ΣΑΛΒΑΡΙ, με τον γνήσιο Σμυρναίο Στέφανο Βέζο.
«ΣΑΛΒΑΡΙ» (συνοπτικά ιστορικά και διαχρονικά στοιχεία του τραγουδιού αυτού, χρόνος, τόπος και στοιχεία της συγκεκριμένης ηχογράφησης και διάσωσή της, καθώς και γενικά στοιχεία για τον Σμυρναίο τροβαδούρο Στέφανο Βέζο).
Παραλλαγή του πασίγνωστου τραγουδιού της Σμύρνης «Τι σε μέλλει εσένανε». Πάντως, έτσι θυμάμαι (ως προς τους στίχους και τη μελωδία) τους παλιούς μικρασιάτες να το τραγουδούν, όπως τους γνώρισα στα γλέντια τους στους Συνοικισμούς των πόλεων και των χωριών της Κορινθίας. Το τραγούδι αυτό ήταν πασίγνωστο και δημοφιλέστατο, με πάρα πολλές εκτελέσεις σε Σμύρνη, Αμερική και Αθήνα. Η πληρέστερη (σε στίχους) μορφή του είναι η παρούσα, συντεθειμένη από συρραφή διάσπαρτων δίστιχων κατά τη προσφιλή μικρασιάτικη τακτική.
Η ηχογράφηση αυτή, η οποία εκτιμάται ότι πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ετών 1952-1960, όταν και άρχισε η καταγραφή των μουσικών εκπομπών του ιδιωτικού τότε Ραδιοφωνικού Σταθμού Θεσσαλονίκης σε μπομπίνες, διασώθηκε από την θυγατέρα του Σμυρναίου τροβαδούρου, κα Βάσω Παρασκευά –Βέζου. Η τελευταία παρέδωσε τις μπομπίνες από τις ζωντανές ηχογραφήσεις, στην δισκογραφική εταιρία της Θεσσαλονίκης VASIPAP, η οποία τις συμπεριέλαβε σε δύο δίσκους. Το παρόν τραγούδι ενσωματώθηκε στον δεύτερο κατά σειρά δίσκο με τίτλο «ΣΜΥΡΝΕΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ No 2, με το γνήσιο Σμυρναίο ΣΤΕΦΑΝΟ ΒΕΖΟ». Ο δίσκος αυτός πρωτοκυκλοφόρησε το έτος 1982 με χαρακτηριστική ένδειξη «Vasipap Ελλάδος VAS 314».
Ο Στέφανος Βέζος γεννήθηκε στη Σμύρνη το έτος 1905 και αποβίωσε στην Θεσσαλονίκη το έτος 1970. Ύστερα από την εγκατάστασή του στη Θεσσαλονίκη, ο Βέζος δημιούργησε μουσικό συγκρότημα, το οποίο συνεργάστηκε από το έτος 1936 με τον ιδιωτικό τότε Ραδιοφωνικό Σταθμό, που διήρκησε σχεδόν τρεις δεκαετίες. Οι ζωντανές αυτές εμφανίσεις πραγματοποιούνταν μεσημέρι Κυριακής.
ΣΑΛΒΑΡΙ (στίχοι):
Τα ματάκια σου πουλί μου χαμηλοκυττάζουνε,
σα γυρίσουν και με ιδούνε, στη καρδιά με σφάζουνε!
Και τι σε μέλλει εσένανε από που είμαι ΄γώ,
γι’ απ’ το Μπουρνόβα, γι’ απ' το Κορδελιό!
Και τι σε μέλλει εσένανε απ’ το σαλβάρι μου,
μωρ’ για στενό μου, για φαρδύ μου, για καράρι μου!
Δε μου λες καλέ κυρά μου, Τούρκα είσαι για Ρωμιά,
για Εγγλέζα για Φραντζέζα, κι έχεις τόσην ομορφιά!
Και τι σε μέλλει εσένανε από που ‘μαι ΄γώ,
γι’ απ’ τη Μενεμένη, γι’ απ' το Κορδελιό!
Και τι σε μέλλει εσένανε απ’ το σαλβάρι μου,
μωρ’ για στενό μου, για φαρδύ μου, για καράρι μου!
Τα ματάκια σου πουλί μου, στο καθρέφτη μη τα δείς,
γιατί μόνη σου αγαπιέσαι και εμένα λησμονείς!
Και τι σε μέλλει εσένανε από που ‘μαι ΄γώ,
γι’ απ’ τη Σμύρνη είμαι, γι’ απ' το Κορδελιό!
Και τι σε μέλλει εσένανε απ’ το σαλβάρι μου,
μωρ’ για στενό μου, για φαρδύ μου, για καράρι μου!
Όμορφη Σεβντικιαγιά μου, σαν περνάς στη γειτονιά,
το Σεβντίκιοΐ σηκώνεις και τρελλαίνεις το ντουνιά!
Και τι σε μέλλει εσένανε από που ‘μαι ΄γώ,
γι’ απ’ το Σεβντίκιοϊ, γι’ απ' το Κορδελιό!
Και τι σε μέλλει εσένανε απ’ το σαλβάρι μου,
για στενό μου, για φαρδύ μου, για καράρι μου!
Σημειώσεις:
ΣΑΛΒΑΡΙ: Η ετυμολογία της λέξης αυτής προέρχεται από την χαλδαϊκή λέξη σαρβαλίν, προκειμένου για τα φαρδιά παντελόνια. Οι Μικρασιάτες Έλληνες τα αποκαλούσαν "σαράβαρα", οι δε Τούρκοι "şalvar".
Γενικότερα το σαλβάρι (ουδέτερο) είναι το φαρδύ παντελόνι που φορούσαν παλιά οι χωρικοί.
Συνώνυμο της λέξης σαρβάρι, είναι η πανταλόνα και η βράκα (βράκκα).
ΚΑΡΑΡΙ ΜΟΥ: απόφαση (δικαστηρίου), ισορροπία, σταθερότητα, συνεπώς καράρι μου: «γούστο μου και καπέλο μου».