«Οταν διάβασα για πρώτη φορά το έργο, δεν πίστευα πως μου ερχόταν αυτά τα κύματα συναισθημάτων»
Η Λαμπρινή Γιαννούτσου συνάντησε και συνομίλησε με την ηθοποιό και σκηνοθέτη Ειρήνη Φαναριώτη, με αφορμή την πρεμιέρα του έργου “Η δεξιά τσέπη του ράσου” την οποία σκηνοθετεί και παρουσιάζεται στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου από 1 έως 23 Ιανουαρίου. Αναφέρει, πως γεννήθηκε η ιδέα να μεταφερθεί, για πρώτη φορά, η νουβέλου του έργου “Η δεξιά τσέπη του ράσου” στη θεατρική σκηνή καθώς και πολλές έννοιες και νοήματα που αναδύονται και επικαιροποιούνται μέσα από το έργο.
- Θα ήθελα να μου πεις πως ξεκίνησες τη καριέρα σου στην υποκριτική;
Η καριέρα μου ξεκίνησε με ανορθόδοξο τρόπο. Πολλά κορίτσια ξεκινούν να φύγουν από την επαρχία για να γίνουν ηθοποιοί ή να σπουδάσουν κάτι άλλο και τελικά καταλήγουν να ασχολούνται με το θέατρο και την υποκριτική. Κι εγώ έφυγα από το Αγρίνιο για να σπουδάσω Νομική και στη πορεία διαπίστωσα ότι θέλω να ασχοληθώ με το θέατρο και τελικά το έκανα. Έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο Ωδείο Αθηνών, όπου σπούδαζα παράλληλα με τη Νομική. Βέβαια οι γονείς μου το έμαθαν πολύ αργότερα, όταν ήδη είχα περάσει στη σχολή και είχα διανύσει και το πρώτο έτος της δραματικής σχολής. Έτσι άρχισα να πηγαίνω σε οντισιόν, όπου το Εθνικό Θέατρο προκηρύσσει κάθε χρόνο και το ένα έφερε το άλλο και κάπως έτσι ξεκίνησα.
- Σκηνοθετείς τη “δεξιά τσέπη του ράσου” και θα ήθελα να μας πεις δυο λόγια για την υπόθεση του έργου.
Η υπόθεση του έργου αφορά έναν μοναχό ο οποίος ζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε ένα μοναστήρι ακριτικό στη Χίο, πάνω σε ένα βράχο. Το έργο στηρίζεται σε πραγματική ιστορία και αυτό μου το έχει αναφέρει ο συγγραφέας Γιάννης Μακριδάκης, πρόκειται για μια αληθινή ιστορία. Στηρίζεται, πάνω σε ένα μοναχό που έζησε κοντά του ο Μακριδάκης για κάποιο χρονικό διάστημα και με αφορμή αυτή την ιστορία, έγραψε αυτό το βιβλίο. Αυτός ο μοναχός ζούσε από τα 17 του έτη στο μοναστήρι. Με την πάροδο των χρόνων απεβίωσαν ο ένας μετά τον άλλον, οπότε ζούσε μόνος του. Κάποια στιγμή, κάποιος από τους χωρικούς του νησιού του έφερε μια σκυλίτσα για να του κρατάει παρέα και έτσι δημιουργεί μια πάρα πολύ στενή σχέση με τη σκυλίτσα. Όσοι έχουν σκυλάκια γνωρίζουν τον ενθουσιασμό, τη χαρά και την αγάπη που ανταποδίδουν τα ζώα στο αφεντικό τους και στον άνθρωπο που τα φροντίζει. Οπότε, ήταν μια αγάπη από την οποία ο Βικέντιος, ο πρωταγωνιστής, δεν την είχε λάβει ποτέ. Ζούσε επί χρόνια σε ένα πολύ σκληροπυρηνικό μοναστήρι, όπου δεν πήρε ποτέ αυτή την αγάπη, τη ζεστασιά, τη γλύκα που μπορεί να σου δώσει η σχέση με ένα ζώο. Οπότε, δημιουργεί ένα πάρα πολύ στενό, συναισθηματικό, γλυκό δέσιμο με τη σκυλίτσα. Όμως, υπάρχει ένα δυσάρεστο συμβάν σε αυτή τη σχέση που του αλλάζει το τρόπο που είχε στήσει τη ζωή του μέχρι τότε.
- Πως σου φαίνεται η διαχείριση της μοναξιάς του Βικέντιου, γιατί από τα 17 του χρόνια, όπως ανέφερες, έως τα 40 του έτη που απέκτησε τη σκυλίτσα, ήταν ολομόναχος.
Ολομόναχος ήταν τα τελευταία 5-6 χρόνια. Όμως, δεν είναι λίγα αυτά τα χρόνια σε ένα μοναστήρι, μέσα στο κρύο, πάνω σε ένα βράχο που το χτυπούν οι άνεμοι να μην έχει έναν άνθρωπο να μιλήσει. Έχει φάρο τη πίστη του, έτσι έμαθε από μικρό παιδί, όταν έρχεται μια αρνητική σκέψη, που τον κάνει να λυγίζει ψυχικά, να στρέφεται προς τη προσευχή και να προσπαθεί να πάρει δύναμη μέσα από τη πίστη του στο Θεό. Κάτι με το οποίο παρόλες τις αναποδιές και τη σκληρότητα και την αυστηρότητα που του φέρθηκαν μέσα στο μοναστήρι, δεν είχε καταφέρει να νοιώσει αυτή τη συντροφικότητα. Έτσι, ο τρόπος που διαχειρίστηκε τη μοναξιά ήταν η προσευχή, χωρίς καμία αμφισβήτηση στη πίστη του, στο Θεό και στο ουσιαστικό νόημα που μπορεί να πρεσβεύει μια θρησκεία, που είναι η πραγματική πίστη, η αφοσίωση και η αγάπη. Αυτά είναι και τα βασικά θέματα του έργου. Η πραγματική και ουσιαστική πίστη, το 2022 με κορονοϊό, με ανθρώπους που χάνονται και πεθαίνουν μόνοι τους στα δωμάτιο νοσοκομείου. Τι σημαίνει αυτή η αφοσίωση και η αγάπη και το μαζί σε μια τέτοια κοινωνία όπου όλα αμφισβητούνται;
- Θεωρείς πως ο εγκλεισμός που επέφερε η πανδημία, επικαιροποιεί όλα αυτά τα νοήματα και τις έννοιες του έργου;
Σίγουρα. Από τότε που ξεκίνησα να στήνω τη παράσταση, αναρωτιόμουν για την έννοια της μοναξιάς, έβλεπα πάρα πολλούς ανθρώπους γύρω μου να είναι κλεισμένοι στον εαυτό τους, αναρωτιόμουν αν είχαν οικογένεια, παιδιά, ανθρώπους γύρω τους, καλή επαγγελματική πορεία. Παρόλα αυτά, ένιωθα ότι κάτι είχε μπλοκαριστεί. Πάντα αναρωτιόμουν, αν έχει να κάνει η μοναξιά με το να έχεις ανθρώπους γύρω σου ή είναι ένα προσωπικό συναίσθημα και βίωμα, που έχει να κάνει με πιο βαθιά ζητήματα. Όταν λοιπόν, ήρθε η πανδημία και οι καραντίνες και έκλεισαν τα πάντα και όλοι κλειστήκαμε σπίτια μας, εκεί αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πιο βαθιά και ουσιαστικά τι ακριβώς σημαίνουν όλες αυτές οι έννοιες. Και τώρα αισθάνομαι ότι αυτή η ανάγκη να μιλήσουμε για τη μοναξιά, με τους ανθρώπους, με τη φύση, με τον πλανήτη γύρω μας είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Δηλαδή, βλέπεις ότι πλέον είμαστε μέσα σε ένα όριο. Ο πλανήτης νοσεί. Δε μπορείς να βάλεις παρωπίδες και να πεις όλα είναι καλά. Γιατί και η παράσταση μιλάει παράλληλα για μια προσωπική αλλά και συλλογική απώλεια, που ήταν του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, μια μεγάλη προσωπικότητα στον οποίο πίστεψαν πολλοί και υπήρχε μεγάλη και φανατική πίστη στο πρόσωπό του. Όπως και τώρα βιώνουμε μια συλλογική κατάσταση και προσωπικές απώλειες ο καθένας μας, τόσο μικρότερες, όσο και μεγαλύτερες.
- “Η δεξιά τσέπη του ράσου” είναι ένα κοινωνικό έργο που εξετάζει πολλές έννοιες μεταξύ των οποίων και τη μοναξιά. Τι σημαίνει για σένα μοναξιά και ποιά είναι η επίδραση των ζώων στη μοναξιά του ανθρώπου;
Περνάω μεγάλα διαστήματα που αισθάνομαι μόνη μου και πιο παλιά περνούσα ακόμη πιο πολύ. Επειδη, βίωσα μια μεγάλη απώλεια στο οικογενειακό μου περιβάλλον, αισθανόμουν ότι κανείς δεν με καταλαβαίνει, ότι κανείς δε μπορεί να είναι δίπλα πραγματικά για να με στηρίξουν. Αισθανόμουν αδικημένη από τη ζωή, μόνη και απομονωμένη κοινωνικά. Αυτό ήταν ένα προσωπικό αίσθημα, όχι επειδή με είχε απομονώσει κάποιος. Νομίζω ότι αυτό το αίσθημα της μοναξιάς, ξεκινά από πολύ μικρή ηλικία και από την εφηβεία ακόμη, όπου βλέπεις ότι υπάρχουν κομμάτια που δεν μπορείς να επικοινωνήσεις ούτε με τους γονείς σου, ούτε με τους φίλους σου γιατί είναι πάρα πολύ έντονα αυτά που νιώθεις, καθώς συμβαίνουν μεγάλες αλλαγές στο σώμα σου, στη ψυχολογία σου. Υπήρξαν περίοδοι, όπου και με τις καλλιτεχνικές μου αναζητήσεις, ένιωθα ότι είμαι μόνη. Το κομμάτι της διαχείρισης είναι το πιο δύσκολο και το πιο σημαντικό. Για μένα και το λέω πλέον ανοιχτά η ψυχοθεραπεία είναι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι που βοήθησε προς αυτή τη κατεύθυνση. Αναζητώ πάρα πολύ, πλέον τις ουσιαστικές σχέσεις και επαφές τις οποίες έχω μάθει και από την ψυχοθεραπεία αλλά και από τη σχέση μου με τα ζώα. Η Δόμνα, το σκυλάκι μου, που είναι ήδη 10 χρονών, από τότε που είδα αυτό το πλάσμα να κυνηγάει αυτό το παιχνίδι με τέτοια αθωότητα και ενθουσιασμό, είδα μπροστά μου να ξεδιπλώνεται η φύση, η οποία δεν φιλτράρει, είδα τη χαρά από αυτό το πλάσμα και κατευθείαν η καρδιά μου σκίρτησε. Είχα χρόνια να ζήσω αυτό το συναίσθημα. Γι’αυτό καταλαβαίνω τον Βικέντιο, γιατί ενώ εγώ είχα πάρει αγάπη και κοινωνικοποίηση, ο Βικέντιος δεν είχε πάρει αγάπη και ξαφνικά βλέπει αυτό το πλάσμα να κάνει χαρές, και νιώθει σαν Θεός. Είναι πάρα πολύ σπουδαία αυτή η σχέση ειδικά όταν κάποιος την έχει ζήσει μπορεί να καταλάβει απόλυτα.
- Πως πυροδοτήθηκε η ιδέα για τη μεταφορά του έργου στο θεατρικό σανίδι. Είναι η πρώτη φορά που μεταφέρεται αυτή η νουβέλα στη θεατρική σκηνή;
Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που ούτως ή άλλως έχω σχέση με τη λογοτεχνία. Σκηνοθετώ κυρίως από λογοτεχνικά έργα. Είχα ένα κόλλημα από μικρή με τη λογοτεχνία. Με κρατά ζωντανή η σχέση με τη φαντασία μου, φτιάχνω ένα κόσμο τεράστιο. Αυτό λοιπό ξεκίνησε από την επιθυμία μου να θέλω να το δω και στο θέατρο. Κάπως έτσι έγινε και με τη “δεξιά τσέπη του ράσου”. Ήταν δώρο για μένα αυτή η παράσταση, μου τη πρότεινε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, Νίκος Καραγεώργος. Όταν ξεκίνησα να διαβάζω αυτό το έργο δεν μπορούσα να αλλάξω σελίδα, έκλαιγα, είναι και τόσο όμορφα γραμμένο από τον Μακριδάκη, που δεν πίστευα πως μου ερχόταν αυτά τα κύματα συναισθημάτων.
- Που θα επικεντρώνεται η σκηνοθετική σου ματιά στο έργο; Που θα δώσεις περισσότερο βάθος; σε ποιό χαρακτήρα και σε ποιές έννοιες;
Ο τρόπος με τον οποίο έχουμε χτίσει το χαρακτήρα και τη προσωπικότητα του Βικέντιου που υποδύεται ο Χρήστος Διονυσόπουλος, ο Βικέντιος είναι ένας άνθρωπος από εμάς. Ο οποίος έχει τεράστια πίστη, δεν αμφισβητεί το Θεό, όμως είναι ένας άνθρωπος που έχει υποστεί σε μεγάλο βαθμό ψυχολογική κακοποίηση μέσα στο μοναστήρι. Οπότε ο χαρακτήρας του Βικέντιου είναι σκιαγραφημένος και σκηνοθετημένος μέσα από στοιχεία που συναντάμε καθημερινά εμείς στη ζωή μας. Το έργο έχει στηθεί σύμφωνα με το κοινωνικά κριτήρια και όχι σύμφωνα με το μοναχικά. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος βιώνει μοναξιά, όχι μοναχός με την έννοια του Αγίου Όρους, αλλά ένας άνθρωπος όπως όλοι μας. Όμως, ζει απομονωμένος, μέσα στη μοναξιά, με πίστη στο Θεό, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του. Και επικεντρωνόμαστε στη σχέση του με αυτό το πλάσμα. Αυτή είναι η μεγάλη του σχέση. Αυτή είναι η μεγάλη του αγάπη. Επικεντρωνόμαστε σε αυτό που παίρνει και στον πόνο που προκαλείται όταν τελικά κάποια στιγμή αυτή η σχέση διακόπτεται.
- Θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για τους ηθοποιούς που συμμετέχουν στη παράσταση. Να μου πεις πως τους επέλεξες, τι σου κέντρισε το ενδιαφέρον σε αυτούς και για το ρόλο τους στο έργο.
Όλα τα παιδιά τα επέλεξα από τελείως διαφορετικές πλευρές. Η Δήμητρα Μητροπούλου είναι πιο παλιά και έχει παίξει σε άλλες δύο δικές μου παραστάσεις στο παρελθόν. Οπότε έχουμε ξανασυνεργαστεί, ξέρει την τρόπο με τον οποίο δουλεύω, ανήκει στην ομάδα που έχω στην Αθήνα, καθώς είναι από τους ανθρώπους που επικοινωνώ πάρα πολύ και ξέρω ότι όταν θα πω κάποια πράγματα αυτή θα καταλάβει ακριβώς τι εννοώ και που θέλω να “πάω” την ιστορία. Είναι γεννημένη αφηγήτρια, είναι μέσα στην ιδιοσυγκρασία της να κρατάει το ενδιαφέρον και το σασπένς και τις εναλλαγές με ένταση γι αυτό και στην ιστορία μας είναι η βασική αφηγήτρια του έργου. Ξεκινάμε μέσα από τα μάτια αυτής της γυναίκας, που για μας είναι η γυναίκα που του έφερε τη σκυλίτσα. Έπειτα ο Χρήστος Διονυσόπουλος που είναι και ο βασικός μας χαρακτήρας που υποδύεται τον Βικέντιο, τον είχα δει να παίζει στο ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου, έχει τελειώσει το Εθνικό Θέατρο και πραγματικά ενθουσιάστηκα από την ενέργεια και την ερμηνεία του. Χαίρομαι πάρα πολύ για αυτή τη συνάντηση με τον Χρήστο, είναι ένας άνθρωπος πολύ εργατικός, έξυπνος και πολύ ταλαντούχος. Στη συνέχεια, είναι η Νικολίτσα Ντρίζη είναι μια κοπέλα με καταγωγή από τη Πάτρα, οπότε κάπως σχετίζεται με το Αγρίνιο, την είχα δει σε πολλές παραστάσεις στην Αθήνα και είναι εξαιρετική ηθοποιός, με μια ψυχική δύναμη και έναν ψυχικό κόσμο αδιανόητο και τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται γιατί υποδύεται τη φωνή της σκυλίτσας, ότι δεν μπόρεσε να πει το σκυλάκι το λέμε μέσα από το φωνή της Νικολίτσας. Είναι μαγικό να ακούς τη φωνή της σκυλίτσας και πως αντιλαμβάνεται την αγάπη το σκυλάκι. Τέλος, είναι ο Άρης Μπαταγιάννης ο οποίος είναι ένα νέο παιδί, που έχει τελειώσει πρόσφατα τη σχολή, έχει σχέση με το Αγρίνιο γιατί σπούδασε εδώ φοιτητής και συμμετείχε σε πολλές θεατρικές ομάδες, και ο οποίος υποδύεται το alter ego του μοναχού. Είναι ο έτερος μοναχος ο οποίος δεν τον βλέπει ποτέ κανείς αλλά είναι πάντα ο ακόλουθός του.
- Θα ήθελα να πεις μια ευχή για το νέο έτος
Η ευχή μου είναι να έχουμε υγεία σωματική και ψυχική, που είναι το Α και το Ω. Από εκεί και πέρα όλα τα άλλα μπορείς να τα χτίσεις. Στη συνέχεια, θα ευχηθώ αλληλεγγύη και ενσυναίσθηση είναι πολύ σημαντικό για μένα να κοιτάζουμε τον διπλανό μας, να ανοίξουμε τα μάτια μας, το μυαλό μας, τη καρδιά μας, να βοηθάμε και να προσφέρουμε.
* Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση και την αγορά εισιτηρίων μπορείτε να βρείτε στην επίσημη ιστοσελίδα του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου:
https://www.dipethe-agriniou.gr/events/η-δεξια-τσεπη-του-ρασου/
agrinionews.gr