Συνέντευξη του Αγρινιώτη εικαστικού στην «Καθημερινή».
«Ο εορτασμός της εθνικής επετείου μας βάζει να στοχαστούμε πάνω σε ένα ερώτημα, όχι σε πολλά. Για να δούμε ολόκληρο το πρόσωπό μας στο κάτοπτρο που ονομάζουμε Ιστορία, οφείλουμε να απαντήσουμε σε τι ομονοούμε ως Ελληνες, όχι σε τι διαφέρουμε ο ένας από τον άλλον. Κοιτάζω γύρω μου και έχω την αίσθηση ότι οι μισοί είναι εναντίον των άλλων μισών, η μια μεριά θέλει να εξαλείψει την άλλη από προσώπου γης και πατρίδας. Δεν αυτοπροσδιοριζόμαστε υπέρ κάποιων αξιών, καθένας μας ετεροπροσδιορίζεται ως αντιτιθέμενος στις αξίες και τα επιχειρήματα άλλων. Το πρόθεμα –αντί– κυριαρχεί», λέει ο Χρήστος Μποκόρος, που ετοιμάζει αυτήν την περίοδο μια πρωτότυπη έκθεση για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση με τίτλο «Η γιορτή / δόξα μονάχη», η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 10 Μαρτίου στο Μουσείο Μπενάκη της Κουμπάρη. Είναι μια πρωτοβουλία του Ιδρύματος Μποδοσάκη με τη συνεργασία της Εταιρείας Κοινωνικού Εργου και Πολιτισμού.
Τον πέτυχα να τρίβει ξύλα και πανιά για να φτιάξει τις επιφάνειες πάνω στις οποίες ζωγραφίζει. Ο Μποκόρος είναι από τους καλλιτέχνες που έχει εστιάσει στην ανάγκη να γυρίζουμε στο παρελθόν για να ορίζουμε μέσα μας τις αδιάσπαστες συνέχειες. Το 2004 είχε κάνει μια μεγάλη έκθεση για την Εθνική Αντίσταση –«τότε που ομονοήσαμε το ’41»– το 2013 παρουσίασε τα «Στοιχειώδη» και τώρα, μετά τη μεγάλη αναδρομική του 2016 επανέρχεται με έναν εικαστικό φόρο τιμής στο 1821 μέσα από το πρίσμα των αξιών του μέτρου και της μνήμης. «Και τα τρία αυτά αφιερώματα ουσιαστικά επαναθέτουν το ίδιο ερώτημα: σε τι ομονοούμε ως κοινότητα;».
Θα πρέπει να στριμώξουμε την εθνική μας επέτειο μέσα σε ένα έτος καταπολέμησης της πανδημίας. Πώς αισθάνεται ο ζωγράφος που εδώ και πολύ καιρό κάνει τον νοερό ανάπλου στην Επανάσταση; «Η καημένη η ζωή προσπαθεί να μας δείξει τον δρόμο, αλλά εμείς δεν θέλουμε να καταλάβουμε. Η ίδια η λέξη “πανδημία” ορίζει την ουσία του φαινομένου. Αφορά όλα τα μέλη του δήμου. Μας επηρεάζει όλους, καλούς και κακούς, κι εμάς και τους άλλους. Μόνον ομονοώντας στις στοιχειώδεις μας ανάγκες μπορούμε να παλέψουμε για να σωθούμε. Αυτό θα έπρεπε να είναι και το κυρίαρχο παράδειγμα της κοινότητας. Η κοινή σωτηρία κι όχι οι ιδιαιτερότητες καθενός και οι εναντιώσεις.
Κανείς δεν σώζεται μόνος. Η έλλειψη κοινού στόχου φέρνει διχασμούς και εμφυλίους με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα στην Ιστορία του λαού και του τόπου μας. Η ίδια η πραγματικότητα θέτει τους όρους της επιβίωσής μας αλλά εμείς, ως συνήθως, αρνούμαστε να προσαρμοστούμε, θέλουμε να εφαρμόσουμε καθολικά τις δικές μας ιδέες και απόψεις και να ακυρώσουμε όσους διαφωνούν».
Προσθέτει: «Ο διχασμός δεν είναι μόνον ελληνικό φαινόμενο. Βλέπουμε τι γίνεται πρόσφατα και στην Αμερική, πόση εχθρότητα, δυσπιστία και μίσος αλληλοσπαράζει δύο ιδεολογικά αδιάλλακτους κόσμους. Δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε αν δεν αναγνωρίσουμε δικαίωμα στο διαφορετικό. Ας ξανασκεφτούμε λοιπόν σε τι μπορούμε να συμφωνήσουμε, ας ορίσουμε τα ελάχιστα κοινά στοιχειώδη για να συμπορευθούμε. Μια χώρα δεν μπορεί να συναπαρτίζεται μόνον από αυτούς που μας αρέσουν, αυτούς με τους οποίους έχουμε ίδια ή κοντινή αντίληψη αλλά απ’ όλους όσοι χωρούν. Και μόνον με τη συμπερίληψη των άλλων μπορούμε να πάμε μπροστά. Η ζωή δεν είναι ποτέ θεωρητικά καθαρή. Ο κόσμος μάς περιλαμβάνει όλους. Το ζητούμενο της κοινότητας είναι η εξεύρεση όρων συνύπαρξης κι όχι τεχνικών αλληλοεξόντωσης. Στην πανδημία μάς δίνεται η ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε την πορεία μας. Να ξαναδούμε το παρελθόν και το μέλλον μας, με υπαρξιακούς όρους. Να αυτοπεριοριστούμε στα στοιχειώδη ζητούμενα της ζωής μας και της συν-χώρεσης. Είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε επ’ αγαθώ την τρέχουσα δυσκολία».
Μαργαρίτα Πουρνάρα
Πηγή: kathimerini.gr