Για παράδειγμα, οι αγρότες μπορούν να επωφεληθούν από την εφαρμογή βιώσιμων στρατηγικών σίτισης και καλύτερης διαχείρισης του κοπαδιού, που οδηγεί σε αποτελεσματική διαχείριση κόστους και λειτουργιών.
Επιπλέον, εφόσον πρέπει να συμμορφωθούν σε υψηλότερα περιβαλλοντικά πρότυπα, τα ποσοστά αντικατάστασης των αγελάδων θα μπορούσαν να μειωθούν, ενώ τα συστήματα παραγωγής που βασίζονται σε βοσκότοπους θα αυξηθούν, παρέχοντας οφέλη στη βιοποικιλότητα και στην υγεία του εδάφους.
Η αύξηση της παραγωγής γάλακτος στην ΕΕ προβλέπεται να επιβραδυνθεί στο 0,5% ετησίως, φθάνοντας τους περίπου 162 εκατομμύρια τόνους έως το 2031. Οι εναλλακτικές λύσεις στα συμβατικά συστήματα, όπως η βιολογική παραγωγή, θα αυξηθούν περαιτέρω, μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο την ετήσια αύξηση της απόδοσης και θα αποτρέψουν την ακόμη μεγαλύτερη μείωση του κοπαδιού γαλακτοπαραγωγής της ΕΕ.
Η βιολογική παραγωγή γάλακτος αναμένεται να αυξηθεί, παρέχοντας στους κτηνοτρόφους υψηλότερες τιμές, περιβαλλοντικά οφέλη καθώς και καλύτερη ευημερία των ζώων. Το βιολογικό γάλα της ΕΕ που αντιπροσωπεύει το 3,5% του γάλακτος της ΕΕ το 2019, θα μπορούσε να φτάσει το 8% το 2031.
Παρά τη μειωμένη ευρωπαϊκή ανάπτυξη, η ΕΕ αναμένεται να παραμείνει ο μεγαλύτερος προμηθευτής γαλακτοκομικών προϊόντων το 2031, αντιπροσωπεύοντας το 30% του παγκόσμιου εμπορίου. Η ανάπτυξη των δύο μεγαλύτερων ανταγωνιστών της ΕΕ θα είναι επίσης μέτρια, με τη Νέα Ζηλανδία στο 0,2% ετησίως και τις ΗΠΑ στο 1%. Παράλληλα, οι αναπτυσσόμενες χώρες θα αναπτυχθούν περισσότερο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Μεγάλος κερδισμένος από όλα αυτά, αναμένεται να είναι τα γαλακτοκομικά προϊόντα και ιδίως το τυρί, σημειώνοντας έως το 2031 αύξηση στην παραγωγή κατά 0,7% ετησίως.
Επίσης, τα φρέσκα γαλακτοκομικά προϊόντα της ΕΕ θα σημειώσουν αύξηση στις εξαγωγές, οι οποίες αναμένεται να φτάσουν τους 1,8 εκατομμύρια τόνους το 2031. Η κατανάλωση στην ΕΕ θα συνεχίσει να μειώνεται με βραδύτερο ρυθμό, στο -0,2% σε σύγκριση με -0,5% το 2021, χάρη στο αυξημένο ενδιαφέρον για διαφοροποιημένα προϊόντα (π.χ. βιολογικά). Ως αποτέλεσμα, η παραγωγή της ΕΕ θα μπορούσε να παραμείνει σταθερή, με σχετικά υψηλό μέσο όρο 2019-2021 στους 38,5 εκατομμύρια τόνους.