Κατά την πρόσφατη συνέντευξη Τύπου την περασμένη εβδομάδα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε σε τέσσερις «μεγα-πυρκαγιές» που είχε να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση τις τελευταίες ημέρες, κάνοντας λόγο για ένα διαφορετικό φαινόμενο από τις συνήθεις πυρκαγιές. Σε αυτές τις τέσσερις πυρκαγιές με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προστέθηκε άλλη μία, αυτή των Βιλίων, όπου η φωτιά που ξεκίνησε την περασμένη Δευτέρα έκαιγε για τέσσερις συναπτές ημέρες, παρά το γεγονός πως τα μποφόρ δεν ήταν πολλά και επιχειρούσε, ελλείψει άλλων μεγάλων πυρκαγιών, ένας πολύ μεγάλος αριθμός επίγειων και εναέριων μέσων. Είναι σαφές πως η κλιματική αλλαγή έχει οδηγήσει σε μία «ποιοτική» αναβάθμιση των πυρκαγιών σε σχέση με το παρελθόν. Ευθύνεται μόνο η κλιματική αλλαγή ή είναι και άλλοι παράγοντες; Και πώς αντιμετωπίζονται αυτά τα φαινόμενα από εδώ και στο εξής;
Η «Κ» επικοινώνησε με τον καθηγητή του ΑΠΘ Αλέξανδρο Δημητρακόπουλο, ειδικό στη διαχείριση, πρόληψη και καταστολή των δασικών πυρκαγιών. Ο καθηγητής εξήγησε τα δεδομένα που οδήγησαν σε αυτές τις τεράστιες πυρκαγιές, οι οποίες σταμάτησαν αφού πρώτα κατέκαψαν τα πάντα. Ο πρώτος παράγοντας που μας οδήγησε σε αυτά τα ακραία φαινόμενα ήταν η παρατεταμένη ξηρασία. Ο καύσωνας και οι υψηλές θερμοκρασίες που ακολούθησαν, ήρθαν ως δεύτερο αρνητικό στοιχείο δημιουργώντας μια τεράστια ποσότητα καύσιμης ύλης. Ο κ. Αλ. Δημητρακόπουλος εξηγεί στην «Κ» ότι τα πεύκα για να αντεπεξέλθουν στον καύσωνα έριξαν και άλλες πευκοβελόνες στο έδαφος δημιουργώντας ένα παχύ στρώμα καύσιμης ύλης.
Επιπλέον, η ανάλυση που έκανε ο καθηγητής στο εργαστήριο, έδειξε πως οι πευκοβελόνες είχαν υγρασία της τάξεως του 6%-7% που είναι μικρότερη ακόμα και από τα κουφώματα σε ένα σπίτι, δημιουργώντας το τέλειο υλικό για καύση. Ο κ. Δημητρακόπουλος σημειώνει πως αυτές οι μεγα-πυρκαγιές οφείλονται σε έναν συνδυασμό αρνητικών παραγόντων που όμως από εδώ και στο εξής θα είναι όλο και πιο συχνός: στην κλιματική αλλαγή, στην ξηρασία, στον καύσωνα, συν το μεσογειακό κλίμα και τη μεσογειακή βλάστηση, δηλαδή τα κωνοφόρα δέντρα που δημιουργούν ευνοϊκότερες συνθήκες εξάπλωσης της πυρκαγιάς. «Πρόκειται για θεομηνία», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Δημητρακόπουλος, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου πως παρόμοια τέτοια φαινόμενα θα αντιμετωπίζουμε όλο και πιο συχνά.
Τρόποι αντιμετώπισης
Οπως ήδη ειπώθηκε στον έλεγχο του εργαστηρίου του ΑΠΘ σε πευκοβελόνες καταγράφηκε πλήρης ξήρανση της καύσιμης ύλης με 6%-7% υγρασία. Το αποτέλεσμα ήταν αυτές οι φωτιές να καίνε πολύ πιο γρήγορα, με τεράστιο θερμικό φορτίο και να ξεπερνούν πιο εύκολα τις αντιπυρικές ζώνες – ακόμα και εθνικές οδούς και εκ των πραγμάτων με αυτά τα χαρακτηριστικά να σβήνουν πολύ πιο δύσκολα.
Το θερμικό φορτίο ξεπέρασε, σύμφωνα με τον καθηγητή, τους 1.000 βαθμούς Κελσίου δημιουργώντας δύο δεδομένα: πρώτον, το νερό από τα εναέρια μέσα εξατμιζόταν πριν φτάσει στο έδαφος και δεύτερον ανάγκαζε τους πυροσβέστες να επιχειρούν σε απόσταση τουλάχιστον 60 μέτρων καθώς πιο κοντά θα καίγονταν. Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώθηκε δυστυχώς με εμφατικό τρόπο στα Βίλια, όπου είδαμε να επιχειρούν εναέρια μέσα και πεζοπόρα ταυτόχρονα και παρ’ όλα αυτά να μην τίθεται η φωτιά υπό έλεγχο.
Στη βόρεια Εύβοια είδαμε εναέρια μέσα να κάνουν ρίψεις νερού και το νερό να εξατμίζεται πριν φτάσει καν στο έδαφος. Ο κ. Δημητρακόπουλος σημειώνει πως «τα ανθρώπινα μέσα δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων». Σε σχέση με το 2018 έχουμε περίπου 2.000 επιπλέον πυροσβέστες και είχαμε και όλα τα εναέρια στον αέρα – δικά μας και ξένα.
Ο καθηγητής υπογραμμίζει πως χρειάζεται νέα και σωστή χωροταξική χρήση γης για να εμποδίζει τη γρήγορη εξάπλωση της πυρκαγιάς, αλλά και σωστός διαχωρισμός, δηλαδή σε αστική, δασική και καλλιεργήσιμη ζώνη, «ώστε να μπορεί το ίδιο το ανάγλυφο, η ίδια η γη να δίνει αντίσταση στη φωτιά». Και εννοείται πως σε επίπεδο προετοιμασίας η κυβέρνηση πρέπει να πάρει τα μέτρα της. Το σχέδιο «Αιγίς» που ανακοινώθηκε είναι στη σωστή κατεύθυνση αλλά χρειάζεται περαιτέρω εξειδίκευση.
Δυσοίωνα στοιχεία
Η ιδιαιτερότητα του φετινού καλοκαιριού αντικατοπτρίζεται και στα στοιχεία της ευρωπαϊκής υπηρεσίας Copernicus, σύμφωνα με τα οποία οι καμένες εκτάσεις φέτος στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι υπερδιπλάσιες σε σχέση με τον μέσο όρο της περιόδου 2008-2020. Συγκεκριμένα, 4.334.520 στρέμματα έναντι 1.865.160 έως τις 19 Αυγούστου. Ανάλογη είναι η εικόνα στη μέτρηση των δασικών πυρκαγιών που κατάφεραν να αποκτήσουν μεγάλες διαστάσεις (τουλάχιστον 300 στρεμμάτων), προτού αντιμετωπισθούν, οι οποίες φέτος ανέρχονται σε 1.490 στην Ε.Ε. ενώ κατά μέσον όρο την προηγούμενη δωδεκαετία ήταν 567 έως τις 19 Αυγούστου.
Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι το 2021 είναι μία ιστορική εξαίρεση. Μολονότι ο συνδυασμός των ακραίων συνθηκών του φετινού καλοκαιριού είναι σχετικά σπάνιος, η εξέλιξη της κλιματικής κρίσης αναμένεται να αυξήσει αισθητά τη συχνότητα κυμάτων καύσωνα, και συνεπώς ο κίνδυνος τακτικών πυρκαγιών που θα καίνε γρήγορα και θα σβήνουν δύσκολα θα γίνει μεγαλύτερος.
Σύμφωνα με τις νεότερες εκτιμήσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) του ΟΗΕ, καύσωνες που δίχως την επίδραση του ανθρώπου στο κλίμα θα εμφανίζονταν μία φορά ανά 50 χρόνια, πλέον παρατηρούνται περίπου μία φορά ανά δεκαετία και μάλιστα είναι πιο έντονοι κατά 1,2 βαθμούς Κελσίου. Οι εξελίξεις θα επηρεάσουν ιδιαίτερα την Ελλάδα και τις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες. Σε περίπτωση μάλιστα που επαληθευτούν οι προβλέψεις της IPCC για αύξηση της μέσης θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό Κελσίου μέσα στην επόμενη εικοσαετία, σφοδροί καύσωνες θα εμφανίζονται περίπου κάθε έξι χρόνια.
Γίνεται αντιληπτό πως το φαινόμενο ξεπερνάει μία κυβέρνηση και ένα κόμμα, καθώς τέτοια φαινόμενα θα αντιμετωπίσουν όλες οι κυβερνήσεις τα επόμενα χρόνια. Εξ ου και χρειάζεται τώρα συναινετικός, διακομματικός σχεδιασμός που θα στηρίζει έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό πολιτικών σε αγροτικό τομέα, τουρισμό κ.ά. που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα.
Ζερεφός: Τα χειρότερα είναι μπροστά μας
Ο καθηγητής Φυσικής και Γεωλογίας και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών κ. Χρήστος Ζερεφός μιλώντας στην «Κ» δηλώνει πως στο μέλλον μπορεί να ανιμετωπίσουμε ακόμα χειρότερα φαινόμενα από το φετινό καλοκαίρι, εάν δεν αλλάξει το μοντέλο που αντιμετωπίζουμε τα δασικά οικοσυστήματα. Σύμφωνα με τον καθηγητή, οι νέου τύπου αντιπυρικές ζώνες που θα σταματούν τέτοιες φωτιές και η φύλαξη των δασών με όλα τα σύγχρονα μέσα, όπως drones και ειδικές ομάδες δασοφυλάκων, αποτελούν μονόδρομο ώστε να υπάρχει πιο έγκαιρη παρέμβαση αλλά και κατάσβεση όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.
Ο κ. Ζερεφός σημειώνει στην «Κ» πως ανάλογα φαινόμενα με την Ελλάδα αντιμετώπισαν και η Γαλλία και η Ισπανία, αλλά και η Καλιφόρνια. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα των Los Angeles Times που ανέφερε πως οι πυρκαγιές που αντιμετωπίζει η χώρα καίνε πιο γρήγορα, με μεγαλύτερο θερμικό φορτίο και σβήνουν πιο δύσκολα. Ο κ. Ζερεφός τονίζει στην «Κ» πως η υγρασία του εδάφους έφτασε σε αριθμό-ρεκόρ, κάτω του 15%, κάτι που τα επόμενα χρόνια δεν πρόκειται να αλλάξει.