Οι Χριστουγεννιάτικες γιορτές αποτελούν το πιο σπιτικό, ζεστό και τρυφερό καθιερωμένο παραδοσιακό κομμάτι του τόπου μας.
Κάθε χρόνο σε όλη την Ελλάδα περιμένουμε με ανυπομονησία τα Χριστούγεννα για να ενωθούμε με τους αγαπημένους μας ανθρώπους και να εκφράσουμε τη στοργή μας με τον πιο όμορφο τρόπο.
Λατρεύουμε να στολίζουμε τα σπίτια μας ως ένδειξη χαράς, να ετοιμάζουμε τα πιο νόστιμα φαγητά για να τα απολαύσουμε με τους δικούς μας, να ανταλλάζουμε δώρα, ευχές και χαρμόσυνα συναισθήματα με τους αγαπημένους μας, να μοιράζουμε την ανθρωπιά και την ευαισθησία μας σε ανθρώπους που είναι μόνοι αυτές τις μέρες και να στέλνουμε μηνύματα αγάπης σε κάθε γωνιά της γης.
Στην Ελλάδα, αφουγκραζόμαστε τις Χριστουγεννιάτικες στιγμές μας με τους πιο πρωτότυπους, παραδοσιακούς τρόπους που αγγίζουν γιορτινά την ψυχή μας και που μας μένουν αξέχαστοι. Κάθε ελληνικό γεωγραφικό συγκρότημα αφήνει το δικό του γιορτινό στίγμα καλώντας μας να γνωρίσουμε τα έθιμα και τις συνήθειές του.
Στη Θράκη, λοιπόν, τα Χριστούγεννα διέφεραν από χωριό σε χωριό έχοντας ως επίκεντρο το Βόρειο Έβρο. Τα μικρά αγόρια και οι άντρες που θα πήγαιναν στον στρατό προετοιμάζονταν 40 ημέρες πριν από τη γέννηση του Χριστού. Συγκεντρώνονταν σε διάφορους χώρους για να κάνουν πρόβες για τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια, τα «κόλιαντα» που την Παραμονή θα τα τραγουδούσαν σε κάθε οικογένεια που θα επισκέπτονταν. Ένα ακόμη ξεχωριστό έθιμο ήταν αυτό που έφεραν οι ξεριζωμένοι προσφυγικοί πληθυσμοί από την Ανατολική Θράκη. Ανήμερα των γιορτών τα παιδιά μαζί με τους μπαμπάδες τους έβγαιναν στους δρόμους κρατώντας χοντρά και μακριά ξύλα τις «τζουμάκες» ή «ζουμανίκες». Τα ξύλα αυτά συμβόλιζαν τα ραβδιά των ποιμένων της Βίβλου και τα χρησιμοποιούσαν για να χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών για να τους ανοίξουν. Στο Πύθιο, του Διδυμοτείχου τα παιδιά τραγουδούσαν τα «κόλιντα»……
Κόλιντα μπάμπου, τσικ τσικ τσικ……….
Ενώ στη Νέα Βύσσα τα παιδιά τραγουδούσαν το
«Κο,κο,κο-Μπι,μπι,μπι-Τικ,τικ,τικ-Κόλιντρα-Να τη φαν τα σκυλιά-Κι την αλιπούς-Πούφαγε μια πουλιά-Κι έναν κουτσοπέτεινου».
Στα χωριά των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη τα αγόρια έλεγαν τα δικά τους «κόλιντα», σαν αυτό που λένε ακόμα στο Φυλακτό, χωριό του δήμου Σουφλίου στο νομού Έβρου…..
«Κόλιντα μπάμπου-Δος μας μια κλουρίτσα-Ας είνι σταρίσια-Ας είνι καλαμποκίσια-Κόλιντα μπάμπου».
Το εορταστικό δωδεκαήμερο στη Θράκη ξεκινούσε από την Παραμονή των Χριστουγέννων που συνοδευόταν με το σφάξιμο των γουρουνιών. Ομάδες μικρές ανδρών έσφαζαν τα γουρούνια τα δικά τους, των συγγενών τους, αλλά και γενικά όλου του χωριού. Όλοι τρέφανε γουρούνια στα σπίτια τους, «γιατί Χριστούγεννα χωρίς χοιρινό κρέας στο σπίτι δεν μπορούσαν να νοηθούν». Επίσης την Παραμονή των Χριστουγέννων σε όλα τα τραπέζια των σπιτιών έπρεπε να υπάρχουν 9 φαγητά αμαγείρευτα και νηστίσιμα. Τα τελευταία συμβόλιζαν τα εννέα μέρη που επισκέφθηκαν ο Χριστός, η Παναγία κι ο Ιωσήφ κατά το διωγμό του Ηρώδη ή και για μερικούς το διάστημα της κύησης από την Παναγία. Τα πιο συνηθισμένα φαγητά πάνω στο στρωμένο τραπέζι της Παραμονής των Χριστουγέννων ήταν η πίτα, το μέλι, το κρασί για να απλώσει η οικογένεια σαν την κληματαριά, το σαραγλί για να φερόμαστε πάντα γλυκά τους επισκέπτες μας, το καρπούζι για να είναι γλυκιά η οικογένεια αλλά και η παραγωγή σαν το καρπούζι. Το πεπόνι, το μήλο για να έχουν τα μέλη της οικογένειας κόκκινα μάγουλα, το σκόρδο για να προστατεύονται από τα τσιμπήματα των εντόμων, το κρεμμύδι για να έχουν οι λεχώνες πολύ γάλα. Αυτά πίστευαν και πιστεύουν στο Πραγγί της επαρχίας Διδυμοτείχου. Συμπλήρωμα των φαγητών ήταν η μπουγάτσα ή το χριστόψωμο το οποίο έκοβε ο νοικοκύρης το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων και πριν αρχίσει το φαγητό.
Ακόμη σε πολλά μέρη της Θράκης ήταν καθιερωμένο το φαγητό «Μπάμπω». Ήταν το πρώτο φαγητό που έτρωγε η οικογένεια όταν επέστρεφε από την εκκλησία μετά τη νηστεία των 40 ημερών. Άλλο ένα χαρακτηριστικό φαγητό ήταν η «Πουσουρτί», που αποτελείται από χοιρινό κρέας, το οποίο διατηρούνταν μέσα στο λίπος του μέχρι και το Πάσχα, η χοιρινή μπριζόλα και το κόκκινο κρασί.
Επίσης ένα ιδιαίτερο προσφυγικό έθιμο που το έφεραν το 1922 οι «Σακπασιώτες» από τα εφτά απέναντι χωριά της Ανατολικής Θράκης, όταν μετεγκαταστάθηκαν στις καινούργιες τους πατρίδες στη Δυτική Θράκη που καθιερωνόταν εκείνες τις ημέρες ήταν και ο «Πουρπούρης». Οι κάτοικοι του Ισαακίου μεταμφιέζονταν τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων. Αυτός που παριστούσε τον «Πουρπούρη» φορούσε προβιά ή κάπα τσομπάνη μια μάσκα από νεροκολοκύθα και κουδούνια στη μέση, πήγαινε από σπίτι σε σπίτι, με τη συνοδεία νέων του χωριού και έλεγε τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια.
Στη Μακεδονία τα Χριστουγεννιάτικα έθιμα έχουν έντονο το παραδοσιακό στοιχείο. Μας χαρίζουν στιγμές χαρμόσυνης προετοιμασίας για των ερχομό του Χριστού.
Στα χωριά της Βορείου Ελλάδος ο νοικοκύρης του κάθε σπιτιού έψαχνε να βρεί «το Χριστόξυλο» το καλύτερο ξύλο, το πιο όμορφο και το πιο γερό από πεύκο ή από ελιά για το σπίτι του. Η νοικοκυρά έχει ήδη φροντίσει να καθαρίσει το σπίτι και ιδιαίτερα το τζάκι με μεγάλη προσοχή, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζει ακόμη και την καπνοδόχο του σπιτιού, ώστε να μη μπορέσουν να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια, όπως αναφέρεται στα παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα παραμύθια. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων , όταν όλη η οικογένεια θα είναι μαζεμένη γύρω από το τζάκι , ο νοικοκύρης του σπιτιού ανάβει την καινούρια φωτιά και μπαίνει στην εστία το Χριστόξυλο. Σύμφωνα με τις παραδόσεις του λαού, καθώς καίγεται το Χριστόξυλο, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη Του. Κάθε οικογένεια, προσπαθεί να διατηρήσει αυτή τη φωτιά αναμμένη για όλο το δωδεκαήμερο των εορτών, από τα Χριστούγεννα, μέχρι τα Φώτα.
Επιπλέον, ένα άλλο μακεδονικό έθιμο είναι «οι Μωμόγεροι» που το συναντούμε στα χωριά της Δράμας. Προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες και συνδέεται ετυμολογικά με τη λέξη μίμος. Αυτοί που αναπαριστούν το συγκεκριμένο έθιμο φορούν τομάρια ζώων – λύκων, τράγων ή άλλων – ή ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά, έχουν τη μορφή γεροντικών προσώπων. Οι Μωμόγεροι τριγυρνούν στους δρόμους κατά τη διάρκεια των γιορτών κι αναμένουν τύχη για το νέο έτος. Επίσης τραγουδούν τα κάλαντα….
«Αρχή κάλαντα και αρχή του χρόνου, πάντα κάλαντα, πάντα του χρόνου».
Παραλλαγές του ίδιου εθίμου, συναντώνται σε χωριά της Κοζάνης και της Καστοριάς, με την ονομασία Ραγκουτσάρια. Άλλοι το λένε ρογκάτσια ή μπαμπαλιούρια.
Στη Θάσο ακόμη και σήμερα υπάρχει το έθιμο κατά το οποίο κάθονται όλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι, τραβούν τη στάχτη προς τα έξω και ρίχνουν γύρω στ’ αναμμένα κάρβουνα, φύλλα ελιάς, βάζοντας στο νου τους από μια ευχή, χωρίς όμως να την πουν στους άλλους. Όποιου το φύλλο γυρίσει περισσότερο, εκείνου θα πραγματοποιηθεί και η ευχή του.
Το έθιμο των Αράπηδων αναβιώνει κάθε χρόνο, στις 6 Ιανουαρίου, στο Μοναστηράκι, το οποίο απέχει από την πόλη της Δράμας μόλις 4 χλμ. Το συναντάμε επίσης και στα χωριά Βώλακας, Πετρούσα και Ξηροπόταμος. Το ίδιο έθιμο αναβιώνει κάθε χρόνο και στη Νικησιανή του Δήμου Παγγαίου στο νομό Καβάλας.
Στη Φλώρινα παραμονή Χριστουγέννων οι κάτοικοι σε κάθε γειτονιά ανάβουν φωτιές. Το έθιμο της φωτιάς υπάρχει και την Πρωτοχρονιά. Ανάβουν φωτιές για να ‘ρθει πιο γρήγορα ο καινούργιος χρόνος, και μεταμφιέζονται. Το έθιμο της μεταμφίεσης κρατάει από την Βακχική λατρεία , επειδή τα καρναβάλια γίνονταν προς τιμή του Διονύσου, θεού της γονιμότητας, της ευθυμίας και της αφθονίας. Αυτό το έθιμο είναι τα “Μπαμπάρια”, που αναβιώνει στο χωριό Παπαγιάννη στα βόρεια της Φλώρινας, άλλοι πιστεύουν ότι έχει Ρωμαϊκή προέλευση, η σημασία του όμως είναι ότι υμνεί το ξύπνημα της γης και την καρποφορία στη 1η του Γενάρη.
Στη Θεσσαλία επικρατεί το έθιμο «τάισμα της βρύσης». Σύμφωνα με το τελευταίο οι κοπέλες τα ξημερώματα των Χριστουγέννων πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση “για να κλέψουν το άκραντο νερό” (άκραντο, δηλαδή αμίλητο, γιατί δε βγάζουν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή). Αλείφουν τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο και γλυκιά να είναι και η ζωή τους. Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φτάνουν εκεί, την “ταΐζουν”, με διάφορες λιχουδιές, όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Όποια θα πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα ήταν και η πιο τυχερή ολόκληρο το χρόνο. Έπειτα ρίχνουν στη στάμνα ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, “κλέβουν νερό” και γυρίζουν στα σπίτια τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το άκραντο νερό. Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.
Ένα ιδιαίτερο Χριστουγεννιάτικο έθιμο είναι τα «Μπαμπαλιούρα».
Πρόκειται για ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στη Διονυσιακή λατρεία και το συναντάμε την Πρωτοχρονιά. Οι άντρες φορούν την στολή των Μπαμπαλιούρηδων, που αποτελείται από κουδούνια και μια ειδική μάσκα, από προβιά ζώου, τη λεγόμενη «φουλίνα», η οποία έχει τρια ανοίγματα, δύο στα μάτια και ένα στο στόμα. Απαραίτητος εξοπλισμός είναι ένα ξύλινο κυρτό σπαθί. Με τη λήξη της Θείας Λειτουργίας, τα «Μαμπαλιούρια» ξεχύνονται στους δρόμους συνοδεία του «αδελφογύρτη» ο οποίος κρατάει έναν κουμπαρά και μαζεύει τα χρήματα που προσφέρει ο κόσμος. Βγαίνοντας ο κόσμος από την εκκλησία τους συναντά και αιφνιδιάζεται αφού περνούν το σπαθί στη μέση τους και δεν αφήνουν κανέναν να περάσει αν δεν βάλει χρήματα επάνω σ’ αυτό. Μόλις βάλουν τα χρήματα τα παίρνει ο αδελφογύρτης και τους εύχεται Καλή Χρονιά. Μετά τις εκκλησίες τα «Μπαμπαλιούρια» πηγαίνουν στην πλατεία, στα καφενεία και στους δρόμους μέχρι τη νύχτα. Μέσα από το θόρυβο ξορκίζουν τα κακά πνεύματα προκειμένου η νεά χρονιά να είναι χαρούμενη και ήσυχη. Τέλος ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Θεσσαλίας είναι το σφάξιμο του γουρουνιού. Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ επακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα, για να επαναληφθεί η ίδια διαδικασία την επόμενη και τη μεθεπόμενη μέρα. Τρεις-τέσσερις συγγενικές οικογένειες καθόριζαν με τη σειρά ποια ημέρα θα έσφαζε το γουρούνι της.
Στην Ήπειρο οι Χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες ξεκινούσαν από το Νοέμβριο όπου οι Ηπειρώτισσες έβραζαν τα παραδοσιακά μπόλια, με καλαμπόκι κι άλλα όσπρια. Τον Δεκέμβριο οι νοικοκυρές της Ηπείρου, συνήθιζαν να φτιάχνουν τις τηγανίτες στην πλάκα. Πρόκειται για ένα τοπικό γλύκισμα. Οι τηγανίτες ήταν μελωμένες με ζαχαρόνερο καρύδια και κανέλα. Aυτά κατά την παράδοση είναι τα σπάργανα του Χριστού. Ακόμη έπλαθαν κουλούρια κι έφτιαχναν γλυκά. Τις τηγανίτες τις έτρωγαν το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων. Την παραμονή κυρίως στις πόλεις της Ηπείρου τα παιδιά έβγαιναν στις γειτονιές να πούνε τα κάλαντα.
Στα χωριά το έθιμο αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο γιατί τα σπίτια είναι αραιοκατοικημένα και το κρύο δεν επιτρέπει να περπατούν μικρά παιδιά σε μεγάλες αποστάσεις. Αυτό διατηρείται ακόμη και σήμερα, καθώς πολύ λίγα παιδάκια στην ευρύτερη περιφέρεια της Ηπείρου τριγυρνούν στα σπίτια για να πούνε τα κάλαντα. Ακόμη ένα χριστουγεννιάτικο έθιμο είναι το αναμμένο Πουρνάρι. Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Από τότε, λοιπόν, στα χωριά της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει χρόνια πολλά, κρατάει ένα κλαρί πουρναριού. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού.
Ακόμη το ίδιο έθιμο αναβιώνει και στα Γιάννενα. Μόνο που εκεί δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί αναμμένο στο χέρι τους αλλά έχουν στη χούφτα τους δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!» Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει. Επιπλέον, τα γιαπράκια είναι ένα παραδοσιακό ηπειρώτικο φαγητό. Είναι το κύριο χριστουγεννιάτικο φαγητό φτιαγμένο από λάχανο και συμβόλιζε το φάσκιωμα του νεογέννητου Χριστού.
Σε πολλά μέρη της Ηπείρου συνήθιζαν να φτιάχνουν τη Πρωτοχρονιάτικη πίτα αλμυρή και όχι γλυκιά. Μια από αυτές τις πίτες ήταν η μπουκουβάλα που έφτιαχναν στην Πρέβεζα, την Άρτα και τα Γιάννενα. Το όνομα της προέρχεται από τη βλάχικη λέξη bukuvala που σημαίνει μπουκιές ψωμιού ανακατεμένες στο τηγάνι με ζεστό λάδι, λίπος ή βούτυρο.
Τα καρύδια είναι ένα παραδοσιακό ομαδικό παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά. Οι κανόνες του παιχνιδιού έχουν ως εξής: Κάποιο παιδί χαράζει στο χώμα μια ευθεία γραμμή. Πάνω σ’ αυτή, κάθε παίκτης βάζει κι από ένα καρύδι στη σειρά. Μετά, ο κάθε παίκτης με τη σειρά του και από κάθετη απόσταση ενός με δύο μέτρα από τη γραμμή των καρυδιών, σημαδεύει σκυφτός, και με το μεγαλύτερο και το πιο στρογγυλό καρύδι του, κάποιο άλλο καρύδι.
Όποιο καρύδι πετύχει και το βγάλει έξω από τη γραμμή το κερδίζει και δοκιμάζει ξανά σημαδεύοντας κάποιο άλλο καρύδι. Αν αστοχήσει, συνεχίζει ο επόμενος παίκτης. Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι να βγουν από τη γραμμή όλα τα καρύδια.
Ηπειρώτικα κάλαντα Πρωτοχρονιάς…..
Ένας μικρός, μικρός μικρούτσικος, μικρός και χαϊδεμένος.
Τον έπλενε, τον έντυνε και στο σχολειό τον στέλνει.
Παιδί μ’ να μάθεις γράμματα, παιδί μ’ να μάθεις γνώση.
Τα γράμματα μες στο χαρτί κι η γνώση πέρα ως πέρα.
Για βάλε το χεράκι σου στην αργυρή σακούλα
κι αν έχεις γρόσια δώσε μου φλουριά μην τα λυπάσαι
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χιλιά χρονιά να ζήσει.
Και του χρόνου!
Στη Στερεά Ελλάδα υπάρχει το έθιμο της χοιροσφαγής. Στα ορεινά χωριά της δυτικής Φθιώτιδας είναι καθιερωμένο το μαγείρεμα του γουρουνιού. Επίσης, το αρραβώνιασμα της φωτιάς είναι χριστουγεννιάτικο έθιμο σύμφωνα με το οποίο τα ξημερώματα 25ης Δεκεμβρίου οι νοικοκυρές ανάβουν ένα μεγάλο ξύλο στο τζάκι κι εύχονται η ευχές τους να πραγματοποιηθούν. Το πάντρεμα της φωτιάς γίνεται τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς. Στο τζάκι μπαίνουν δύο μεγάλα ξύλα που φροντίζει ο νοικοκύρης να είναι ισομερή για να καίγονται το ίδιο. Σύμφωνα με την παράδοση εκείνη την ώρα δεν αλλάζει μόνο ημέρα, αλλά αλλάζει και χρόνος. Όποια ευχή η όποια κατάρα και αν κάνει ο άνθρωπος αυτή θα πιάσει τόπο λέει ο λαός. Τα συγκεκριμένα έθιμα τα συναντάμε σε πάρα πολλά σημεία της Ρούμελης ιδιαίτερα όμως στη δυτική Φθιώτιδα και στην ορεινή Δωρίδα. Το Βασιλόψωμο τρώγεται ανήμερα του Αγίου Βασιλείου από όπου πήρε και το όνομα του. Εκτός από αλεύρι οι νοικοκυρές βάζουν μέσα ρεβύθι αλεσμένο, βασιλικό και νερό και πάνω του δημιουργούν διάφορα σχήματα και παραστάσεις είτε αυτές αφορούν την παραγωγή είτε την υγεία είτε την οικογένεια. Μετά το ψήσιμό του, είναι έτοιμο να κοπεί την ώρα του φαγητού, το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Παράλληλα με το βασιλόψωμο οι νοικοκυρές κάνουν και της Βασιλοκουλούρες.
Στην Πελοπόννησο και συγκεκριμένα στην Αρκαδία την παραμονή των Χριστουγέννων οι κάτοικοι τοποθετούν ένα μεγάλο κούτσουρο στο τζάκι, ώστε να καίει όλη την ημέρα, «για να ζεσταίνει την Παναγία που γεννούσε». Επίσης, οι γυναίκες καθαρίζουν τις εικόνες του σπιτιού, με βαμβάκι και κρασί. Ένα ακόμα έθιμο είναι το Χριστόψωμο. Οι νοικοκυρές παρασκευάζουν το ψωμί του Χριστού, με κομμάτια από σύκα και στην επιφάνειά του κεντούν στολίδια και πλέκουν σταυρούς. Ακόμα, σε αρκετά χωριά ζυμώνουν ένα κομμάτι ψωμί που διαμόρφωναν σαν χέρι και το τοποθετούν στον τοίχο κάτω από το εικόνισμα. Αυτό το ψωμί το ονομάζουν το χέρι του Χριστού.
Στην Αργολίδα ο «Γιάλα – Γιάλα» είναι η γιορτή των Θεοφανείων. Τα ξημερώματα οι νέοι, που θα βουτήξουν αργότερα στη θάλασσα για να πιάσουν το σταυρό και την εικόνα της Παναγίας, περνούν από σπίτι σε σπίτι, όπου δέχονται κεράσματα και ευχές, τραγουδώντας, το «Γιάλα – Γιάλα». Την προηγούμενη ημέρα, συγκεντρώνονται στο λιμάνι και στολίζουν τις βάρκες, με φύλλα φοίνικα. Από αυτές τις βάρκες οι νέοι τραγουδούν το «Γιάλα –Γιάλα», μέχρι ο ιερέας να ρίξει στη θάλασσα το σταυρό και την εικόνα της Παναγίας. Στη Νέα Κίο ανήμερα των Θεοφανίων τηρείται το έθιμο του πυροβολισμού των τενεκέδων μέσα στη θάλασσα και η ρίψη του νεότερου καπετάνιου στο νερό. Μετά τη ρίψη του σταυρού στη θάλασσα, όσοι βούτηξαν για να τον πιάσουν, παίρνουν στα χέρια τους τον νικητή και τον περιφέρουν σ’ όλη την περιοχή, ενώ προηγουμένως έχουν βουτήξει στη θάλασσα τον νεότερο καπετάνιο της πόλης.
Στη Μάνη κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου τηρείται το έθιμο της παρασκευής τηγανίδων και χριστόψωμων. Οι τηγανίδες, φτιάχνονται σε διάφορα σχήματα τις ημέρες των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, ενώ όταν η νοικοκυρά παρασκευάζει την τηγανίδα σε σχήμα σταυρού, εύχεται «να σταυρωθούν τα κακά και του χρόνου». Επίσης, κάθε οικογένεια, κόβει στο εορταστικό τραπέζι των Χριστουγέννων το παραδοσιακό χριστόψωμο, το οποίο είναι στολισμένο με σταυρούς.
Στη Μεσσηνία αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου οι οικογένειες περιμένουν να έλθει στο σπίτι ένα μικρό παιδί για να τους κάνει ποδαρικό, ώστε ο νέος χρόνος να τα φέρει όλα καλότυχα. Στη συνέχεια του ζητούν να πατήσει ένα σίδερο, για να είναι όλοι υγιείς. Παράλληλα, η νοικοκυρά προσφέρει γλυκά στο παιδί που κάνει ποδαρικό για το καλό του χρόνου. Ακόμη, αν ανήμερα της Πρωτοχρονιάς έχει καλοκαιρία πιστεύεται πως ο καιρός θα είναι ο ίδιος για 40 μέρες, ενώ αν υπάρχει κακοκαιρία, αυτή θα εξακολουθήσει επίσης για 40 μέρες. Ένα ακόμη έθιμο είναι το σπάσιμο του ροδιού. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, ο νοικοκύρης παίρνει μαζί του στην εκκλησία ένα ρόδι. Όταν επιστρέφει σπίτι ανοίγει ο ίδιος την πόρτα, ώστε να είναι ο πρώτος που θα κάνει ποδαρικό, κρατώντας το ρόδι στο χέρι. Κατόπιν το ρίχνει κάτω με δύναμη για να σπάσει.
Στην περιοχή της Νεμέας υπάρχει το έθιμο της ψυχοκόρης. Συγκεκριμένα, ανήμερα τα Χριστούγεννα, όταν τα μέλη της οικογένειας επιστρέφουν από την εκκλησία, η έφηβη κόρη τούς περιμένει με παραδοσιακά εδέσματα, όπως μελομακάρονα τηγανόψωμα, δίπλες, κουραμπιέδες κ.α. ενώ στον άνδρα προσφέρεται και λικέρ. Επίσης, την παραμονή των Χριστουγέννων τοποθετούν κλαδιά πάνω από τα τζάκια και σκεπάζουν τα γλυκά, για να μην τα πειράξουν οι καλικάντζαροι.
Στην Κατούνα της Αιτωλοακαρνανίας αναβιώνει ένα από τα παλιότερα έθιμα. Πρόκειται για τη γιορτή της τσιγαρίδας, δηλαδή το τσιγάρισμα του χοιρινού κρέατος μαζί με το λίπος του. Αυτή ήταν παραδοσιακή μέθοδος που χρησιμοποιούσαν οι οικογένειες για τη διατήρηση του κρέατος κατά τη χειμερινή περίοδο. Σε κάθε γειτονιά οι οικογένειες άναβαν μεγάλες φωτιές, τοποθετούσαν το καζάνι με το χοιρινό και επικρατούσε εορταστική ατμόσφαιρα μέχρι να ολοκληρωθεί το μαγείρεμα του κρέατος.
Στα Επτάνησα τα Χριστούγεννα μοιάζουν ξεχωριστά. Στην Κέρκυρα, σε κάθε Φιλαρμονική Εταιρεία από νωρίς το απόγευμα, από τις αρχές του Νοέμβρη γίνεται η προετοιμασία για τη μεγάλη μέρα. Την παραμονή των δύο εορτών, Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. πρέπει όλα να είναι τέλεια, καθώς από νωρίς το πρωί οι Φιλαρμονικές, θα πλημμυρίσουν την πόλη που θα γεμίσει χρώμα και μελωδία. Κάθε χρόνο είναι σαν ένα νέο ντεμπούτο μιας μεγάλης παράστασης. Στην Κεφαλονιά, καθώς και στα υπόλοιπα Επτάνησα, το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οι κάτοικοι του νησιού γεμάτοι χαρά για τον ερχομό του νέου χρόνου, κατεβαίνουν στους δρόμους κρατώντας μπουκάλια με κολόνιες και υγραίνουν ο ένας τον άλλον τραγουδώντας: “Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς να σας ειπούμε χρόνους πολλούς” και ευλογώντας έτσι τον ερχομό του νέου έτους, ευχόμενοι μακροζωία και ευρωστία.
Η ευχή που ανταλλάσσουν για τον χρόνο που φεύγει είναι: “Καλή Αποκοπή”, δηλαδή «με το καλό να αποχωριστούμε τον παλιό χρόνο».
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η μπάντα του δήμου περνάει από όλα τα σπίτια και τραγουδάει καντάδες και κάλαντα: “Πάλιν ακούσατε άρχοντες πάλι να σας ειπούμε, ότι και αύριον εστί ανάγκη να χαρούμε και να πανηγυρίζουμε Περιτομήν Κυρίου, την εορτή του Μάκαρος Μεγάλου Βασιλείου”. Στη Ζάκυνθο την Παραμονή των Χριστουγέννων, μόλις αρχίζει να βραδιάζει, μαζεύονται όλοι στο σπίτι, γύρω από το εορταστικό τραπέζι, όμως για δείπνο σερβίρονταν μόνο μπρόκολα με ελιές και κρασί. Την επόμενη μέρα ακολουθούσε το μεγάλο γιορτινό τραπέζι το οποίο εκτός από κρέας με πατάτες περιελάμβανε και αυγολέμονο. Επίσης οι Ζακυνθινοί δεν έκοβαν βασιλόπιτα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά τα Χριστούγεννα και η συνταγή της ήταν αρκετά διαφορετική. Επίσης την Πρωτοχρονιά γυρνάνε σε παρέες με μουσικά όργανα και λένε τους περίφημους «Αϊ-Βασίληδες», (ζακυνθινά κάλαντα Πρωτοχρονιάς, τα οποία συνέθεταν οι ίδιοι) Στα σπίτια, το βράδυ της παραμονής, έφτιαχναν τις μπλαούνες, (τηγανίτες με αλεύρι και νερό) τηγανισμένες σε «νιό» λάδι και τις έτρωγαν βουτηγμένες σε πετιμέζι (=βρασμένος μούστος σταφυλιών).
Στη Λευκάδα σήμα κατατεθέν των Χριστουγέννων είναι οι «κουτσούνες» οι οποίες λέγονται και αγριοκρεμμύδες και θεωρούνται σύμβολα τύχης. Τα παιδιά ξεριζώνουν κουτσούνες απ’ τις εξοχές τκαι τις πηγαίνουν στα σπίτια τους ή τις πουλάνε. Οι νοικοκυρές τις έβαζαν στο κατώι, πάνω σε μια καπάσα ή ένα βαένι με λάδι ή τις κρεμούσαν σ’ ένα πατωμάτερο, ή τις έβαζαν στην κουζίνα. Την Πρωτοχρονιά είχαν το έθιμο «Διάνα» που είναι κατάλοιπο της Ενετοκρατίας. Ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς, γύρω στις 4.π.μ., έβγαινε η μπάντα της Φιλαρμονικής και γύριζε μέσα στην πόλη παίζοντας το «εωθινό» και τα κάλαντα, μέχρι να ξημερώσει. Τα παλιότερα χρόνια τη «Διάνα» ακολούθαγαν σχεδόν όλοι οι Λευκαδίτες, με πρωταγωνιστές τους ντορατζήδες, που έκαναν φάρσες διασκεδάζοντας τον κόσμο
Εικάζεται πως το όνομα της «Διάνας» προέρχεται απ’ την ιταλική λέξη Diana, που σημαίνει Αυγερινός και εγερτήριο, το χρονικό διάστημα μεταξύ 4 και 8 π.μ. μια και οι ώρες αυτές συμπίπτουν με τις ώρες που τελείται η πρωτοχρονιάτικη Διάνα.
Η Κρήτη έχει τη δική της Χριστουγεννιάτικη χροιά και την εκφράζει μέσα από τις παραδόσεις της. Κατ αρχήν, 40 ημέρες πριν ξεκινάει η νηστεία των Χριστουγέννων. Οι πιστοί αποφεύγουν την κατανάλωση κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων κτλ. Την παραμονή των Χριστουγέννων οι άνθρωποι άναβαν το καντήλι, έκαναν την προσευχή τους και 40 μετάνοιες και ζητούσαν τις χάρες που ήθελε ο κάθε ένας από το Χριστό που θα γεννιόταν σε λίγες ώρες.
Στα Χανιά στην σπηλιά του Αϊ Γιάννη στην Μαραθοκεφάλα Κισάμου την παραμονή των Χριστουγέννων τελείται Αρχιερατική θεία λειτουργία. Το σπήλαιο πήρε το όνομά του από τη διαμονή και την εκκλησία του Αγίου που βρίσκεται μέσα στο σπήλαιο. Εδώ και μερικά χρόνια, στο σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη, καθιερώθηκε να γίνεται η παραδοσιακή αναπαράσταση της γεννήσεως του Χριστού. Ετσι, ακόμα και σήμερα γίνεται μια υπέροχη αναπαράσταση με αρκετά ζώα δηλαδή πρόβατα, γαϊδουράκια, κατσίκες, άγρια περιστέρια και άλλα ζώα όπως τη νύχτα της γεννήσεως του Χριστού. Εκείνη την νύκτα, επίσης, στο σπήλαιο του Αγίου Ιωάννη, μαζεύονται πολλοί Χριστιανοί προκειμένου να γιορτάσουν με πολλή αγάπη και πίστη την γέννηση του Χριστού εκείνη την Αγια Νύκτα των Χριστουγέννων. Στο σπήλαιο επίσης, την νύκτα των Χριστουγέννων, καταφτάνουν πολλοί Ιερείς όπου μαζί με τον Μητροπολίτη τελούν τη Θεία Λειτουργία.
Στην Κρήτη θεωρείται πως τα παιδιά που γεννιούνται την ημέρα των Χριστουγέννων μεταμορφώνονται σε καρακατζόληδες και την ημέρα τ’ Αγιασμού (όπου ο καθαγιασμός της φύσης διώχνει όλα τα κακά), ξαναγίνονται άνθρωποι, διαδικασία που συνεχίζεται κι όταν μεγαλώνουν.
Τα παραδοσιακά γλυκά των γιορτών είναι τα ξεροτήγανα, τα μελομακάρονα οι κουραμπιέδες, τα σαρίκια, οι λουκουμάδες, οι γλυκοκουλούρες, οι σαμουσάδες στο Σέλινο, τα κατιμέρια και οι μυζηθρόπιτες στη Σητεία, τα κουλουράκια στην Ιεράπετρα, τα ανεβατά λουκούμια, τα κουμπανάκια στο Λασίθι και βέβαια την Πρωτοχρονιά, η Βασιλόπιτα. Η ζάχαρη μάλιστα στους κουραμπιέδες συμβολίζει τα χιονισμένα βουνά της Κρήτης.
Τέλος ως κρητικό έθιμο είναι το Χριστόψωμο και το σφάξιμο των χοίρων.
Κύριο φαγητό στα περισσότερα νησιά της Δωδεκανήσου ήταν και σε γενικές γραμμές παραμένει, παράλληλα με τη γαλοπούλα τα τελευταία χρόνια, το χοιρινό κρέας. Σε αρκετά χωριά της Ρόδου, το σφάξιμο του χοίρου που μεγάλωναν οι οικογένειες γινόταν σε παρέες και με ειδική ιεροτελεστία.
Από τα Χριστουγεννιάτικα φαγητά ήταν επίσης τα παραδοσιακά «γιαπράκια» (ντολμαδάκια) τα οποία δεν έλειπαν από το τραπέζι. Σε ό,τι αφορά τα γλυκά τόσο στη Ρόδο όσο και στα υπόλοιπα νησιά το χαρακτηριστικό είναι οι δίπλες, οι οποίες εξακολουθούν να κατασκευάζονται και σήμερα.
Στη Νίσυρο, το βράδυ των Χριστουγέννων ο ιερέας τελεί τρισάγιο και κατόπιν προσφέρει στους πιστούς «ευλογημένα» τα οποία μόλις έφταναν στο σπίτι, τα τοποθετούσαν στο γιορτινό τραπέζι και τα έτρωγαν πρώτα.
Στον Αρχάγγελο, στη Σάλακο και σε πολλά άλλα από τα χωριά της Ρόδου, το «Χριστόψωμο» είναι το πρόσφορο που πάνε στον παπά τα Χριστούγεννα. Το γιορτινό τραπέζι των Χριστουγέννων στρώνεται από το βράδυ της παραμονής. Στο κέντρο τοποθετείται το Χριστόψωμο και δίπλα το μέλι με πολλούς ξηρούς καρπούς.
Χίος
Πρωτοχρονιάτικα καραβάκια: Στο νησί της μαστίχας, το έθιμο των γιορτών περιλαμβάνει την κατασκευή και τον στολισμό μικρών καραβιών. Το έθιμο αυτό αναβιώνει κάθε Πρωτοχρονιά από την Περιηγητική Λέσχη Χίου σε συνεργασία με το Δήμο Χίου, όπου ομάδες ατόμων που εκπροσωπούν συνοικίες της πρωτεύουσας του νησιού κατασκευάζουν απομιμήσεις εμπορικών μεγέθους περίπου 5,5 μέτρων
Σάμος
«Πηχτή» και «Προβέντα»: Τα φαγητά των γιορτών στη Σάμο, είναι από τα πιο «νόστιμα» έθιμα της λαϊκής παράδοσης. Η πηχτή είναι βρασμένο χοιρινό κρέας με λεμόνι που αποτελεί κλασσικό γεύμα των Χριστουγέννων για τους Σάμιους, ενώ την Πρωτοχρονιά φτιάχνουν «Προβέντα» ένα πιάτο με βασιλόπιτα και γλυκά και το προσφέρουν τα παιδιά στους γονείς θέλοντας να τους δείξουν την αγάπη τους και την φροντίδα τους.
Λήμνος
«Αποσορτες»: Στη Λήμνο επίσης έσφαζαν το οικογενειακό γουρούνι για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι και η σφαγή του γινόταν κοινωνικό δρώμενο, οι λεγόμενες «αποσορτές». Επίσης κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και για 12 μέρες οι Λήμνιοι απέφευγαν να λουστούν κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου θεωρώντας πως τα νερά είναι μολυσμένα από τα στοιχειά και τους καλικαντζάρους και το μπάνιο επιτρεπόταν από τις 5 Ιανουαρίου οπότε και είχε τελεστεί ο πρώτος καθαγιασμος των υδάτων πριν τα Θεοφάνεια
Λέσβος
Στη Λέσβο, δε στολίζουν έλατο, αλλά ελιά, κλαδί της οποίας κρεμάνε έξω από κάθε σπίτι για να έχουν καλή σοδειά. Παράλληλα, τα Πρωτοχρονιάτικα έθιμα περιλαμβάνουν το «ποδαρικό», με το σπάσιμο του ροδιού στην είσοδο του σπιτιού, την μεταφορά «αμίλητου» νερού, καθώς και το κόψιμο της παραδοσιακής βασιλόπιτας με το φλουρί που θεωρείται σημάδι τύχης σε όποιον το βρει.
Αννέτα Μήλιου, Φιλόλογος
Πηγές:
Κρητική Λαογραφία, εκδόσεις: Mystis Editions
Εδεσματολόγιον Μακεδονίας, εκδόσεις: Κοχλίας
Greek Folktales from the island Lesvos, εκδόσεις: Ζαχαράκης Κ. Μ.