοχώρι Ναυπακτίας’’- Λαογραφία, Κ 1962 σ. 11
• Θαν. Παπαθανασόπουλος: ‘’Δημοτικά Τραγούδια της Ρούμελης’’- εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2001
• Θαν. Φωτιάδης: ‘’Γυναικοκρατία, Μητριαρχία’’- εκδ. Ι. Χατζηνικολή
• Χαρ. Δ. Χαραλαμπόπουλος: Ναυπακτιακά Μελετήματα’’- σελ. 254
Δημοσίευση από την ομάδα του fb Αιτωλία και Ακαρνανία στο πέρασμα του χρόνου.