Ομιλία που εκφωνήθηκε στην εκδήλωση που πραγματοποίησε ο Λαογραφικός Σύλλογος Μεσολογγίου σε συνεργασία με το Γυμνάσιο Ευηνοχωρίου τη Τρίτη 23 Απριλίου 2013 με την ευκαιρία της ηρωικής Εξόδου του Μεσολογγίου θέμα:»Οι Γελεκτζήδες, η συμμετοχή των μικρών παιδιών στον Αγώνα του Μεσολογγίου».
Εκφωνήθηκε από τον κο Διονύσιο Σπ. Μπερερή, Εκπαιδευτικό, τ. Σχολικό Σύμβουλο Π.Ε.
Στην άχρονη μνήμη των αγωνιστών του 1821, των πολεμάρχων του Μεσολογγίου, των Γελεκτζήδων και των μικρότερων υπερασπιστών της Ιερής Πόλης για τους οποίους καλούμαι να πω τον προσήκοντα λόγο σε τούτη τη δοξαστική ώρα,
Στώμεν καλώς, στώμεν ευλαβώς.
Θεωρώ της τύχης εύνοια που είμαι σήμερα σ’ αυτό το βήμα μπροστά στους απογόνους των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Μεσολογγίου, για να ψάλλω τον ύμνο της αντρειοσύνης εκείνων με την ευκαιρία του εορτασμού της εκατοστής Ογδοηκοστής τετάρτης επετείου της Εξόδου.”
Και το δέος που κατέχει τον ομιλούντα συγκλονίζει την ψυχή του καθώς νιώθει τις σκιές των μικρών πολεμιστών, των σκύμνων του Μεσολογγίου να φτερουγίζουν ψηλά μας και να μας συντροφεύουν τούτη την άγια ώρα. Κι ο λόγος μου είναι προσκύνημα κι είναι ο δικός τους ο λόγος.
Και αισθάνομαι ελάχιστος στη σκέψη πως στο βήμα που στήνεται κάθε φορά για να υμνηθεί η δόξα του Μεσολογγίου, της ονομασθείσης “κατ’ επιταγήν της Ιστορίας” Ιερής Πόλης, “που κουβαλά Εθνικό και Οικουμενικό, ιστορικό και ηθικό φορτίο”, βρέθηκαν ποιητές και λογοτέχνες και δεινοί ομιλητές που έψαλαν με Δημοσθένεια ρητορεία και Περίκλεια γλώσσα το δοξαστικό της μεγαλυνάρι: Παλαμάς και Νόβας, Τσάτσος και Καννελόπουλος, Πολυζωίδης και Τρικούπης, Καφαντάρης και Νικόλαος Στράτος, Ακρίτας και Βρεττάκος, Δαμασκηνός και Μακάριος, Αρβελέρ και Πολίτου και οι δικοί μας: Ευαγγελάτος και Πετρόπουλος, Σταυρόπουλος και Πεπονής, Κανίνιας και Κολόμβας, Κοτίνης και Κοντός, Κατσώτας και Βερελής, Καρκανιάς, Γαλέτας και Κορδόση κι άλλοι πολλοί των γραμμάτων εκλεκτοί.
Κυρίες και κύριοι, αν πάρουμε στη χούφτα μας τ’ άγιο χώμα του Μεσολογγιού και το στίψουμε θ’ ακούσουμε να τρίζουν κόκαλα αγιασμένα και το άλικο αίμα των ηρώων του θα ποτίσει τη γη. Κι αυτός που θα επιχειρήσει να σκιαγραφήσει αυτά τα πρόσωπα και να περιγράψει τις ηρωικές πράξεις των θα πρέπει να βουτάει κάθε φορά τη γραφίδα του σ’ αυτό το αίμα και στο αίμα της καρδιάς του.
Οι ιστορικοί, κι όχι βέβαια η Ιστορία, καταγράφουν τις πράξεις και τα κατορθώματα των Επωνύμων.
Όμως δημιουργοί των μεγάλων έργων κάθε φορά δεν είναι μόνο αυτοί. Το μερτικό τους, που πολλές φορές είναι πιο μεγάλο, έχουν οι αφανείς και οι ανώνυμοι.
Στην εποποιία, του Μεσολογγίου οι μικροί Ελεύθεροι Πολιορκημένοι αγωνιστές και το εκλεκτό σώμα των Γελεκτζήδων, προσωνύμια που έδωσαν στα ενενήντα λαμπρά παλικαρόπουλα 15 έως 18 ετών, γιατίφορούσαν μόνο γελέκο για να μην τους βαραίνει η κάπα την ώρα της μάχης, έγραψαν με τις γενναιόφρονες πράξεις των ηρωικά κατορθώματα, απ’ τα οποία λίγα αναφέρονται επωνύμως στις σελίδες των ιστορικών ενθυμημάτων, μερικά απ’ τα οποία θα αναφέρω.
Ας γυρίσουμε το νου μας πίσω, εκεί που η ιστορία μας παίρνει απ’ το χέρι και μας οδηγεί στους ηρωϊκούς χρόνους των πολιορκιών και της Εξόδου πέρα κει στην παλικαρότοκη και μαρτυρική πόλη.
Η πόλη αποκλεισμένη από στεριά και θάλασσα. Οι υπερασπιστές της ταμπουρωμένοι στα χαρακώματα. Οι γυναίκες και τα παιδιά δεν είναι στις συνηθισμένες εργασίες τους, όπως έπρεπε, οι πρώτες στο νοικοκυριό και τ’ άλλα στο παιγνίδι. Τώρα παίζουν τους ρόλους που τους μοίρασε ο πόλεμος και δεν μπορούν να τους αρνηθούν. Γνωρίζουν και μας έδειξαν πως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια μετριέται με το πόση ελευθερία μπορείς να βαστάξεις.
Γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης: …Όσο για τα παιδιά βλέπουν τα ντουφέκια, τις πάλες, τα γιαταγάνια, τις μπιστόλες και τα ρέγεται η ψυχή τους. Ξεκολλημό δεν έχουν από τις ντάπιες και ταμπούρια και χύνουν με μολύβι κανονάκια και μπάλες.
Κι ο Κωστάκης Πετρόπουλος σημειώνει:… Μια ομάδα από μικροπαίδια, επηρεασμένα απ’ τη μεγαλόπρεπη τελετή του όρκου του Λόρδου Βύρωνα, που τον έδωσε φορώντας την τιμημένη ελληνική φουστανέλλα, πάνω στον τάφο του Μάρκου Μπότσαρη, παρατάχτηκε σε δύο στίχους στη Μεγάλη Ντάπια, κι ύστερα ορκίστηκαν όλα τους ζωσμένα ψεύτικα σπαθιά στη μέση να υπερασπίσουν την πατρίδα μέχρι θανάτου. . . . . Γεμίζουν κατά τις μάχες τα ντουφέκια των αγωνιστών, μένοντας δίπλα τους, εξουδετερώνουν πολλές φορές, με μια καταπληκτική επιδεξιότητα και ψυχραιμία, αλλά και με άμεσο κίνδυνο της ζωής τους, τις μπόμπες των Αγαρηνών, βγάζοντας το φιτίλι τους και παίρνουν κι αυτά μέρος στα γιουρούσια, άλλοτε με αληθινά όπλα και άλλοτε με σφεντόνες.
Διαβάζουμε στο “Ημερολόγιο της Πολιορκίας του Μεσολογγίου” του Ιάκωβου Μάγερ:
24-5-1825: Περιεργότερον είναι προσέτι να θεωρεί τις τους παίδας οίτινες κατασκεύασαν τώρα μικρά κανόνια και βόμβας από μόλυβδον και από μόνην την έμφυτον ροπήν κινούμενοι, παρατάσσονται εις τας αγοράς και κάμνουσιν όλα τα κινήματα προς άμυναν και φύλαξιν. Θαυμασμού άξιον είναι πόσον επιτηδεύθησαν οι νέοι ούτοι μηχανικοί εις την αναλογίαν και ακρίβειαν των πολυβόλων των, και εις την τακτικήν των πολεμικών κινημάτων αρμονίαν.
2-7-1825: Μετά την παύσιν του τυφεκισμού ηνώθησαν οι παίδες μας μετά των στρατιωτών και ήρχισαν τον πετροπόλεμον με τους Τούρκους· Εις το είδος τούτο της μάχης έδειξαν πλέον ηρωικά σημεία οι παίδες μας, μη λογαριάζοντες, ποσώς τον κίνδυνον.
Κι άλλος ιστορικός παρατηρεί: …Τα παιδιά του Μεσολογγιού… με πόση διαβολιά και σβελτάδα άλλα κουβαλάνε πέτρες κι άλλα τις ρίχνουν ψηλοκρεμαστά να ζυαστούν και να πέσουν με ορμή μέσα στο ταμπούρι του εχθρού. Δύο ώρες βάστηξε τούτη η μάχη και κείνη τη μέρα το βραβείο της αξιοσύνης το πήραν τα παιδιά.
Και τα “Ελληνικά Χρονικά” γράφουν: Αλλά θέλει πιστεύσει τάχα ο κόσμος, ότι και τα δεκαπενταετή παιδιά μας, ώρμησαν κατά των απίστων Τούρκων και τους επολέμησαν με ανέκφραστον θάρρος πετροβολούντα;
Γι’ αυτά ο πόλεμος είναι παιχνίδι και τραγούδι κατά πως γράφει ο Εθνικός μας Ποιητής στο Γ´ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων:
“Δεν τους βαραίνει ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους
……….. κι εμπόδισμα δεν είναι
στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν.”
Μια επικίνδυνη αποστολή που εκτελούσαν τα παιδιά ήταν κι αυτή του ταχυδρόμου. Τα μικρά παιδιά περνούσαν κάτω απ’ τη μύτη του εχθρού για να πάνε ή να φέρουν μηνύματα. Αναφέρεται πως ο Κιουταχής, τρία απ’ τα παιδιά που συνέλαβαν οι στρατιώτες του, τα κρέμασε στη μέση του στρατοπέδου, απέναντι απ’ τις ντάπιες για να τα βλέπουν οι γονείς τους.
Στη συλλογική δράση των αναφέρεται και τούτο: Το πρώτο βράδυ που οι Τούρκοι έκοψαν το νερόχαλώντας τον αγωγό του υδραγωγείου που ήταν έξω από το φρούριο, χρειάστηκαν στην πόλη για μερικούς λαβωμένους κι αρρώστους καθαρό νερό.
Τότε μια ομάδα παιδιών ηλικίας 12 με 15 ετών ανέλαβε το επικίνδυνο εγχείρημα να πάει σε μια γνωστή τους πηγή χωμένη ανάμεσα σε δύο ψηλούς και ντυμένους από χαμόκλαδα όχτους που έφτιαχναν σε κείνο το μέρος ένα μικρό βάραθρο. Έπρεπε, όμως, να περάσουν ανάμεσα από τις εχθρικές σκηνές. Γλιστρούν σαν ίσκοι και φτάνουν έρποντας πάνω απ’ την πηγή και πιασμένα το ένα απ’ το χέρι του άλλου, κατεβάζουν το μικρό κι ανάλαφρο της παρέας στο βάθος κι έτσι προμηθεύονται το πολύτιμο νερό και γυρίζουν συρτά – συρτά πάλι στο φρούριο αστράφτοντας από χαρά κάτω απ’ τις επευφημίες μικρών και μεγάλων.
Σταχυολογώ απ’ την πλούσια δράση των Γελεκτζήδων σκηνές μεγαλείου και με σεβασμό αναφέρομαι, στα ιερά πρόσωπα των δημιουργών τους.
Νύχτα Χριστουγέννων του 1822 κατά την πρώτη πολιορκία.
Οι Τούρκοι αιφνιδιάζουν, σε μια αφρούρητη σχεδόν θέση που την υπερασπίζεται βαρειά τραυματισμένος ο σκοπός καλώντας απεγνωσμένα σε συναγερμό. Τότε ένα δωδεκάχρονο παιδί ο Γιωργάκης Χρ. Άρτης σώζει την κατάσταση. Αρπάζει το όπλο του πατέρα του που κείτεται βαρειά άρρωστος δίπλα στο σπίτι τους και την ώρα που ένας Αρβανίταρος σηκώνει το γιαταγάνι για να πάρει το κεφάλι του φρουρού και ν’ ανοίξει δρόμο προς το εσωτερικό του φρουρίου στους ακολοθούντες συντρόφους του, του ρίχνει μια και τον ξαπλώνει νεκρό. Οι άλλοι λιποψυχούν και οπισθοχωρούν, αφού εν τω μεταξύ έχει φτάσει και η Φρουρά.
Ο μικρός μας ήρωας πιάστηκε με τον αδερφό του και τη μάνα του αιχμάλωτος τη βραδιά της Εξόδου. Απελευθερώθηκε μαζί με τη μάνα του με την καταβολή λύτρων. Έφυγε στην Ιταλία και Ελβετία, σπούδασε νομικά και επανελθών δικηγόρησε στο Μεσολόγγι, όπου και δημιούργησε πολυμελή οικογένεια.
Στη ναυμαχία που έγινε μπροστά στο Βασιλάδι μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων στις 25 Ιουλίου 1825 και το Ναυτικό μας αποτελούμενο μόνο από 20 Μεσολογγίτικες πάσαρες μέσα σε 15 λεπτά διέλυσε την τουρκική αρμάδα και κυρίευσε 7 εχθρικά πλοιάρια, διακρίθηκε ο Μάνθος Τρικούπης, 18 ετών αδερφός του ιστορικού και μετέπειτα Πρωθυπουργού Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος είχε για συμπολεμιστές του στο πλεούμενό του τον μικρότερο αδερφό του Θεμιστοκλή κι άλλα ψαρόπουλα της ηλικίας του.
Γράφει ο Μάγερ στο Ημερολόγιό του: Εις την ναυμαχίαν ταύτην εφονεύθησαν επτά και επληγώθησαν πέντε, εν οις θανατηφόρως και ο Μάνθος, υιός του Ιωάννη Τρικούπη.
Το Βασιλάδι, προπύργιο ισχυρό του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού δέχεται το πρωί της 23ης Φεβρουαρίο 1826 τη μοιραία επίθεση. Σε ένα από τα 14 κανόνια του πυροβολητής είναι ένα δεκάχρονο αγόρι, γιος του αντιστράτηγου Αν. Παπαλουκά αρχηγού της Φρουράς του νησιού, ο Σπύρος. Σε μια προσπάθειά του κι απ’ τη βιασύνη του να βάλει φωτιά στο κανόνι, πέφτει απ’ το αναμμένο δαυλί του ένα μικρό κομματάκι κάρβουνο κι έτσι παίρνει φωτιά η μπαρουταποθήκη και τινάζεται στον αέρα. Δυστυχώς ο ζήλος του να υπηρετήσει την πατρίδα γίνεται αιτία να πέσει το Βασιλάδι και ύστερα από δύο μήνες και το Μεσολόγγι. Το παιδί πιάστηκε αιχμάλωτο με τη μάνα του και αργότερα απελευθερώθηκε και επέστρεψε στο Μεσολόγγι, όπου έζησε μέχρι το 1900 με κατάστικτο το πρόσωπό του από την έκρηξη.
Στην εποποιία της Κλείσοβας στις 26 Μαρτίου 1826 διακρίθηκε για την τόλμη του ο 18ετής Μεσολογγίτης Ζαφείρης Ράπεσης. Το νερό και τα πολεμοφόδια πάνε να εξαντληθούν. Τότε γράφει ο Στασινόπουλος, φορτώνει το πριάρι του νερό και πολεμοφόδια, πίπτει εις την θάλασσαν, κρύβεται πίσω από την πρύμνην του πριαρίου του, το σπρώχνει με τα χέρια, περνά από το μέσον των πολιορκητών και σώος φτάνει στην Κλείσοβα με το φορτίο του. Τον υποδέχονται με ευγνωμοσύνη, κι ο Τζαβέλας τον φιλεί επανειλημμένα.
Κι ακούστε! Η επιτροπή εκδουλεύσεων και θυσιών του Ιερού αγώνα τον άφησε στο βαθμό του στρατιώτη. Το βαθμό του στρατηγού τον κράτησαν για την αφεντιά τους, σημειώνει σύγχρονός μας ερευνητής των αρχείων.
Ένα άλλο παλικαρόπουλο ο Γιώργος Βαλτινός με τον χιλίαρχο Καρακώστα Δροσίνη και τον Πέτρο Γαλιώτη ή Αγγούρα για αμπωχτή, που είχε μαζί του και το γιο του Σωτήρη 14 ετών παίρνουν ένα πριάρι, φορτώνουν 4 κιβώτια φυσέκια και δυο βαρέλια νερό διασχίζουν τον εχθρικό στόλο με χίλιους κινδύνους και λίγο πριν αράξουν στην Κλείσοβα σκοτώνεται το παιδί μαζί και ο πατέρας του.
Βορίλας Τάσος είναι το όνομα του 16χρονου παιδιού που διέσπασε τον κλοιό των Τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων και έφερε τον Κίτσο Τζαβέλα με λίγα παλικάρια πάνω στο νησί της Κλείσοβας, που το υπεράσπιζε ο Παν. Σωτηρόπουλος με 125 παλικάρια, ενώ Σφήκας είναι το παρατσούκλι του ψυχογιού τουαξιωματικού Απόστ. Καρατζογιάννη απ’ το Νιχώρι που κατά τον Κασομούλη σκότωσε τον αρχηγό των Αιγυπτίων όταν αυτοί απετόλμησαν και έκτη επίθεση, αναγκάζοντας τους εχθρούς να οπισθοχωρήσουν.
Να σημειώσουμε εδώ και την ευψυχίαν που επέδειξαν δύο Μεσολογγιτοπούλες, η Τασούλα Γυφτογιάννη και η Χρυσάϊδω Καραγγελέ που κάτω από το φοβερό σφυροκόπημα των Τουρκικών κανονιών φόρτωναν τα πριάρια με πολεμοφόδια και νεροβάρελα.
Δεκαεπτάχρονος Γελεκτζής ήταν κι ο Μανώλης – το επώνυμο δεν το γνωρίζουμε – που ανέλαβε ναξεπαστρέψει ένα θεόρατο αράπη που κάθε πρωί ανέβαζε στο στρατόπεδό του τη σημαία τους επιδεικτικά απειλώντας με το σπαθί του και υβρίζοντας.
Το παλικαράκι μας παίρνει ένα καλοακονισμένο γιαταγάνι, μπαίνει κρυφά στο στρατόπεδο, κάθεται κρυμμένο όλη τη νύχτα στους θάμνους κάτω από τον όχτο που σήκωνε τη σημαία ο Τουρκοαράπης κι όταν αυτός αρχίζει τις ασχήμιες του πηδάει σα ζαρκάδι και του καταφέρνει μια κατακούτελα. Ο ψευτοπαλίκαρος πέφτει νεκρός κι ο Μανώλης σβέλτος σαν αγριοκάτσικο κάτω απ’ τις ομοβροντίες των εχθρών μπαίνει στο φρούριο, όπου του έγινε θριαμβευτική υποδοχή.
Ένα παληκαράκι 13 χρονών, ο Αντώνης Μπάκας έπεσε νεκρό σε μια πολύνεκρη μάχη. Τον έκλαψε σύσσωμος ο λαός της πόλης.
Γράφουν τα “Ελληνικά χρονικά”: “Εισήλθε εις το Πάνθεον των Ηρώων και ότι έδειξε τα πλέον μεγάλα ενός ήρωα σημεία”. Τον πιστώνουν με ηρωισμό απαράμμιλο, αφού ο Σπ. Τρικούπης μας πληροφορεί πως ο ανδρόπαις αυτός κατόρθωσε σ’ ένα γιουρούσι ν’ αφοπλίσει τον ένα μετά τον άλλο δυο Γκέκηδες.
Ένα παιδί ασχολείται με την επισκευή κάποιας σπουδαίας μισογκρεμισμένης ντάπιας. Δίπλα έχει και το καριοφύλι του, γιατί όταν χρειάζεται αφήνει το χτίσιμο και πολεμά. Μια σφαίρα, όμως του αφαιρεί τη ζωή. Τον κηδεύουν με όλες τις οφειλόμενες τιμές “και με την ανάλογον των περιστάσεων παράταξιν” κι ο Ιωσήφ Ρωγών στον επιτάφιο λόγο προτρέπει τους φίλους του και συναγωνιστές του να μιμηθούν “την γενναιοψυχίαν του εν μακαρία τη λήξει συναδέλφου των”. Πρόκειται για τον Παντελεήμονα Πλατύκα.
Θα μπορούσα ν’ αναφέρω κι άλλα περιστατικά ηρωισμού με πρωταγωνιστές τα παιδιά.
Θα τελειώσω με τούτο: Στους προμαχώνες ένα παιδί βοηθάει τον πατέρα του στο γέμισμα του κανονιού. Κρατούσε αναμμένο φιτίλι κι όταν του έκανε νεύμα ο πατέρας του, πλησίαζε στο μπαρούτι και το κανόνι εκπυρσοκροτούσε. Σε κάποια στιγμή ο πατέρας δεν έκανε νεύμα. Το παιδί ανυπομονούσε. Ο πατέρας είχε σκοτωθεί. Θέλετε να πληροφορηθείτε και την ηλικία του μικρού μας πολεμιστή; Ήταν μόλις 2 1/2 ετών. Υπήρξε σ’ όλο τον κόσμο άλλος τόσο μικρός στις επάλξεις; Αναφέρει το γεγονός ο Γάλλος περιηγητής Μανζάρ κι ανακοινώθηκε στο φύλλο της 25ης Μαρτίου 1987 της εφημερίδας “Καθημερινή”.
Να, λοιπόν, γιατί το Μεσολόγγι είναι το στοιχειωμένο κάστρο του Γένους. Να γιατί ο Μπάιρον ήρθε εκεί που υπήρξε ο γνήσιος και ιερός τόπος στον κίβδηλο κόσμο του.
Τη θυσία και τον ηρωισμό αυτών των παιδιών είχε υπόψη του ο Μεσολογγίτης ποιητής Κ. Παλαμάς όταν προέτρεπε τη νέα γενιά:
Μη φοβηθείς το χαλασμό
Φωτιά! Τσεκούρι!
Τράβα και χτίσε κάστρο απάνου τους
και ταμπουρώσου μέσα,
για πάλεμα, για μάτωμα
για την καινούργια γέννα…
Όμως σε τούτη τη μνημόσυνη ώρα πρέπει να ανάψουμε και το ψυχοκέρι μας και στους ανώνυμους που αναφέρει στο “ημερολόγιο της πολιορκίας του Μεσολογγίου” ο Μάγιερ:
30.4.1825: Οι εχθρικαί σφαίραι εφόνευσαν κατά δυστυχίαν μίαν νέαν 14 ετών.
11.5.1825: από μέρους μας εφονεύθη μία Ελληνίς 17 ετών.
18.6.1825: από δε την έκρηξιν μιας βόμβας, εφονεύθη εις την πόλιν μας μια γυνή και από εν βόλι ένας νέος.
2.7.1825: Εν τούτοις εφονεύθη μία παρθένος χωρική 12 ετών.
Θα μπορούσα να μιλάω ώρες πολλές για να αναφερθώ σε πολλά περιστατικά με πρωταγωνιστές τα παιδιά κατά την πολιορκία και κατά την Έξοδο και κατά την αιχμαλωσία.
Αναφέρω μόνο ένα γεγονός απ’ τη βραδιά της Εξόδου:
Απ’ την οικογένεια του Τάσου Μπακανδρέα σκοτώθηκαν τα τέσσερα παιδιά του και τα άλλα τρία, ο Αντρέας 20 ετών, ο Κώστας 15 ετών κι ο Σπύρος 11 ετών πιάστηκαν μαζί με τη μάνα τους αιχμάλωτα και αφού έμειναν στη σκλαβιά επτά χρόνια γύρισαν ελεύθερα πια στην πόλη τους το 1833.
Κι από την οικογένεια Μπαλαμπάνη απ’ τη Σταμνά έπεσαν τη βραδιά της Εξόδου τα έξι άρρενα παιδιά ο Θανάσης, ο Βασίλης, ο Γιώργος, ο Δημήτρης, ο Κώστας κι ο Τάσος, οι δύο αδερφές Ελένη και Μαρίαπιάστηκαν αιχμάλωτες και επέζησε ο ένατος αδερφός ο Στάμος.
Εκείνες τις μέρες όλος ο Ελληνισμός ακουμπούσε πάνω στο Μεσολόγγι. Εκείνα τα παιδιά μας δίδαξαν να περπατάμε με τα μάτια της ψυχής μας ανοιχτά, νάμαστε Έλληνες Πολίτες Ελεύθεροι, περήφανοι και ανδρείοι.
Η δόξα περπατά και μελετά τα λαμπρά παλικάρια και σκορπά δάφνες και μυρσίνες Πένθους, όπου υπάρχει μεγάλη Θυσία, κι εδώ έχουμε το Μεσολόγγι Παγκόσμιο σύμβολο Θυσίας.
Ο Γερμανός Ποιητής Γουλιέλμος Μύλλερ θα γράψει για το Μεσολόγγι: Η γη δεν είναι άξια για σένα, κάποτε θα σταθείς στον ουρανό ως φύλακας του Θρόνου, όταν οι δυνάμεις της Κολάσεως θα επαναστατήσουν κατά του Θεού και οι Άγγελοι θα κληθούν στη μάχη.
Από κατάσταση που συντάχτηκε στον Κάλαμο και περιλαμβάνει ονομαστικά τους αιχμαλώτους που αναζητούνται και μας την ανακοινώνει ο φίλος Σπύρος Σακαλής μετράμε στους 1582, 306 παιδιά μέχρι 10 ετών και άλλα 583 από 11 έως 20 ετών.
Πολλά απ’ αυτά τα παιδιά πέθαναν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, άλλα κατάφεραν αργότερα να γυρίσουν στο Μεσολόγγι, σε ελεεινή κατάσταση, όπως ο Σπύρος Παπαλουκάς ή η αρχοντοπούλα Κρίνα, κόρη του Αναστάση Μπάκα, που μετά από δέκα χρόνια σκλαβιάς στην Αίγυπτο, λυτρώθηκε “δι’ υπεκφυγής και επανήλθεν στερουμένη του φωτός των οφθαλμών της” κι άλλα στάθηκαν τυχερά και κατέλαβαν επίζηλες θέσεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αναφέρουμε το Δημητράκη Γιαξίμη που ήταν ο ονομαστός μετέπειτα Αραμπή πασάς της Αιγύπτου και Πάππος της ωραίας Φαρίντα που νυμφεύτηκε ο βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ ο Α΄ και τον Πάνο Γαλανό που ο Ιμπραήμ τον έστειλε στον πατέρα του Μοχάμεντ Άλι κι εκεί σπούδασε κι έφτασε να γίνει υπουργός των Εξωτερικών γνωστός ως Ζουφλικάρ Πασάς. Η μάνα του αλωνίζει όλη την Αρβανιτιά, Ασία κι Αραπιά και καταφέρνει να βρει και τα άλλα δυο παιδιά της, τον Ασημάκη και το Σπύρο και αφού μαθαίνει και για τον Πάνο ξανασμίγουν στην Αίγυπτο και παραμένουν πια εκεί.
Ο Γιώργος Μηλιώνης έπεσε σε χέρια πονόψυχου και πλούσιου Τούρκου, σπούδασε έγινε πλωτάρχης του Τουρκικού Ναυτικού κι όταν πληροφορήθηκε μυστικά ότι ζούσε ο πατέρας του Χρήστος, τον καλεί στην Πόλη και μετά γυρίζουν στο Μεσολόγγι όπου κατατάσσεται στον Ελληνικό στρατό.
Τέλος αναφέρομαι σε ένα γεγονός που δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 1ης Απριλίου 1923 της Εφημερίδας “Στερεά Ελλάς” απ’ το αρχείο του προέδρου μας Παναγιώτη Μπαγιώργα.
Ο γιατρός Αθανάσιος Δροσίνης ταξιδεύοντας κατά το 1868 από την Εσπερία στην Ελλάδα γνωρίστηκε πάνω στο ατμόπλοιο με κάποιον Τζοβάνο Σπεράντζα, ο οποίος διέμεινε εμπορευόμενος στο Σπολάτο της Δαλματίας. Του εξομολογήθηκε ότι είναι Μεσολογγίτης και ότι πηγαίνει να συναντήσει συγγενείς στο Μεσολόγγι. Οι συννενοήσεις γινόταν στην Ιταλική γλώσσα.
Του απεκάλυψε, ότι πριν από λίγο καιρό πέθανε ο πατέρας του και άφησε μέσα στο χρηματοκιβώτιο ένα δέμα που είχε μέσα ένα πανωφοράκι μπλέ, ένα σκουφάκι, ένα υποκαμισάκι, ένα ζωνάρι και δύο κόκκινα τσαρουχάκια, ανήκοντα σε παιδί 3-4 ετών, και ένα σημείωμα που έλεγε:
“Στις 25 Απριλίου 1826 αγκυροβολημένος στο Κρυονέρι του Μεσολογγίου, ένεκα κακού καιρού, αγόρασα τον Τζοβάνο μου 2-3 ετών από Άραβα στρατιώτη αντί 10 ταλήρων. Ο στρατιώτης είχε και ένα μεγαλύτερο κοριτσάκι και όταν εγώ πήρα τον Τζοβάνο και έφυγα, αυτό έκλαιγε. Θα ήταν φαίνεται αδερφάκια. Ο Τζοβάνος μου φορούσε τα ρουχαλάκια που τα έχω κρυμμένα”. Από κάτω υπήρχε η υπογραφή του πατέρα μου.
Ο γιατρός με τον Τζοβάνο κατέβηκαν στο Μεσολόγγι και εκεί σε μια δραματική συνάντηση τοναναγνώρισε η υπέργηρη μάνα του απ’ τα ρούχα που της έδειξε και του τα είχε φορέσει τη βραδιά της Εξόδου κι από ένα σημάδι του σώματός του.
Ο ξένος ξαναβαπτίστηκε στο πραγματικό του όνομα σε Κώστας Ν. Σκεπετάρης και εξακολούθησε να παραμένει εμπορευόμενος στο Σπολάτο.
Κυρίες και Κύριοι,
Αν δούμε τα παιδιά ως παραχώρηση μιας εικόνας του θεού στους ανθρώπους, τότε ο εξευτελισμός, οι ταλαιπωρίες κι ο θάνατός τους είναι τραγικό γεγονός.
Γιατί πολεμούσαν αυτά τα παιδιά; Πολεμούσαν γιατί οραματίζονταν μια Ελλάδα Ελεύθερη και δυνατή κι ένα Μεσολόγγι με πανηγύρια και καρνάγια, με αμπολιές και με πελάδες, με γαΐτες και σκάπουλους.
Η μοίρα τους τραγική. Αντί να παίζουν με τον έρωτα μες στο ξανθό Απρίλη κονταροχτυπιούνταν με το χάροντα άσαρκα και πεινασμένα.
Λέει νεοέλληνας διανοητής: Αυτοί που κοιμήθηκαν θα ξυπνήσουν κατά τη μεγάλη μέρα του Θεού. Ως τότε όμως πρέπει να τηρούνται ξυπνητοί μέσα στην ανάμνηση των ζώντων. Γι’ αυτό κι εμείς ας ανοίξουμε τις καρδιές μας κι ας υψώσουμε “παλάτι σ’ ένα τόπο άϋλο κι απείραχτο απ’ το χρόνο» κατά τον ποιητή, για να θρονιάσουν οι ψυχές όλων αυτών των παλικαριών.
Και πέρα απ’ τα μνημεία λόγου που έχουν γραφεί από ιστορικούς, λογοτέχνες, ποιητές για το έπος του Μεσολογγίου και μας πάνε κάθε φορά που τα διαβάζουμε προσκυνητές στην ιερή Πόλη, η Πολιτεία ας φροντίσει να ανεγείρει στην πόλη της Ελευθερίας μνημείο αντρειοσύνης των παιδιών των πολιορκιών και της Εξόδου, στο οποίο θα γίνεται προσκλητήριο όλων των πεινασμένων και αδικοσκοτωμένων παιδιών του κόσμου, ώστε να μην επιτρέπει στις επιχωματώσεις του χρόνου να σβήσουν απ’ την καρδιά μας και το μυαλό μας τις υψηλόφρονες πράξεις των.
xiromeronews.blogspot.gr