του Κώστα Σακαρέλου
Την ανάγκη αξιοποίησης της τυπογραφίας ως μέσου διάδοσης ιδεών, ειδήσεων και προκηρύξεων, συνειδητοποίησαν από την πρώτη στιγμή όλοι εκείνοι που ασχολήθηκαν με την προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης.
Πρώτα και κύρια οι Φιλικοί στο Ιάσιο χρησιμοποίησαν κρυφά την τυπογραφία και τύπωσαν τις προκηρύξεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη.
Στις 8 Ιουνίου του 1821 αποβιβάστηκε στην Ύδρα ο πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής Δημήτριος Υψηλάντης. Μαζί του έφερε ένα μικρό πιεστήριο, αποσυναρμολογημένο, από την Τεργέστη. Τυπογράφος όμως δεν υπήρχε κι έτσι η πρώτη προκήρυξή του κυκλοφόρησε στις 12 Ιουνίου χειρόγραφη. Αργότερα, τα κιβώτια μεταφέρθηκαν στην Καλαμάτα, όπου και στήθηκε το πρώτο τυπογραφείο του Αγώνα.
Πρώτο έντυπο που βγήκε από αυτό το τυπογραφείο ήταν η «Διακήρυξις» του Δημητρίου Υψηλάντη, που είχε κυκλοφορήσει χειρόγραφα στην Ύδρα. Ακολούθησε μια προκήρυξη, με ημερομηνία 30 Ιουνίου 1821.
Στις αρχές Αυγούστου εκδόθηκε στην Καλαμάτα και η πρώτη έντυπη εφημερίδα, η «Σάλπιγξ Ελληνική», με συντάκτη τον Θεόκλητο Φαρμακίδη και τυπογράφο τον Κωνσταντίνο Τόμπρα.
Τον Ιανουάριο του 1822 πραγματοποιήθηκε στην Επίδαυρο η Πρώτη Εθνοσυνέλευση, η οποία ψήφισε το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Μεταξύ των άλλων, αποφάσισε αυτός ο «Οργανικός Νόμος να εκδοθεί δια των τύπων». Η «Προσωρινή Διοίκηση» εγκαταστάθηκε στην Κόρινθο, όπου μεταφέρθηκε και το μοναδικό τυπογραφείο. Στο τέλος Ιανουαρίου έφτασε στην πόλη και ένα άλλο πιεστήριο, που είχε σταλεί από το Λιβόρνο από επώνυμους πατριώτες.
Στα πιεστήρια αυτά τυπώθηκαν τον Μάρτιο του 1822 η πρώτη και η δεύτερη έκδοση του «Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος». Η τυπογραφία της Κορίνθου έβγαζε έντυπα της Διοίκησης μέχρι και τις 6 Ιουλίου του 1822, οπότε και εγκαταλείφθηκε η πόλη, εξαιτίας της εισβολής του Δράμαλη. Τα πιεστήρια αφέθηκαν στην τύχη τους.
Ένα τρίτο τυπογραφείο έφερε μαζί του ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, όταν ήρθε στην Ελλάδα. Φορτώθηκε μαζί με πολεμικό υλικό στο πλοίο «Βαρώνος Στρογκανώφ» του Υδραίου Δημ. Πανούτσου κι έφτασε στο Μεσολόγγι, τον Ιούλιο του 1821. Το τυπογραφείο αυτό παρέμεινε στο Μεσολόγγι, αχρησιμοποίητο. Το ξαναβρήκε ο Μαυροκορδάτος τον Μάιο του 1822 ανέπαφο. Δεν λειτούργησε, ελλείψει τυπογράφου.
Εκτός από τα τυπογραφεία που έφτασαν στην Ελλάδα από τη Δυτική Ευρώπη, κατασκευάστηκαν και αυτοσχέδια πιεστήρια, καθώς και στοιχεία χυτά (γραμματοσειρές) από αυτοδίδακτους ντόπιους τεχνίτες. Τέτοια τυπογραφεία έγιναν αρχικά στα Ψαρά, την Ύδρα και την Αθήνα. Οι τοπικές αρχές βοηθούσαν σε αυτό, γιατί έβλεπαν τη χρησιμότητα και την ανάγκη τους.
Ενώ το 1823 υπήρχε έλλειψη τυπογραφείων, το 1824 ιδρύθηκαν νέα, με τη βοήθεια, κυρίως, των Φιλελληνικών Κομιτάτων. Οι φιλέλληνες του Λονδίνου προσέφεραν τυπογραφεία στο Μεσολόγγι και την Αθήνα, καθώς και λιθογραφίες στη Διοίκηση στο Κρανίδι και στα Ψαρά.
Μαζί με την τυπογραφία αναπτύχθηκε και η εφημεριδογραφία. Το 1824 εκδόθηκαν στο Μεσολόγγι τα «Ελληνικά Χρονικά», στην Αθήνα η «Εφημερίς Αθηνών» και στην Ύδρα «Ο Φίλος του Νόμου». Αργότερα, το 1825, κυκλοφόρησε στο Ναύπλιο η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος».
Το τυπογραφείο του Μεσολογγίου
Το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου (1/12) του 1823 έφτασε στο Μεσολόγγι ο Άγγλος συνταγματάρχης Λέισεστερ Στάνχοπ (Leicester Stanhope), σταλμένος από τη Φιλελληνική Εταιρεία του Λονδίνου, με σκοπό την οργάνωση ταχυδρομείου, υγειονομικής υπηρεσίας και την ίδρυση «ελεύθερου τύπου», δηλαδή ανεξάρτητων πολιτικών εφημερίδων, ώστε να παρακινηθούν οι πολίτες να δημοσιεύσουν ελεύθερα τις σκέψεις τους.
Με την άφιξή του στο Μεσολόγγι ο Στάνχοπ φρόντισε και με τη βοήθεια του γιατρού Τζ. Μίλινγκεν (j. Millingen) ίδρυσε έναν υγειονομικό σταθμό. Ακόμα, οργάνωσε ένα πρόχειρο ταχυδρομείο. Για εκδότη διάλεξε τον Ελβετό Φιλέλληνα Ι. Μάγερ (j. Meyer). Περίμενε όμως τα πιεστήρια, που θα έρχονταν με άλλο πλοίο, μαζί με τις αποσκευές του Βύρωνα.
Το πλοίο αυτό πιάστηκε από μια τουρκική φρεγάτα και οδηγήθηκε στην Πάτρα. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τον Στάνχοπ. Βρήκε στο Μεσολόγγι το παλαιό μικρό τυπογραφείο του Μαυροκορδάτου και με αυτό άρχισε τη δουλειά, ύστερα από αρκετές δυσκολίες, με τυπογράφο τον Παύλο Πατρίκιο. Μέσα Δεκεμβρίου κατόρθωσε να τυπώσει την αγγελία της εφημερίδας και τον πρόδρομο των «Ελληνικών Χρονικών» και στις 2 Ιανουαρίου 1824 έστειλε και το πρώτο φύλλο της εφημερίδας στο Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου.
Σε λίγες μέρες έφτασαν από την Πάτρα και τα τυπογραφεία που αφέθηκαν ελεύθερα ύστερα από έντονες παραστάσεις των αγγλικών αρχών της Ζακύνθου. Αμέσως ο Στάνχοπ παρέδωσε το νέο αγγλικό πιεστήριο στον Μάγερ και το τυπογραφείο άρχισε τη λειτουργία του, με τους τυπογράφους Παύλο Πατρίκιο και Δημήτριο Μεσθενέα, τους μαθητευόμενους Μεσολογγίτες Ιωάννη Πεπονή και Χρήστο Ντάγκλα, τους βοηθούς Θανάση Πεπονή και Σπύρο Παϊδάκο και μεταφραστή τον δάσκαλο Δημήτριο Παυλίδη από τη Σιάτιστα.
Το τυπογραφείο εγκαταστάθηκε αρχικά στο ισόγειο του σπιτιού του Γεωργίου Ιγγλέζου (πατέρα της Αλτάνης, δεύτερης γυναίκας του Μάγερ). Αργότερα μεταφέρθηκε στο σπίτι του Καλοσκεπάρνη Σελίβου. Σε αυτό το τυπογραφείο εκδόθηκαν, εκτός από τα «Ελληνικά Χρονικά» και η ξενόγλωσση «Telegrafo Greco» με άρθρα ιταλικά, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Στο Μεσολόγγι τυπώθηκαν και αρκετά φυλλάδια και βιβλιαράκια: το 1824 το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος και Σχέδιο Οργανισμού των επαρχιών αυτής από τον Αναστάσιο Πολυζωίδη, μια έμμετρη εξιστόρηση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου και του Ανατολικού το 1822 και 1823 και άλλα.
Το 1825 συνεχίστηκε η έκδοση των «Ελληνικών Χρονικών». Τον Μάιο μήνα εκδόθηκε ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού με την ιταλική του μετάφραση, καθώς και η «Θεωρία γενική περί των διαφόρων Διοικητικών Συστημάτων και εξαιρέτως περί του Κοινοβουλευτικού» από τον Αναστάσιο Πολυζωίδη.
Το 1826 το τυπογραφείο υπέστη σοβαρές ζημιές από τους βομβαρδισμούς του Ιμπραήμ. Παρόλα αυτά επισκευάστηκε, μεταφέρθηκε, για λόγους ασφαλείας, στο κοντινό σπίτι του Στορνάρη, που παρέμεινε ανέπαφο, και συνέχισε τη λειτουργία του. Ο αγώνας όμως εντάθηκε και τόσο ο εκδότης όσο και οι τυπογράφοι και οι βοηθοί, άφησαν τα στοιχεία κι έπιασαν τα καριοφίλια στις ντάπιες της πολιορκημένης πόλης. Το τυπογραφείο τη βραδιά της Εξόδου εγκαταλείφθηκε. Ανάμεσα στους νεκρούς αγωνιστές κείτονταν ο συντάκτης φιλέλληνας Μάγερ και ο τυπογράφος Μεσθενέας. Το τυπογραφείο τάφηκε στα ερείπια της κατεστραμμένης πόλης. Από το πιεστήριο αυτό σώζεται σήμερα ένα τμήμα του στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, ενώ ένα άλλο είναι τοποθετημένο, συμβολικά, στον τάφο του Μάγερ, στον Κήπο των Ηρώων, στο Μεσολόγγι.
Πηγή: Άρθρο του Ιωάννη Κ. Μαζαράκη – Αινιάν, με θέμα: «Τα ελληνικά τυπογραφεία του Αγώνα», που δημοσιεύτηκε σε τεύχος του περιοδικού «Ε-Ιστορικά» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» και εμπεριέχεται στον συλλογικό τόμο «1821 ΟΙ ΑΘΕΑΤΕΣ ΟΨΕΙΣ».
agrinionews.gr