Εικόνα: κοπάδι γιδιών στο Βελανιδοδάσος Ξηρομέρου… Φωτο: Βασίλη Μυλωνά
Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη
Στη μνήμη του παππού μου Θρασύβουλου Λιβάνη
Σε τούτην τάβλα που ’μαστε, σε τούτο το τραπέζι
Τον Άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε
Και την παρθένα Παναγιά κι αυτή την προσκυνάμε,
Να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου,
Ν’ ανοίξω τον Παράδεισον ν’ ανοίξω να ’μπω μέσα.
Να ιδώ τους νιούς πού κάθονται, τους γέρους πώς κοιμούνται,
Να ιδώ και τα μικρά παιδιά, πώς παίζουν, πώς γελάνε;
Tο δημοτικό τραγούδι, όπως το ορίζει η Μαρία Μιράσγεζη είναι «η έκφραση, το καθρέπτισμα της λαϊκής ψυχής». Με το δημοτικό τραγούδι «ο λαός εξομολογείται, αποκαλύπτει τον εαυτό του, γιατί αυτό είναι το αυθόρμητο λυρικό ξέσπασμα μιας ισχυρότατης ψυχικής συγκίνησης…».
Πολλά από τα δημοτικά τραγούδια αναφέρονται στην ποιμενική ζωή. Είναι συνυφασμένα με τη γλυκόπικρη ζωή του τσοπάνη. Περιγράφουν κάποιες φάσεις του κύκλου του κοπαδιού. Ιδιαίτερα το σκάρο. Αναφέρονται στη φύση και στις αλλαγές της ανάλογα με την εποχή. Επίσης στα βουνά και στα λαγκάδια, στα ζώα, στα πουλιά, στ’ άστρα και το φεγγάρι. Ακόμα στις γιορτές και στα γλέντια της στάνης. Υμνούν με ωραίους στίχους την ομορφιά, τον έρωτα και την αγάπη. Θρηνούν τις λύπες και τα δυσάρεστα περιστατικά της τσοπάνικης ζωής. Ιδιαίτερα θρηνητικά είναι αυτά που αναφέρονται στο θάνατο του τσοπάνη. Αρκετά ποιμενικά τραγούδια τονίζουν το ρόλο των τσοπάνηδων στα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Στις στάνες βρήκαν αποκούμπι, φιλοξενία και συμπαράσταση οι κλέφτες και οι αρματολοί…
Ο Γάλλος φιλέλληνας, Claude Fauriel που εξέδωσε το 1824 την Α Συλλογή με τίτλο: «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», γράφει: «Η ανάγκη, ένα παρόμοιο σχεδόν μίσος για τους Τούρκους, τους κοινούς καταπιεστές, έκανε να υπάρχουν σχέσεις αδελφικές και φιλία ανάμεσα στους βοσκούς και τους κλέφτες. Ετούτοι δεν πείραζαν καθόλου τα κοπάδια τους, κι εκείνοι κρατούσαν μυστικό ό,τι μπορούσαν να ξέρουν για τους καταυλισμούς και τις πορείες τους…».
Οι τσοπάνηδες είχαν ανοιχτή την καλύβα τους σε κάθε άνθρωπο που περνούσε από τη στάνη τους. Από εκεί πέρασαν και φυγόδικοι, κατάδικοι, λιποτάχτες και ληστές και αρχιληστές… Κάποιες φορές με κίνδυνο της ζωής τους προσέφεραν φιλοξενία και στήριξη σε όλους αυτούς…
Τα δημοτικά τραγούδια τραγουδήθηκαν στα βουνά και τα διάσελα της ελληνικής υπαίθρου από τους τσοπάνηδες. Καθώς και στις χαρές και τα γλέντια τους. Είχα την καλή τύχη να τα ακούσω από το στόμα καλλίφωνων συγγενών μου και φίλων τους στα τραπέζια των γάμων. Εκεί που μόλις τέλειωνε το φαγητό, άρχιζαν τα τραγούδια με το στόμα, χωρίς καμιά τεχνική υποστήριξη! Κορίτσι τότε, δεν κατανοούσα την τόσο μεγάλη αξία του δημοτικού τραγουδιού και μάλιστα τραγουδισμένο από ερασιτέχνες, μερακλήδες ανθρώπους, όπως οι Λιβαναίοι στο Αχίλλειο Ξηρομέρου και οι Κονιωσαίοι από το σόϊ της μάνας μου… Τώρα που γράφω γι’ αυτό το θέμα, ακούω τη φωνή του παππού μου, «πρωτομπάρμπας» σεβαστός της μάνας μου, Θρασύβουλου Λιβάνη!!! Οι άνθρωποι τότε με μοναδικό εργαλείο το στόμα, διασκέδασαν και τραγουδούσαν διάφορα δημοτικά τραγούδια με όλη τους την ψυχή… Ξεκινούσαν με το τραγούδι «της τάβλας»: «Σε τούτην τάβλα που ’μαστε σε τούτο το τραπέζι…» και συνέχιζαν με τραγούδια του γάμου, της αγάπης, της ξενιτιάς, της στάνης… Σκέφτομαι, πόσο θαυμασμό θα ένιωθε ένας Φωριέλ, αν είχε την τύχη να βιώσει αυτές τις εξαιρετικές φάσεις της ζωής των Ελλήνων του 20ου αιώνα…
Παραθέτω στη συνέχεια μερικά ποιμενικά τραγούδια:
α).Τώρα είν’ Απρίλης και χαρά, τώρα είν’ το καλοκαίρι,
Το λεν’ τ’ αηδόνια στα κλαριά, κι οι πέρδικες στα πλάγια
Το λέν’ οι κούκοι στα ψηλά, ψηλά στα καταράχια
Παν τα κοπάδια στα βουνά, να ξεκαλοκαιριάσουν
Κι από κοντά οι τσοπάνηδες, βαρώντας τη φλογέρα
Για να γιορτάσουν τ’ Αη Γιωργιού, να ρίξουν το σημάδι
Να πιούν νερό απ’ τα βουνά να πάρουν τον αέρα.
Κάπου βελάζουν πρόβατα, κάπου βαρούν τσοκάνια
Για έβγα Γιωργούλα μ’ για να ιδείς ν’ακούσεις και να μάθεις
Το τι γαυγίζουν τα σκυλιά και σκούζουν τα ζαγάρια
Και γύρνα πίσω να μας πεις το τ’ άκουσες το τ’ είδες
Στ’ αγνάντιο βγήκε κι έκατσε, στ’ αγνάντιο κι αγναντεύει
Βλέπει τρεις κλέφτες κι έρχονται και τρεις αρματωμένοι
Κι από μακριά τη χαιρετούν κι από κοντά της λένε
β)Σηκώθηκα μια χαραυγή προτού να ξημερώσει
Και πήρα τα κοπάδια μου να πα να τα βοσκήσω
Τα πρόβατά μου απλώσανε κάτω στα ριζοβούνια
Και τρών’ κλαρί τα γίδια μου ψηλά στα καταρράχια
Κι από τ’ ασημοκούδουνα κι απ’ τα ψηλά τσοκάνια
Αχολογούν τα διάσελα κι αντιλαλούν δάσα
Ζηλεύει τ’ άστρι που τ’ ακούει κι αβγάτισε το φως του
Ζηλεύουνε κι οι πέρδικες κι αρχίσαν το κελάδι
γ).Φύγαν οι βλάχοι φύγανε, φύγαν κι οι βλαχοπούλες
Της Πηνελιάς τα πρόβατα, της Πηνελιάς τα γίδια,
Ανάρμεγα κι ακούρευτα στους κάμπους αρμενίζουν
Κι η Πηνελιά τ’ αγνάντευε από ψηλή ραχούλα
δ).Τίνος καλύβα καίγεται, τίνος μαντρί καπνίζει;
Οι βλάχοι κάνουν μια χαρά παντρεύουνε τη Λάμπρω
Της δίνουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
Την παίρνει ένα κλεφτόπουλο ο γιος του καπετάνιου.
Οι βλάχοι το μετάνιωσαν τη Λάμπρω δεν τη δίνουν
-Εσείς δε μου τη δίνετε κι εγώ δεν την αφήνω.
Την πήρε και κατέβηκαν καταμεσίς στον κάμπο.
Απόστασε και λαύρωσε και δεν μπορεί να πάγει
Θυμάται τ’ αδελφάκια της και λιώνει σαν τ’ ασήμι
Θυμάται τη μανούλα της και λιώνει σαν τ’ αλάτι
Θυμάται τον πατέρα της και λιώνει σαν το χιόνι.
-Τ’ ασήμι λιώνει απ’ τη φωτιά κι εγώ λιώνω απ’ τον πόνο
-Τ’ αλάτι λιώνει απ’ τη βροχή κι εγώ λιώνω απ’ τον πόνο.
ε).Κει πέρα βγαίνει ένας καπνός, σαν τι καπνός να είναι
Οι βλάχοι έχουν μια χαρά παντρεύουνε τη Λάμπρω
Τη Λάμπρω την πεντάμορφη του τσέλιγκα την κόρη
Της δίνουν χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
Της δίνουν κι ένα άλογο να περπατάει καβάλα
στ).Η Βλάχα η όμορφη
Αφήνω γεια στις όμορφες και γεια στις μαυρομάτες
Ν’ εγώ θα πάω στα Γιάννενα στου μπέη τα σαράγια.
-Γεια σου χαρά σου, μπέη μου,- καλώς τηνε τη βλάχα.
- Εγώ είμαι η βλάχα η όμορφη, η βλάχα η παινεμένη
Που ’χω τα χίλια πρόβατα, τα πεντακόσια γίδια!
Λύκος να φάει τα πρόβατα και τσάκαλος τα γίδια
Φεύγω και πάω στα Γιάννενα, στου μπέη τα σαράγια.
ζ).Πάνω σε ψηλή ραχούλα κάθεται μια βλαχοπούλα
Και τη ρόκα της βαστάει, πρόβατα κι αρνιά φυλάει.
Τσοπανόπουλο από πέρα τραγουδάει με τη φλογέρα.
Τραγουδάει το καημένο, με παράπονο, θλιμμένο.
Το’χει η αγάπη λαβωμένο και βαριά βαλαντωμένο
η)Βλαχούλα εροβόλαγε
Βλαχούλα εροβόλαγε
Από ψιλή ραχούλα
Φέρνει τη ρόκα γνέθοντας
Τ’ αδράχτι της γιομάτο.
Κι ο βλάχος την καρτέραγε
Σ’ ένα στενό σοκκάκι
-Βλαχούλα μ’, πούθεν έρχεσαι
Και πούθε κατεβαίνεις;
-Από τα πράτα μ’ έρχομαι
Στο σπίτι μου πηγαίνω.
Πάγω να πάρω το ψωμί
Τα ρούχα του τσοπάνη
-Βλαχούλα δώσ’ μου το φιλί,
Δώσ’ μου τα μαύρα μάτια.
-Πώς να σου δώσω το φιλί
Που μέχ’ η μάνα μ’ ακριβή
Κι ακριβοπαντρεμένη;
θ).Του Μπαρλά και της Βλαχοθανάσως
Ο Μπαρλάς του τραγουδιού ήταν γραμματικός του Καραϊσκάκη
κι η Βλαχοθανάσω μια πλούσια κι όμορφη τσελιγκοπούλα.
Πάνω στον Άη Λια, στη ράχη
Κάθεται ο Μπαρλάς και γράφει
Με λυχνάρια με φανάρια
Και μ’ εξήντα παλικάρια.
Πάει η Θανάσω να περάσει
Βρίσκει τον Μπαρλά που γράφει
Στάθηκε στο πάτημά της
Και τραβάει τα μαλλιά της.
-Πέρασε Βλαχοθανάσω
Πέρασε και μη φοβάσαι
Και δικό μου αηταίρι θάσαι
Κι όσα μόχεις καμωμένα
Τάχω στο χαρτί γραμμένα
Στο χαρτί και στο δευτέρι
Και στο παχουλό σου χέρι
ι)Άσπρα μου πουλιά, μαύρα μου χελιδόνια
Μην τον είδατε και τον απαντήσατε
το Λύγκο το λεβέντη τον αρχιληστή
Ψες τον είδαμε και τον απαντήσαμε
σε μια βλαχοκαλύβα που έτρωε κι έπινε
είχαν αρνιά που ψένανε, κριάρια σουβλισμένα
είχανε και γλυκό κρασί, κρασί που τον κερνούσαν
πέντε έξι βλαχοπούλες κι η μικρότερη
κρυφά τον ερωτούσε και του έλεγε:
Δεν παντρεύεσαι, γέρο Λύγκο μ’, δεν παντρεύεσαι;
Δεν παίρνεις βλαχοπούλα σαν και μένανε
ια).Κάπου βελάζουν πρόβατα, κάπου βαρούν τσοκάνια
Για έβγα Γιωργούλα μ’ για να ιδείς ν’ακούσεις και να μάθεις
Το τι γαυγίζουν τα σκυλιά και σκούζουν τα ζαγάρια
Και γύρνα πίσω να μας πεις το τ’ άκουσες το τ’ είδες
Στ’ αγνάντιο βγήκε κι έκατσε, στ’ αγνάντιο κι αγναντεύει
Βλέπει τρεις κλέφτες κι έρχονται και τρεις αρματωμένοι
Κι από μακριά τη χαιρετούν κι από κοντά της λένε
ιβ).Μια μικρή τσελιγκοπούλα
Μια μικρή τσελιγκοπούλα έμορφη κι αρχοντοπούλα
Με τη μάνα της μαλώνει και βαριά τη βαλαντώνει
Δώσ’ μου μάνα μ’ τα προικιά μου κι όλα τα διαμαντικά μου
Να τα βάλω να χορέψω δυο ματάκια να πλανέψω
ιγ).Εννιά χιλιάδες πρόβατα κι εννιά χιλιάδες γίδια
Εννιά αδερφοί τα φύλαγαν τα δεκαοχτώ κοπάδια
Τα πέντε πάνε στην κλεψιά τα τρία στην αγάπη
Κι έμειν’ ο Γιάννος μοναχός με πρόβατα με γίδια
ιδ).Μωρ’ περδικούλα όμορφη κοσμοπερπατημένη
Αυτού ψηλά που πέτεσαι και χαμηλά αγναντεύεις
Μην είδες κλέφτες πουθενά, κλέφτες καπεταναίους;
Εψές προψές περάσανε κι απ’τη δικιά μας στάνη
Μας κλέψαν πέντε πρόβατα κι άλλα πέντ’ έξι γίδια
Μας κλέψαν και την κάλεσα τη στερφοπροβατίνα
Που ’χε τη χάντρα στο λαιμό και το χρυσό κουδούνι
ιε).Σκάρνα τα, βλάχα μ’
Σκάρνα τα, βλάχα μ’ σκάρνα τα έρημα τα γίδια
Και κάντα πέρα στην πλαγιά πέρα στα κορφοβούνια
Κι έβγα μπροστά και μέτρα τα μας λείπουνε πέντ’ έξι
Μας λείπει η σιούτα η ψαριά κι η ντρένια με τον κύπρο.
ιστ).Νάσο μ’ δεν είχες πρόβατα Νάσο μ’ δεν είχες γίδια
Νάσο μ’ δεν είχες άλογο για να κινείς καβάλα
Τι εζήλεψες την κλεφτουριά το έρμο το ντουφέκι
ιζ).Αποκοιμήθ’ ο πιστικός
Αποκοιμήθ’ ο πιστικός μες στο ραβδί τ’ απάνω
Και χάνει χίλια πρόβατα και δυο χιλιάδες γίδια
Και πήρε μια ’ρημόστρατα, ’να έρμο μονοπάτι
Γερόλυκον απάντησε, στέκει και τον ρωτάει:
-Λύκο, μην είδες πρόβατα, λύκο μην είδες γίδια;
Εκεί, στο πέρα το βουνό, στο πέρα και στο δώθε,
Στο πέρα βόσκουν πρόβατα, στο δώθε βόσκουν γίδια.
Πήγα κι εγώ να φάγ’ αρνί και τρυφερό κατσίκι,
Με παίρν’ η σκύλα η κολοβή και το σκυλί το ζάβο,
Μου τσάκισαν τα δυο πλευρά και την τρανή κοκκάλα
ιη).Ήλιε μου, τ’ είδες σήμερα κι αργείς να βασιλέψεις;
Το θάμα που είδα σήμερα κι αργώ να βασιλέψω,
δεν έχω στόμα να το ειπώ και να τ’ ομολογήσω.
Που πήρ’ ο λύκος το παιδί, απ’ την ποδιά της μάνας,
που φύλαγε τα πρόβατα και τ’ αρνοκάτσικά της.
Άφησε λύκο μ’ το παιδί μ’ και φάε εμέ τη μάνα.
ιθ).Βγήκαν κλέφτες στα βουνά
Βγήκαν κλέφτες στα βουνά
Για να κλέψουν άλογα,
Κι άλογα δεν ηύρανε, προβατάκια πήρανε
Και πάνε, πάνε, πάν,(άιντε, μανούλα μ’, πάν!)
Ωχ, καημένος, ωχ, καημένος, ωχ,καημένος!
Προβατάκια μ’
Κατσικάκια μ’!
Βάι!
Πήρανε τ΄αρνάκια μου,
Και τα κατσικάκια μου,
Πήραν και το λάγιο αρνί,
Που’ χε το χρυσό μαλλί,
Τ’ ασημένιο χαϊμαλί.
Και πάνε, πάνε,πάν,(άιντε, μανούλα μ’, πάν!)
Ωχ, καημένος, ωχ, καημένος, ωχ,καημένος!
Προβατάκια μ’
Κατσικάκια μ’!
Βάι!
Πήραν την καρδάρα μου
Που’ πηζα το γάλα μου,
Πήραν τη φλογέρα μου
Μες από τα χέρια μου
Και πάνε, πάνε,πάν,(άιντε, μανούλα μ’, πάν!)
Ωχ, καημένος, ωχ, καημένος, ωχ,καημένος!
Προβατάκια μ’
Κατσικάκια μ’!
Βάι!
Καρδαρίτσα μ’
Φλογερίτσα μ’!
Βάι!
Περκαλώ σε, Παναγιά,
Να παιδέψεις την κλεψιά.
Αχ, και να τους πλάκωναν
Και να τους ξαρμάτωναν,
Μέσα στα λημέρια τους
Κείνους και τα ταίρια τους!
Ωχ, καημένος, ωχ, καημένος, ωχ,καημένος!
Προβατάκια μ’
Κατσικάκια μ’!
Βάι!
Α βοηθήσει η Παναγιά
Και παιδέψει την κλεψιά
Και να ιδώ το λάγιο αρνί
Μέσα πάλι στο μαντρί,
Την ημέρα τη Λαμπρή
Θένα ψήσω έν’ αρνί
Που να πέφτει απ’ το σουβλί.
Ωχ, καημένος, ωχ, καημένος,ωχ,καημένος!
Προβατάκια μ’
Κατσικάκια μ’!
Βάι!
κ).Λάλησε κούκε λάλησε
Λάλησε κούκε μ’ λάλησε, καθώς εματαλάλεις.
Τι να λαλήσω και να ειπώ και τι να μολογήσω
Που σφάγηκε έν’ ανδρόγυνο για ’να κουτρούλι γάλα.
Μια μπάρτσα γίδα πρόγκηξε, μια μπάρτσα γίδα πάει
Για τρέχα Ασήμω μ’ πιάστηνε για τρέχα Ασήμω φέρτη
Και πιάστηκε το κρόσσι της στου λεβετιού τ’ αρβάλι
Και το λεβέτι γύρισε και χύθηκε το γάλα
Κι αυτός μαχαίρι έβγαλε, μες την καρδιά της χώνει.
-Ρε βλάχε, ρε παλιόβλαχε, κονιαροπατημένε,
Ρε βλάχε όπου μ’ έσφαξες για’να κοτρούλι γάλα.
Στρούγκα σε στρούγκα θε να πάω, για να σου το μαζέψω!
κα).Τσοπανάκος ήμουνα
Τσοπανάκος ήμουνα
προβατάκια φύλαγα.
Δεν εφύλαγα πολλά
καμιά πεντακοσαριά
Κι όντας τα ροβόλαγα
με τα ξεροτρόκανα,
πέρασε μια ρήγισσα,
μια μικρή βασίλισσα:
-Να ήμουνα κι εγώ βοσκός,
προβατάκια να φυλώ,
να ’τρωγα χλωρό τυρί
και μυζήθρα βλασερή
κβ).Nτζοπάνος ερροβόλαγε [Ξηρομερίτικο μοιρολόγι]
Nτζοπάνος ερροβόλαγε από ψηλή ραχούλα
Είχε τη σκούφια του στραβά την κάπα στο μανίκι
Είχε και το ντουφέκι του στα δίπλα του ριγμένο
Πάει να’ βρει τόπο να σταθεί, τόπο για να καθίσει
Και πήγε και εκάθισε στης εκκλησιάς την πόρτα
Κι εκεί τον κατακλείδωσαν και τον κατακλειδώνουν
Με σιδερένιες κλειδαριές και μ’ ατσαλένιες πόρτες…
κγ).Πέθανε ο βλάχος
Πέθαν’ ο βλάχος πέθανε μέσα στο γιδομάντρι
Τον κλαίει η γίδα η μούσκιαρη και το τραγί το μπάρτσο
Κι αυτά τα ψωροβέτουλα τονε μοιριολογάνε…
Η σιούτα πάει για τον παπά κι η κουτσοκέρα σκάφτει
Μ’ άλλα τραγιά τρανόκερα καταμεσής στο βράχο.
Τα πρόβατα ρημάξανε και τα βουνά στενάξανε
Γιε μ’ ρημάξαν και τα γίδια, πού ’ναι βλάχα μ’ τα στολίδια!
Θα κλείσω με τα λόγια του Ίωνα Δραγούμη:
«Πήγαινε στα δημοτικά τραγούδια, στη δημοτική τέχνη και στη χωριάτικη και λαϊκή ζωή, για να βρεις τη γλώσσα σου και την ψυχή σου, και μ’ αυτά τα εφόδια, αν έχεις ορμή μέσα σου και φύσημα, θα πλάσεις ό,τι θέλεις, παράδοση και πολιτισμό, αλήθεια και φιλοσοφία».
Σημείωση: Παρακαλώ πολύ, όποιον γνωρίζει και άλλα ποιμενικά τραγούδια, ας τα αναφέρει για να συμπληρώσουμε την ενότητα. Ευχαριστώ!