Σάββατο, 23η Νοεμβρίου 2024  9:35 πμ
Δευτέρα, 04 Απριλίου 2016 23:00

Το γεφύρι της Μυρτιάς, όπως λέμε το γεφύρι της Άρτας

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

Ο μύθος για το Γεφύρι της Άρτας είναι διάσημος. Ο ανάλογος μύθος όμως για το Γεφύρι της Μυρτιάς είναι άσημος. Δεν τον γνωρίζουν ούτε καν οι χωριανοί. Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στον “αραμπά” τον Μάιο του 1995.

Το Γεφύρι της Μυρτιάς χτίστηκε την εποχή του Τρικούπη, ο οποίος κυριάρχησε στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας επί 19 χρόνια, από το 1875 έως το 1894. Σε κάποια από τις εφτά συνολικά πρωθυπουργίες του έφτιαξε τον δρόμο Αγρίνιο – Θέρμο, άρα και το γεφύρι στο Κεφαλόβρυσο της Μυρτιάς.

Το μύθο για το Γεφύρι της Μυρτιάς είχε ακούσει παιδί την δεκαετία του ’60 από γέροντες ο Παντελής Φλωρόπουλος, τον μετέτρεψε σε ποίημα, και τώρα, για πρώτη φορά, τον παραδίδουμε στους αναγνώστες μας ως έκτακτη αναγνωστική απόλαυση:



ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΦΛΩΡΟΠΟΥΛΟΣ:
Το γεφύρι της Μυρτιάς

Κρύα νερά, νερά Μυρτιάς, νερά Κεφαλοβρύσου,
ακούστε μύθο παλιακό, μύθο του παραδείσου:
Δρόμο ο Τρικούπης άνοιγε στους λόφους μετά βίας
μέχρι το Θέρμο ν’ ανεβεί, έδρα της Αιτωλίας.

Εκεί στο Κεφαλόβρυσο και στο μικρό ποτάμι
ήθελε πετρογέφυρο γερό, ψηλό, να κάμει.
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβά, να βρει καλό θεμέλιο,
κάλεσε ψάλτη και παπά να ψάλουν το ευαγγέλιο.

“Μη φέρνεις τώρα τον παπά, φέρε τον στα εγκαίνια”.
“Όχι”, τους λέει, “στα μέρη αυτά, μέρη παραμυθένια,
χορεύουν οι νεράιδες και διώχνουν τους ανθρώπους
δε στέριωσαν ποτέ οι θνητοί γεφύρι σε άγριους τόπους”.

Χτιστάδες απ’ την Ήπειρο κι από το Πετροχώρι
κάλφες τεχνίτες δάσκαλοι, πελεκητές, μαστόροι
συνάχτηκαν να χτίσουνε το πέτρινο γεφύρι
κι ήταν αχός κι ήταν βουή κι ήτανε πανηγύρι.

Καλά τα διάβασε ο παπάς, καλύτερα ο ψάλτης,
και βγήκε αμίλητος μπροστά ένας μαχαιροβγάλτης
σφάζει κοκόρι με λειρί για να χυθεί το αίμα
να πάνε αλλού οι νεράιδες, σ΄ άλλη πηγή και ρέμα.

Κι ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν
πονούσε ο πρωτομάστορας, βαριά ολοφυρόταν.
Και οι μαστόροι έλεγαν: “Σκοτώνει τις ζωές μας,
αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις μαστοριές μας”.

Απ’ την αρχή το έχτιζαν…Όμως την άλλη μέρα
τα ίδια ήτανε σαν χθες… λες κι έχτιζαν αέρα!
Τα ξωτικά το γκρέμαγαν τη νύχτα με μανία…
Χαμένη πήγε κι άκλαυτη του κόκορα η θυσία.

Σε πλάτανο κελάηδαγε και τό ‘λεγε έν’ αηδόνι:
“Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει”.
Κι οι μάστοροι τους φάνηκε ότι μιλούν αγγέλοι
όταν στον τρύγο τραγουδούν μες στ’ ουρανού τ’ αμπέλι.

Κι έψαλλε ο κάλφας σιγανά σε μυστικό ψαλτήρι:
“Αν δεν τρυγήσουμε ζωή, δε γίνεται γεφύρι”.
Άκουσε ο πρωτομάστορας… Πολύ το κακοφάνη…
κι ακούμπησε στον πλάτανο το νου του για να γιάνει.

“Για έλα εδώ μωρ’ ανιψιέ, με την αγνή ψυχούλα,
απλήγωτη από έρωτα, μια δροσερή βρυσούλα,
ωχ, έλα, πες μου τι άκουσες, τ’ αηδόνι τι εννοούσε,
και τι από μένα ήθελε, να κάνω τι ζητούσε.

“Αηδόνι νά ν’ και κελαηδεί, πουλί που λέει τραγούδια,
δεν διαφέρει από τα ζα, τους έσβους και τα ζούδια”.
“Λέγε τι λέει, ανιψιέ, τι είπε λέγε… Πες μου…
… να μη γνωρίσεις του θυμού τις άγριες αστραπές μου”…

Άκουσε τότε το παιδί τον κόσμο στα ουράνια,
είδε να λάμπει κάτω εδώ στα σκιερά πλατάνια
κι είπε στον πρωτομάστορα ό,τ’ έλεγε τ’ αηδόνι
με λέξεις μέσα του να ηχούν σαν τις σφυριές στ’ αμόνι:

“Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει.
Και νά ‘ν’ διαβάτης το πρωί, ο ήλιος σαν ψηλώνει,
όποιος διαβεί, όποιος σταθεί, φίλος, γνωστός ή ξένος,
μπορεί να είναι μισητός, μπορεί κι αγαπημένος”.

Άκουσε ο πρωτομάστορας και στο παιδί αποκρίθη:
“Κι αν είναι ο γιος μου π’ αγαπώ και με πονούν τα στήθη,
κι αν είναι η όμορφη κυρά, ο ήλιος της ζωής μου,
κι αν έρθει η μάνα μου από δω, η γλύκα της ψυχής μου…”…

“Αν είναι νά ΄ρθει ο γιόκας σου κι η όμορφη κυρά σου
κι αν είναι η μάνα σου να ρθει, να βάλεις τα καλά σου,
στερνή φορά για να σε ιδούν, να ιδούν το πρόσωπό σου
να ιδούν τα μάτια σου υγρά, τον κόμπο στο λαιμό σου”.

Νύχτωσε κι έφεξε γοργά και το πρωί αρχίζουν
απ’ την αρχή το θέμελο αργά να ξαναχτίζουν.
Ήταν η ώρα του ηλιού που ξεκινάει τη γύρα…
Περίμεναν ποιος θα φανεί, ποιον έταξε η μοίρα.

Και τότε είδαν μακριά έναν φτωχό διαβάτη
αργά – σιγά να έρχεται από το μονοπάτι.
Τον γνώρισαν. Τον ήξεραν. Ήταν ο Πιλπιτζούρης.
Έρμος. Χαμένος. Κουρελής. Φουστανελάς. Μουντζούρης.

“Δεν θα τον κλάψει μάνα ή γιος, ούτε γυναίκα ή φίλος
δεν θα πονέσει χωριανός ή συγγενής ή σκύλος,
δεν θα τον κλάψει αυτόν κανείς, σε σπίτι δεν θα λείψει,
την Πύλη του Άδη αν διαβεί, το χώμα όταν τον κρύψει.

Τον Πιλπιτζούρη σκότωσαν και το γεφύρι στήσαν,
Το στέριωσαν, το στοίχειωσαν, αθάνατο το χτίσαν.
Όλοι μια πέτρα έβαλαν για νά ‘χουνε μεράδι,
άλλος τον τοίχο ζύγιζε με το καλό αλφάδι.

Και από τότε τρία πουλιά κάθε πρωί το λένε
καθένα τους το λέει αλλιώς, μα και τα τρία κλαίνε.
Τό ‘να κοιτάει κατά Μυρτιά, τ’ άλλο κατά το Θέρμο
το τρίτο απόμερα λαλεί, πάντα μονάχο κι έρμο.

Και, λέει, πώς τον κατέβασαν στο δροσερό το ρέμα
στο θέμελο τον έσφαξαν και χύθηκε το αίμα.
Μα τ’ άλλο αλλιώτικα λαλεί, αλλιώς τα κελαηδάει,
αλλιώς το μύθο τραγουδεί, αλλιώς τον μαρτυράει:

Πήγε και στάθηκε ορθός στο θέμελο αποπάνω
σα νά ‘λεγε στους μάστορες “ώρα μου να πεθάνω”.
κι είχε τον ήλιο πίσω του, τον ίσκιο στη μεριά τους,
στο θέμελο τον έκτισαν γοργά τα μυστριά τους.

Κι έφυγε αυτός χωρίς ψυχή στο δρόμο του να πάει,
έφτασε μέχρι το χωριό και ζήτησε να φάει.
Του έδωσαν, δεν έφαγε, μόν’ έγειρε στο χώμα
κι ήτανε άδειο από πνοή το άψυχό του σώμα.

Την τρίτη μέρα πέθανε σαν το σκυλί στο δρόμο
ανήμπορος ν’ αντισταθεί στων ξωτικών το νόμο.
Τέτοια λαλεί τ’ άλλο πουλί, επί καιρούς και χρόνια
μ’ άλλα το τρίτο κελαηδεί στων πλατανιών τα κλώνια:

Ο Πιλπιτζούρης πέρασε, τους είπε “καλημέρα”
και διάβηκε για το χωριό. Κι όταν εχάθη πέρα
πίσω του πήγαν ψάχνοντας πατημασιές στο χώμα
και πήραν σκόνη τρεις φορές και τρεις φορές ακόμα.

Και στα θεμέλια ρίξανε τη σκόνη αντί το αίμα
την έσμιξαν με το νερό που πήραν απ’ το ρέμα
την έκτισαν, τη σταύρωσαν, καλά να ‘ν’ στεριωμένη
και την ψυχή του στοίχειωσαν πέτρα πελεκημένη.

Κι αυτός σαν άδειος ξαφνικά, πήγαινε πλάι – πλάι
έφτασε μέχρι το χωριό και ζήτησε να φάει.
Του έδωσαν, δεν έφαγε, μόν’ έγειρε στο χώμα
κι έλιωνε όπως το κερί το άψυχό του σώμα.

Την τρίτη μέρα πέθανε σαν το σκυλί στο δρόμο
ανήμπορος ν’ αντισταθεί στων ξωτικών το νόμο.
Τρεις μέρες πέθανε ο Χριστός, ανέστη όμως την τρίτη
μα δεν ισχύει αυτό ποτέ για ξεχασμένο αλήτη.

Μ’ αν ο διαβάτης ξεχαστεί, μεσάνυχτα περάσει,
θα δει ένα γίγαντα τσολιά απ’ την κορφή ως τη βάση
σαν πλάτανος που φόρεσε τσαρούχια, φουστανέλα,
ένα στοιχειό που όποιος δει θα μάθει τι ‘ναι τρέλα.

Τον Πιλπιτζούρη σκότωσαν γιοφύρι να στοιχειώσουν
και στις γενιές που θά ‘ρχονταν, γερό να παραδώσουν.
Κι εσείς νερά, κρύα νερά, που γάργαρα κυλάτε,
σ’ όποιον ρωτά, το μύθο αυτόν γλυκά να τραγουδάτε.

Φωτογραφία: Spiros Kokkalakis

πηγή: http://agriniovoice.gr

Διαβάστηκε 5993 φορές
Ακολουθείστε το AitoloakarnaniaBest.gr στο Google News
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.

Στην ίδια κατηγορία