Κυριακή, 24η Νοεμβρίου 2024  2:38 μμ
Πέμπτη, 18 Φεβρουαρίου 2016 18:30

Aφιέρωμα στον Γιάννη Μαντζουράκη

Αν βρίσκετε το άρθρο ενδιαφέρον κοινοποιήστε το

Δώστου πρόβλημα και θα σου βρει τη λύση. Δεν θέλει το εύκολο. Θέλει να δημιουργεί και πάντα προηγούνταν της εποχής του. Με ό,τι συνεπαγόταν αυτό. Ο Γιάννης Ματζουράκης μιλά στο Unique του Sport24.gr για την… άστατη καριέρα που -τελικά- είναι δικός του λογαριασμός.

Επιμέλεια:

Το περασμένο σαββατοκύριακο, μετά την 22η αγωνιστική της Super League, συμπλήρωσε τις 400 εμφανίσεις, σε πάγκους ομάδων της ελίτ των ελληνικών πρωταθλημάτων -όπως και αν λέγεται κατά καιρούς. Δεν είναι ο πρώτος. Είναι ο έβδομος της λίστας. Κάνει πια παρέα με τους Μπάγεβιτς (629 ματς), Αντώνη Γεωργιάδη (588), Γκέραρντ (521), Δανιήλ (519), Παράσχο (461) και Γκμοχ (456). Ενδεχομένως όμως, ο Γιάννης Ματζουράκης (χωρίς “νι”) να είναι ο μόνος που ‘χει καθίσει σε 23 διαφορετικούς πάγκους, εκ των οποίων οι 11 ήταν της πρώτης τη τάξει κατηγορίας και το ρεκόρ του είναι 138 νίκες, 93 ισοπαλίες και 169 ήττες. Αν τον ρωτάτε τι κρατά από όλα αυτά, θα σας πει “είμαι ευχαριστημένος. Πάντα πάλευα με τις συνθήκες, οι οποίες κάποιες φορές ήταν αντίξοες”.

Πιστέψτε μας. Τον ρωτήσαμε εμείς, μαζί με πολλά άλλα και έτσι σήμερα σας παρουσιάζουμε τον άνθρωπο των ειδικών αποστολών που είχε την ατυχία να αναλάβει τη μεγαλύτερη ομάδα της καριέρας του, την εποχή που δεν είχε ανακαλύψει αυτό που λέγεται “επικοινωνιακή πολιτική”. “Για αυτό και όταν έφυγα, ο πρόεδρος έδιωξε όλα τα μέλη του επιτελείου που ασχολούνταν με τον Τύπο”, μας είπε μεταξύ πολλών άλλων. Αυτή είναι η ιστορία του.

Ο πατέρας του, Γιώργος ήταν κομμουνιστής, αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού στον Εμφύλιο και ως κυνηγημένος αναζήτησε την τύχη του στη Ρουμανία, μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του και απέκτησε (στις 6 Ιουνίου του 1948) τον πρωτότοκο, Γιάννη. Αργότερα (το 1971), η οικογένεια μετακόμισε στο Διδυμότειχο του Έβρου και τα παιδιά απέκτησαν δυο υπηκοότητες, ενώ μιλούσαν απταίστως και τις δυο γλώσσες. “Η Ρουμανία είναι η δεύτερη πατρίδα μου” εξηγεί “πέρασα 20 χρόνια σε αυτή τη χώρα. Εκεί μεγάλωσα, ως παίκτης και ως αθλητής”. Εκεί ανακάλυψε και τον προορισμό του σε αυτήν τη ζωή: το ποδόσφαιρο. “Όταν αγαπάς κάτι, το ακολουθείς. Αν δεν αγαπάς κάτι, μπορεί να το αρχίσεις, αλλά δεν θα το συνεχίσεις”.

Η Şcoala Sportivă 2 Bucureşti (αθλητική ακαδημία) ήταν η πρώτη του ομάδα. Αυτή που του έδωσε τις πρώτες εμπειρίες, ως μέλους ομάδας αυτού του σπορ. Στην ίδια ακαδημία ήταν και ο Mircea Lucescu. Μολονότι ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος του, έγιναν φίλοι. Ο Lucescu από τότε είχε τη συνήθεια να ασχολείται και με άλλα πράγματα, πέραν του ποδοσφαίρου. Μάθαινε γλώσσες (από μικρός μιλούσε αγγλικά, πορτογαλικά, ισπανικά, τουρκικά, ιταλικά και γαλλικά -πέραν της μητρικής), διάβαζε βιβλία, είχε σε πρώτη προτεραιότητα την εκπαίδευση. Όπως και ο πατέρας του Ματζουράκη. “Όπως όλοι οι γονείς, μου έλεγε “να κοιτάζεις πρώτα τα βιβλία”. Εκείνος σεβάστηκε την καθοδήγηση, αλλά την έφερε στα μέτρα του, αφού αφοσιώθηκε σε εκείνα της προπονητικής.

Η Cluj-Napoca, γενέτειρα της μητέρας του, ήταν το μέρος που έκανε επαγγελματικό ντεμπούτο, ως Ianis Mazurachis το 1967. Με την CFR Cluj. Σε δυο σεζόν, είχε 30 συμμετοχές και 15 γκολ -έπαιζε ως μέσος και ως επιθετικός. Η Cluj ήταν στη δεύτερη κατηγορία της χώρας και ο Ματζουράκης της έδειξε το δρόμο για την ελίτ των λιγκών, το 1969, οπότε αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ της παρέας του.

“Έχω κάποιες πολύ όμορφες αναμνήσεις, από εκείνη την περίοδο. Ήταν ο πρώτος σκόρερ τη χρονιά που προκριθήκαμε στην πρώτη εθνική. Με πιάνει νοσταλγία, όταν σκέφτομαι τη φοιτητική μου ζωή στη Ρουμανία. Ήταν όλα πολύ όμορφα. Παίζαμε 4-2-4 και εγώ ήμουν ο μέσος ή ο επιθετικός. Δεν ταίριαζα σε αμυντικές θέσεις! Είχα ως πλεονέκτημα το γεγονός ότι μπορούσα να σουτάρω και με τα δυο πόδια. Αυτό ήταν πολυτέλεια, στα 16 μου. Είχα και καλή τεχνική”. Για την ιστορία, κάποια στιγμή (το 2007) η πρώτη του… αγάπη του έκανε πρόταση να καθίσει στον πάγκο της “αλλά δεν καταλήξαμε σε συμφωνία”.

Μετά την άνοδο στη Divizia A, έφυγε για τη Rapid Bucharest, όπου σε μια σεζόν μέτρησε 13 εμφανίσεις και ένα γκολ. Την ίδια χρονιά, τέθηκε υπό τις οδηγίες του Dumitru Teodorescu, στη εθνική U23 της Ρουμανίας, που είχε κατακτήσει το 4ο Βαλκανικό Κύπελλο. Ακολούθησε η μετακόμιση της οικογενείας στην Ορεστιάδα, η πρόταση του ΠΑΟΚ και η πρώτη κούπα (το κύπελλο το 1972), πριν πάει στη Λάρισα, όπου πέρασε 5 σεζόν (τις περισσότερες της καριέρας του) και είχε 111 συμμετοχές και 28 γκολ. Έκανε και ένα διάλειμμα: το 1975-76, όταν επρόκειτο να παίξει ως δανεικός στην ισπανική Tarrasa (ομάδα δεύτερης κατηγορίας). Πήγε, αλλά δεν αγωνίστηκε. Σε συνέντευξη ωστόσο, που είχε δώσει στη Mundo Deportivo -με το δημοσιογράφο να εκπλήσσεται ευχάριστα με τη δυνατότητα που είχε να καταλαβαίνει την ισπανική γλώσσα- είχε πει μεταξύ άλλων “χρησιμοποίησα τις διακοπές που έκανα στο Castelldefels, για να κρατήσω επαφή με το άθλημα και προέκυψε η ευκαιρία να τεστάρω τον εαυτό μου, με προπονήσεις στην Tarrasa”. Του άρεσε η Ισπανία “γιατί όλοι οι επαγγελματίες θέλουν να παίξουν σε μέρη όπου οι καλοί ποδοσφαιριστές πληρώνονται καλά και στην Ισπανία συμβαίνει αυτό. Όπως συμβαίνει και στην Ιταλία, αλλά εδώ η πόρτα είναι ανοιχτή”.

Ο ΠΑΟΚ επρόκειτο να αντιμετωπίσει την Barcelona, για τα knock out παιχνίδια του Κυπέλλου UEFA και τον ρώτησαν πού θα το δει. Απάντησε “αν παρακολουθήσω το ματς από το Camp Nou θα σημαίνει ότι έχω υπογράψει με την Tarrasa, ομάδα που είναι η ευκαιρία μου και δεν θα την αφήσω να περάσει”. Η ευκαιρία αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα “καρπερή”, για αυτό επέστρεψε στην Ελλάδα και “έκλεισε” το αγωνιστικό κεφάλαιο στον Ηρακλή, όταν ήταν μόλις 30 χρόνων. “Το 1978 είχα έναν τραυματισμό, σοβαρό στους κοιλιακούς και σταμάτησα”. Είχε ήδη ξεκινήσει τη συγγραφή του επόμενου κεφαλαίου. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

“Πριν ακόμα τελειώσω να παίζω, είχα ήδη γράψει ένα πρώτο βιβλίο ως καθηγητής σωματικής αγωγής, στο Βουκουρέστι. Η προπονητική ήταν μέσα στο μυαλό μου. Όταν βέβαια, τελειώνεις μια τέτοια σχολή, είναι αναπόφευκτο να σκέφτεσαι αυτό το επάγγελμα. Όταν η πρακτική σου είναι σε αυτό το άθλημα, κάποια στιγμή δεν θα το ακολουθήσεις;”. Όχι απαραίτητα. Πρέπει να ‘χεις τη σχετική τρέλα. “Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία και όταν έσβηναν τα φώτα στα δωμάτια, εγώ κρατούσα το δικό μου αναμμένο και έγραφα. Ο Γκέσιος μου, ο συγκάτοικος μου στον Ηρακλή, έλεγε συνέχεια “κλείστο επιτέλους να κοιμηθούμε”. Αλλά εγώ έγραφα”.

Θες να στα πω όλα; Υπάρχουν πράγματα που εγώ δεν τα ξεβρακώνω

Όσες ιδέες είχε γράψει, είχε τη δυνατότητα να τις δοκιμάσει στην πράξη για πρώτη φορά στον Μελιτέα Θεσσαλονίκης “που έπαιζε στην πρώτη κατηγορία του τοπικού”. Τον είχε καλέσει ο πρόεδρος της ομάδας, που ήταν γιατρός στο επάγγελμα (ονόματι Κούτλας) να αναλάβει το πόστο. Είχε δει κάτι; “Τι να δει; Σάμπως είχα κάνει κάτι άλλο, για να έχει κριτήριο; Έγινε ό,τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις: με ήξερε και σκέφτηκε να με δοκιμάσει. Να μου αναθέσει την πρώτη μου αποστολή. Μετά πήγα στην Ορεστιάδα και έπειτα στη Λάρισα, ως βοηθός του Αντώνη Γεωργιάδη”. Ποιος θεωρεί ότι τον βοήθησε στο ξεκίνημα της καριέρας του; “Κανείς δεν σε βοηθά, όταν ξεκινάς. Άκου σε με λίγο. Κάποια στιγμή, όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο, είχα πρόταση από ομάδα Β’ Εθνικής, την οποία είχα αρνηθεί, γιατί ήθελα να ξεκινήσω από το πιο χαμηλό σκαλί. Από τη χαμηλότερη κατηγορία. Είχα σκεφτεί πως μόνο έτσι θα καταφέρω να μάθω σωστά τη δουλειά, να δω τα εμπόδια, να μάθω να τα ξεπερνώ. Να αποκτήσω συγκριτικά στοιχεία. Από εκεί και πέρα, το επόμενο βήμα ήταν η Ορεστιάδα, που “έμεινε” στην Γ’ Εθνική, σε χρονιά που γινόταν αναδιάρθρωση πρωταθλημάτων. Τι να γράφεις τώρα; Μυθιστορήματα; Πρέπει να σου πω ιστορία ολόκληρη. Αυτά τα πράγματα, εγώ δεν τα ξεβρακώνω”.

Σε ό,τι αφορά αυτά που θέλησε λοιπόν, να μοιραστεί ήταν ότι “στον Μελιτέα είχαν πολλά νεαρά παιδιά και έψαχναν προπονητή. Τότε δεν υπήρχαν αεροπλάνα για την Αθήνα, κάθε μια ώρα και είχαν δώσει ραντεβού στο σταθμό του τρένου, για να ταξιδέψουν στην πρωτεύουσα και να βρουν τεχνικό. Εκεί πρότεινε ο Κούτλας εμένα. Από εκεί προέκυψε η ευκαιρία για την Ορεστιάδα και όταν τελείωσε και αυτή η χρονιά, κατέβηκα στη Λάρισα (το 1980) και ήμουν βοηθός του Αντώνη Γεωργιάδη, για δυο χρόνια. Μετά, ήλθε η πρόταση για την πρώτη επαγγελματική δουλειά”. Ήταν από την Χαλκίδα, το 1981. Ομάδα Β’ Εθνικής “με την οποία τερματίσαμε στην τρίτη θέση”. Είχε ανέβει όλα τα σκαλοπάτια, έως εκεί. “Κάναμε μια πολύ καλή πορεία. Την προηγούμενη χρονιά, είχε απειληθεί με υποβιβασμό, ενώ εκείνη που ανέλαβα την ομάδα, επρόκειτο να γίνει συγχώνευση ομίλων και άρα θα έπεφταν 11 ομάδες, που θα γίνονταν 12 μέσω μπαράζ. Αντιλαμβάνεσαι τη δυσκολία της αποστολής. Πήγαμε καλά και αυτό ήταν μια προεξόφληση πρότασης που ήλθε από το Αιγάλεω”.

Αυτή ήταν η πρώτη του φορά, ως πρώτος προπονητής στην Α’ Εθνική. Έμεινε εκεί από το 1982 έως το 1985. Τι θυμάται από αυτήν την τριετία; “Την πρώτη χρονιά, ως νεοφώτιστη ομάδα, “σώθηκε” πολύ εύκολα και πήγε στους “4″ του Κυπέλλου. Ήταν μια πολύ επιτυχημένη σεζόν. Αλλά κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν η δουλειά μου. Ήμουν νέος, είχα παίκτες που ήταν συνομήλικοι μου, αν όχι μεγαλύτεροι και ακόμα δεν είχα πολλές εμπειρίες”.

Ο Ματζουράκης στον πάγκο του Αιγάλεω

Εξαργύρωσε και την καλή δουλειά στο Αιγάλεω, με πρόταση από την Καβάλα, το 1985. “Ήταν μια πολύ καλή ομάδα, με καλό σταφ και καλούς παίκτες. Δημιουργήθηκε και το ανάλογο κλίμα για την άνοδο, γιατί είχαμε να κάνουμε με μια σκληρή μάχη εναντίον των Γιάννενα, Καβάλα, Σερρών. Για ένα βαθμό χάσαμε τελικά, την πρόκριση στην Α’ Εθνική”. Πώς και ξαναγύρισε στο Αιγάλεω; “Είχε προηγηθεί ένα απρόοπτο συμβάν. Ενώ ήμουν στην Καβάλα, έπρεπε να φύγω για τη Γερμανία γιατί ο συγχωρεμένος ο αδελφός μου, ήταν άρρωστος. Ήταν απρόοπτο μεγάλο. Άφησα λοιπόν, την ομάδα για ένα-ενάμιση μήνα και πήγα στη Γερμανία. Εκεί με ξαναπήραν τηλέφωνο, τους είπα πως οι προτεραιότητες μου ήταν άλλες. Επέμεναν, γιατί είχαν πρόβλημα και τελικά ξαναπήγα σε μια προσπάθεια να “σωθεί” η ομάδα”. Και “σώθηκε”. Οπότε, είχε κάνει τη δουλειά του και είχε έλθει η ώρα να αναζητήσει την επόμενη πρόκληση.

Τη βρήκε στην Κύπρο. “Στην Αθλητική Ένωση Πάφου. Αν δεις την ιστορία της, πριν πάω ήταν… ασανσέρ. Ανέβαινε, κατέβαινε, ανέβαινε, κατέβαινε. Μια ανέβαινε ο Ευαγόρας Πάφου, μια η ΑΕΠ. Εκείνη τη χρονιά (1987-88), έκανε μια ανεπανάληπτη πορεία. Τερμάτισε στην έκτη θέση, έμεινε άνετα στην κατηγορία, έδωσε τέσσερις παίκτες στην εθνική ελπίδων, άλλον έναν στην εθνική ανδρών και στο τέλος της χρονιάς τους ευχαρίστησα και έφυγα. Δεν υπήρχαν οι συνθήκες να επιτύχουμε κάτι περισσότερο”.

Δεν με πήγε πουθενά, ποτέ, κανένας μάνατζερ, με εξαίρεση το Καμερούν

Γύρισε στην Ελλάδα “για να δουλέψω στη Νάουσα, που έπαιζε τότε στη Β’ Εθνική. Εκεί, ξεκινήσαμε ένα εγχείρηση που θα θυμάται όλη η Ελλάδα. Όταν πήγα στην προετοιμασία, είχα 32 παίκτες. Οι 25 ήταν κάτω από 20 χρόνων. Είχαμε τους Τσάρτα, Μάρκο, Παυλόπουλο, Δασκαλάκη. Παίκτες που μετά έκαναν μεγάλη καριέρα. Τότε ήταν παιδιά. Ξεκινήσαμε, οργανώσαμε την ομάδα πάρα πολύ καλά, ξεκίνησε το πρωτάθλημα και πήγαμε πάρα πολύ καλά και στα πρώτα 10-12 παιχνίδια, δεν θυμάμαι ακριβώς, ήλθε η πρόταση από την Κύπρο, από το ΑΠΟΕΛ. Πήγα στον πρόεδρο και του ζήτησα την ευχή του για να πάω. Του εξήγησα ότι επρόκειτο για πρόταση που ήταν αντίκρυσμα της δουλειάς που κάναμε μαζί. Διότι είχαν εκτιμήσει τη δουλειά μου, στην Κύπρο και έτσι με ζήτησαν. Έτσι έβρισκα πάντα δουλειές. Δεν με πήγε πουθενά κανένας μάνατζερ. Ακόμα μόνος μου πάω όπου πάω. Η μοναδική δουλειά που έγινε μέσω μάνατζερ, ήταν αυτή για την εθνική του Καμερούν, μετά τον Ολυμπιακό”. Θα φτάσουμε και εκεί. Τώρα είμαστε στον ΑΠΟΕΛ (Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Ελλήνων Λευκωσίας -άρα “Ο” και όχι “ΤΟ”).

“Την προηγούμενη χρονιά, η ομάδα είχε τερματίσει στην 8η θέση. Με την ίδια ομάδα, τρεις μεταγραφές -δυο πολύ καλών ξένων, των Γκόγκιτς και Σάπουριτς και ενός παιδιού που είχα δει- και ανασύνταξη, πήραμε πρωτάθλημα. Ο πρόεδρος με είχε ρωτήσει αν θα χρειαστώ και κάτι ακόμα και τον είχα ρωτήσει “γιατί με προσλάβατε;”. Μου απάντησε “για τη δουλειά” και του εξήγησα πως η δουλειά θα ήταν που θα έκανε επιτυχημένη την προσπάθεια μας. Ήταν ο πρώτος τίτλος, έπειτα από έξι χρόνια και όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει ΑΠΟΕΛ στην Κύπρο, όπως και τι σήμαιναν αυτά τα έξι χρόνια χωρίς πρωτάθλημα. Ήταν “στεγνοί” από αποτελέσματα και τίτλο, γεγονός που είχε αντίκτυπο στην υγεία του προέδρου -από τη στενοχώρια του, ήταν στο νοσοκομείο. Τερματίσαμε αήττητοι, με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο, έχοντας την καλύτερη άμυνα και την καλύτερη επίθεση και πρώτο σκόρερ τον Γκόγκιτς. Είχαμε τα πάντα”. Και με το τέλος της σεζόν -ναι, καλά μαντέψατε- έφυγε.

“Είχαν “κλείσει” προπονητή όλες οι ομάδες της Α’ Εθνικής και έτσι πήγα στον Πιερικό. Ο πρόεδρος, ο Γιάννης Φελεκίδης μου είχε κάνει πρόταση και άλλη φορά, πριν πάω στην Κύπρο. Ήταν πρώην παίκτης της ομάδας και ένας από τους καλύτερους προέδρους που έχουν περάσει από το ελληνικό ποδόσφαιρο, αν όχι ο καλύτερος. Είχε το σύλλογο σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο οργάνωσης και για αυτό έκανε ό,τι έκανε τότε. Μου είπε “έλα να δουλέψουμε μαζί, με νέους και ό,τι βγει”. Ο μέσος όρος ηλικίας του ρόστερ ήταν 22.6 χρόνια. Στην προετοιμασία, στη Βουλγαρία, είχαμε πάρει μέρος σε ένα τουρνουά και τερματίσαμε πρώτοι. Τότε μου είπε πως μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Του είχα απαντήσει “όχι ακριβώς. Έχουμε ένα ρόστερ που έχει 9-10 άντε 11 έτοιμους παίκτες για την κατηγορία, αλλά δεν έχουμε “βάθος” και αν τραυματιστεί κάποιος θα ‘χουμε πρόβλημα. Αν όμως, έχουμε 6-7 παιδιά που είναι κοντά στη γραμμή των απαιτήσεων και μας πάνε όλα καλά, κάτι μπορούμε να κάνουμε”.

Στην κλήρωση του πρωταθλήματος “στις δυο πρώτες αγωνιστικές μας “έπεσαν” οι ομάδες που είχαν υποβιβαστεί από την Α’ Εθνική (Καλαμαριά και Καβάλα). Φέραμε ισοπαλίες και στα δύο. Έλα όμως, που είχαμε τραυματισμούς; Όχι σοβαρούς, αλλά μικροπροβλήματα που μας… άφησαν πίσω. Μετά τη 10η αγωνιστική, ήμασταν στην προτελευταία θέση. Ο πρόεδρος συνέχισε να έρχεται στις προπονήσεις, να είναι δίπλα μας, να κάνει ό,τι χρειαζόμασταν. Όταν επέστρεψαν οι τραυματίες (7-8 αγώνες μετά)… είχαν χάσει τη θέση τους από τους πιτσιρικάδες. Ενισχυθήκαμε με έναν επιθετικό και κατορθώσαμε το ακατόρθωτο. Στο δεύτερο γύρο χάσαμε μόνο ένα παιχνίδι. Τερματίσαμε στην τρίτη θέση και κερδίσαμε την άνοδο”. Την επόμενη σεζόν (1991-92) “σωθήκαμε πολύ εύκολα, πολύ πιο εύκολα από άλλες ομάδες και την τρίτη χρονιά ξεκινήσαμε πολύ καλά, αλλά παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα ασυνεννοησίας και “χωρίσαμε”.

Η επόμενη δουλειά ήταν πάλι στην Κύπρο “αυτή τη φορά για τον Πεζοπορικό (1994-95)” και όχι για το ΑΠΟΕΛ όπου τον στέλνουν όλες οι “μηχανές αναζήτησης”. “Είχε ένα πολύ μεγάλο πρόεδρο, αλλά η ομάδα του δεν πήγαινε καλά. Ήταν έτοιμη για πτώση. Προσελήφθην για να σώσω κάτι. Ήταν προσπάθεια πολύ καλή, τερματίσαμε πέμπτοι από τη δεύτερη θέση πριν το τέλος. Την επόμενη χρονιά φτάσαμε στην τέταρτη θέση και το καλοκαίρι, ενώ έκανα προγραμματισμό για την επόμενη αγωνιστική περίοδο -ήμασταν ευχαριστημένοι και οι δυο και θέλαμε να συνεχίσουμε μαζί-, με κάλεσε ο πρόεδρος στο γραφείο του για να μου πει ότι τον είχε καλέσει στο τηλέφωνο ο πρόεδρος του ΑΠΟΕΛ… για να με ζητήσει”. Έτσι, επέστρεψε, για μια σεζόν και το καλοκαίρι του 1995 υπέγραψε στη Λάρισα. Αυτή η συνεργασία διήρκεσε μόλις τρεις μήνες, από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο. “Ήταν ο χειρότερος κόμπος στο στήθος μου. Δεν είχε πάει καλά η ομάδα και οι συνθήκες ήταν κακές. Έτυχε να είναι ένας πρόεδρος που την έριξε την ομάδα. Έφυγα έπειτα από πέντε παιχνίδια”. Είχε κατηγορηθεί πως παίζει “ζώνη” στην άμυνα, σε μια εποχή που το “ένας εναντίον ενός” στα μετόπισθεν και οι αυτοσχεδιασμοί στην επίθεση, ήταν ο κανόνας.

Έμεινε στην αγορά μόλις τέσσερις μήνες, ώσπου δέχθηκε την πρόσκληση του Χρήστου Πανόπουλου, να αναλάβει τη Ξάνθη. Μεταξύ τους θα δημιουργείτο ένας ιδιαίτερος δεσμός φιλίας, θα υπήρχε αλληλοσεβασμός και έτσι όταν το “ο Ματζουράκης είναι ο καλύτερος Έλληνας προπονητής, μακράν του δεύτερου” έγινε απόλυση, επιστροφή, νέα διακοπή συνεργασίας, νέο συμβόλαιο και ο επίλογος του 2010, δεν “γκρεμίστηκαν” όλες οι γέφυρες.

Η πρώτη εμφάνιση στον πάγκο της Ξάνθης ήταν στις 9/2 του 1997, στο ματς με την Καστοριά που τελείωσε 6-0! Για την ομάδα του. “Αυτή ήταν η πιο δύσκολη αποστολή που είχα αναλάβει έως τότε -μετά τον Πεζοπορικό. Σε επίπεδο ποιότητας και οντότητας ήταν του ΑΠΟΕΛ και το πρωτάθλημα που πήραμε έπειτα από έξι χρόνια. Αλλά η Ξάνθη είχε επίσης, ιδιαιτερότητες. Η ομάδα ήταν για “μπλουμ”. Ήταν στην προτελευταία θέση και δυο εβδομάδες νωρίτερα καθόταν στον πάγκο ο Kurt Jara, με τους πάντες να θεωρούν πως η Ξάνθη έχει υποβιβαστεί. Θυμάμαι πως ο κ. Πανόπουλος είχε πει σε συνέντευξη του ότι “θα μείνω έως ότου επαναφέρω την ομάδα στην Α’ Εθνική και μετά θα φύγω”. Προεξοφλούσε την κατάσταση. Και όμως, η ομάδα “σώθηκε”. Όταν ξεκινήσαμε τον προγραμματισμό της επόμενης φοράς, ο Πανόπουλος με ρώτησε “τι θες να πάρουμε;” και του είπα “τίποτα, γιατί για να σωθούμε, αυτή η ομάδα έκανε πρωταθλητισμό”.

Έκανε ρεκόρ βαθμών και είχε την τέταρτη καλύτερη επίθεση της λίγκας, όπως… έδενε άγκυρα στην 14η θέση. Ακολούθησε η 8η, η 7η και η παραίτηση, τον Δεκέμβριο του 1999, μετά το 0-0 με τον Εθνικό Αστέρα. Γιατί έφυγε; “Έτσι!”. Τι δεν είχε γίνει; “Ο κ. Πανόπουλος ήταν και παραμένει ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Όλες τις φορές είχαμε μια καλή συνεργασία. Τώρα, κατά τη διάρκεια των αγωνιστικών περιόδων δημιουργούνται προβλήματα, εντάσεις. Μπορεί να τα δημιουργούν και τρίτοι. Υπάρχουν όμως, συνέπειες.

Και πάλι δεν έμεινε άνεργος για πολύ. Για την ακρίβεια, δεν ξεπέρασε το προηγούμενο μεγαλύτερο διάστημα -εκτός πάγκων. Αυτό των τεσσάρων μηνών. Ο Ολυμπιακός είχε ξεκινήσει τη σεζόν 1999-2000 με τον Dusan Bajevic, ο οποίος απομακρύνθηκε στις 10/11/99, για να εμφανιστεί ο Alberto Bigon. Ο Ιταλός που ήταν προπονητής της Napoli, επί εποχής Maradona και κατάκτησης του “scudetto”. Δεν έμεινε στον Πειραιά μέχρι το τέλος της αγωνιστικής περιόδου, διότι δεν “κέρδισε” ποτέ τον κόσμο των “ερυθρολεύκων”, με όσα εμφάνιζε η ομάδα στους αγωνιστικούς χώρους. Το “και μη παρέκει” ήταν το συμβάν της 26ης Μαρτίου του 2000, οπότε για την 25η αγωνιστική με τον Παναθηναϊκό (στο ΟΑΚΑ), σε ματς που εν πολλοίς θα αναδείκνυε πρωταθλητή, ο Bigon έδωσε εντολή να μπει στο παιχνίδι ο Αλέκος Αλεξανδρής και κάλεσε στον πάγκο τον Zlatko Zahovič. O Σλοβένος δεν πήρε ιδιαιτέρως ψύχραιμα την αντικατάσταση του, άρχισε να χειρονομεί και να βρίζει, αρκούνταν να καθίσει στον πάγκο, πήγε να επιτεθεί στον προπονητή του και με την επέμβαση του Τάσου Μητρόπουλου, το θέμα δεν πήρε περαιτέρω διαστάσεις.

Στις 10/5 του 2000, ο τότε ιδιοκτήτης της ΠΑΕ, Σωκράτης Κόκκαλης κάλεσε συνέντευξη Τύπου και ενημέρωσε πως “ο Ολυμπιακός χρειάζεται κάποια αλλαγή, για να μη χάσει το πρωτάθλημα”. Πρόσθεσε και ότι “ο Γιάννης Ματζουράκης είναι η προσωπική μου επιλογή και πιστεύω ότι θα οδηγήσει την ομάδα πολύ ψηλά. Ταιριάζει στον Ολυμπιακό και ο χαρακτήρας του Ολυμπιακού σε αυτόν του κ. Ματζουράκη. Εκτιμώ πως θα δώσει νέα πνοή στην ομάδα, για να εκπληρωθούν οι στόχοι της. Θα της δώσει την εικόνα που θέλουμε, να βάζει δηλαδή πολλά γκολ, να παίζει επιθετικό ποδόσφαιρο”. Για αρχή, την οδήγησε στο 8/8 στα επόμενα ματς και στον τίτλο του πρωταθλητή. Μεταξύ αυτών που έκανε στο λιμάνι, ήταν να φέρει τους Nery Castillo, Pär Zetterberg και Zé Elias, παίκτες που λατρεύτηκαν με την “ερυθρόλευκη”. “Πρέπει να διαβάσεις τι δήλωσε ο πρόεδρος όταν έφυγα”. Γιατί έφυγε; Πολύ περισσότερο γιατί είπε “ο Ολυμπιακός είναι πάνω από όλους. Έκρινα πως η ομάδα εξυπηρετείται με την αποχώρηση μου”.

“Μετά τη Ξάνθη, είχα φύγει -με άδεια από την ομοσπονδία και τη λίγκα- για την Ιταλία, για να επισκεφτώ τη Juventus και να παρακολουθήσω τον τρόπο λειτουργίας, την οργάνωση του σωματείου και για να παρακολουθήσω τη δουλειά του Ancelotti. Πώς προέκυψε η πρόταση; Από τη δουλειά που είχε γίνει στην Ξάνθη. Μου το είπε ο ίδιος ο Ιταλός προπονητής, με τον οποίον γίναμε φίλοι. Είχα επιστρέψει λοιπόν, από τον πρώτο κύκλο της εργασίας μου και ετοιμαζόμουν να ταξιδέψω ξανά στην Ιταλία, για να ολοκληρώσω τη δουλειά. Τότε με πήραν τηλέφωνο από τον Ολυμπιακό. Δευτέρα “έπιασα” δουλειά, Τετάρτη κάθισα στον πάγκο. Στο λέω αυτό, γιατί συνηθίζετε να γράφετε για τους ξένους προπονητές που έρχονται στην Ελλάδα και δυο ημέρες μετά κοουτσάρουν το πρώτο τους παιχνίδι. Θα επαναλάβω λοιπόν, πως Δευτέρα υπέγραψα, την Τετάρτη ήμουν στον πάγκο σε ματς με τον Ηρακλή, στο ΟΑΚΑ. Με είχε ρωτήσει ο Κόκκαλης αν γνωρίζω την ομάδα. Του είχα πει “αλίμονο αν είμαι Έλληνας προπονητής και δεν παρακολουθώ το πρωτάθλημα”.

Όλοι εσείς οι δημοσιογράφοι, με βρίζατε για το ρόμβο και… μαλακίες

Μετά το τέλος της σεζόν 1999-2000, στην προετοιμασία “μου τηλεφώνησε ο πρόεδρος και μου είπε αν μπορούμε να δώσουμε γρήγορη απάντηση, για ένα μικρό παιδί που ξέρει καντάρια μπάλα και είναι περιζήτητος. Ήταν μικρός -16 χρόνων. Έπειτα από 3-4 ημέρες είπα να υπογράψει”. Και μετά τι έγινε; Γιατί είχε ήδη καταφέρει να υλοποιήσει τον κατ’ αρχάς στόχο, αυτόν για τον οποίον προσελήφθη, αλλά στη συνέχεια κλήθηκε να διαχειριστεί ένα ρόστερ με αρκετά μεγάλα ονόματα, σε Ελλάδα και Ευρώπη. “Δεν ήταν δύσκολο για εμένα, γιατί γνώριζα την ομάδα. Ήξερα λοιπόν, τι θέλει η ομάδα. Παρακολουθούσα τα πάντα. Γνώριζα πως ο Ιταλός προπονητής είχε μια άλλη φιλοσοφία. Αμέσως, από το πρώτο παιχνίδι είχα κάνει κάποιες αλλαγές, για να γίνει πιο επιθετικογενές το παιχνίδι. Έως τότε η ομάδα έπαιζε με τρία αμυντικά χαφ και με τον Ηρακλή, κάποια στιγμή είχαμε τρία “δεκάρια”, τους Καραπιάλη, Luciano και Νινιάδη. Άρχισε λοιπόν, η ομάδα να βρίσκει χημεία και να παίζει.

Στην προετοιμασία που έγινε το καλοκαίρι, έγινε πάρα πολύ καλή δουλειά. Όχι απλά καλή, δεδομένου ότι έγινε προσπάθεια να αλλάξει τρόπο παιχνιδιού. Και άλλαξε. Τότε που όλοι εσείς οι δημοσιογράφοι, με βρίζατε για το “ρόμβο” και μαλακίες. Όταν έρχεται κάποιος ξένος ανοίγετε τα… όλα…, όλες…”. Πόρτες; “Αυτό. Όταν είναι Έλληνας, ξεκινάτε από το πρωί “τι κριάρι είναι αυτό” και τα συναφή. Κάποια στιγμή, όταν ήλθε ο κ. Κόκκαλης να δει την ομάδα στη Γερμανία, στην προετοιμασία μου είπε “ακούω πως αλλάζεις σύστημα, ότι θα παίξουμε ωραία”. Του είπα πως όλοι φώναζαν πως ο Ολυμπιακός κερδίζει 1-0, δεν βάζει γκολ και ότι ήθελα να δημιουργήσω κάτι που να νικά 3-0, 4-0. Να κάνει σκορ, να νικά άνετα. Του είπα ότι το σύστημα που θα παίζαμε θα ήταν πολύ επιθετικό, πράγμα που βοηθούσε το γεγονός ότι είχα τους καλύτερους παίκτες στην Ελλάδα”.

Μέχρι και ο Ancelotti τον είχε ρωτήσει αν θα προλάβει να επιτύχει αυτό που ονειρευόταν. “Είχαμε πάει να παίξουμε σε τουρνουά του Berlusconi και μιλήσαμε με τον Carlo και μου έκανε αυτήν την ερώτηση. Αν θα προλάβω. Του είπα “έχω τους καλύτερους παίκτες. Είναι δυνατόν να μην προλάβω;”. Δεν ξέρω αν θυμάστε, αλλά εκείνη τη χρονιά ο Ολυμπιακός έβαλε τα περισσότερα γκολ. Ακόμα δεν τα έχει ισοφαρίσει. Πιστεύω θα το κάνει φέτος”. Ποιο ήταν τελικά, το πρόβλημα που οδήγησε στη λύση της συνεργασίας; “Ότι χάσαμε την πρόκριση στο Champions League, για ένα γκολ. Ήταν αήττητη η ομάδα. Τι άλλο θες να σου πω;”.

Πριν τη Liverpool όλοι έγραφαν “σιγά τον αντίπαλο” και δημιούργησαν την πεποίθηση ότι θα παίζαμε με την Αγία Ελεούσα

Αυτά που είχαν κυκλοφορήσει τότε, για ένα… θέμα που είχε προκύψει με τον Χούτο (την αλήστου μνήμης ατάκα “κόουτς μυρίζει το στόμα σου”, σε αλλαγή στο Champions League στο ματς με τη Valencia, όντας δυσαρεστημένος για την αλλαγή του) ή τον Giovanni (τα δημοσιεύματα τον ήθελαν να έχει πετάξει τη φανέλα του στον Ματζουράκη και να ‘χει κινηθεί απειλητικά προς το μέρος του), είχαν βάση; “Όλα αυτά δεν ήταν ζητήματα ουσίας. Κάποια δεν έγιναν τότε ή δεν έγιναν έτσι και είχαμε φτάσει στο σημείο που ο καθένας έγραφε ό,τι ήθελε. Δεν είμαι από εκείνους που θα πάρω τηλέφωνο να πω “τι γράφετε εκεί πέρα;”. Αν διορθώνω τον καθένα, δεν θα κάνω τη δουλειά μου. Έχω επιλέξει μια στάση ζωής, πολύ συγκεκριμένη που δεν είναι εύκολη, αλλά την τιμώ”.

Τι ήταν αυτό που έγινε; “Θα σου πω μόνο ένα πράγμα: ο κύριος Κόκκαλης είχε μια εκτίμηση στο έργο και τη δουλειά μου και την παρακολουθούσε. Όταν έφυγα, έδιωξε όλο το επιτελείο που εργαζόταν για τον Τύπο. Τους είχε πει “φταίτε εσείς που δεν προστατέψατε αυτόν τον προπονητή”. Πριν το ματς με τη Liverpool όλοι έγραφαν “ποια Liverpool; Σιγά τον αντίπαλο” και έβαλαν στο μυαλό του κόσμου την πεποίθηση πως θα παίζαμε με την Αγία Ελεούσα. Ήλθε ο κόσμος στο γήπεδο και περίμενε ότι θα κερδίζαμε, άνετα. Ξέρεις όμως, με ποιον παίζαμε; Τη Liverpool των 24 καρατίων. Ήμασταν η μοναδική ομάδα που είχαμε “φέρει” ισοπαλία μαζί της, που πήρε το τρόπαιο και που είχε “πάρει” διπλά όπου είχε πάει. Και εμείς φέραμε 2-2, στο ΟΑΚΑ” και τον αποδοκίμαζαν από τις εξέδρες. “Ο κόσμος ήταν δυσαρεστημένος. Επί της ουσίας, ήταν καθοδηγημένος. Περίμενε κάτι άλλο. Για πες μου λίγο; Όταν φεύγει ένας προπονητής αήττητος, με 9 βαθμούς στο Champions League τι μπορείς να πεις; Για ένα γκολ μείναμε εκτός. Για ένα παιχνίδι που πρέπει να το θυμούνται όλοι, μέσα στη Lyon, όπου μας “κυνήγησε” ο διαιτητής.

“Τότε ήταν διαφορετικές οι διαιτησίες. Μας ακύρωσε γκολ, δεν μας έδωσε δυο γκολ και ο διαιτητής τιμωρήθηκε -ήταν η πρώτη τιμωρία διαιτητή. Εμείς θα “τελειώναμε” με ισοπαλία, αλλά μας τη στέρησε ο ρέφερι και μας “σκότωσε” το γκολ του Laigle, στο 2′”. Μετά τη μεγάλη νίκη επί της Valencia “είχε έλθει δημοσιογράφος τηλεοπτικού σταθμού να ρωτήσει αν θα παραιτηθώ. Τι άλλο να σου πω για να καταλάβεις;”. Πολύ πριν το παιχνίδι με τους Reds, είχε συναντηθεί με τον Κόκκαλη “και του είχα πει ότι κάποιοι καταστρέφουν τη δουλειά μας. Πως κάθε πρωί λύνω ό,τι πρόβλημα υπάρχει και έως το απόγευμα έχουν δημιουργηθεί άλλα. Θυμάμαι τότε, υπήρχαν γενικά προβλήματα. Ήμουν άτυχος, από ποια άποψη; Τότε ο κ. Κόκκαλης είχε επιχειρήσει να κάνει δικό του τηλεοπτικό κανάλι (το Magic) και να το κάνει πανελλαδικής εμβέλειας. Τον κυνηγούσαν όμως, οι ιδιοκτήτες των άλλων καναλιών που είχαν και εφημερίδες στην ιδιοκτησία τους. Προσπαθούσαν λοιπόν, να τον “χτυπήσουν” και είχαν βρει αυτό που τον “πονάει”: τον Ολυμπιακό. Υπήρχαν πολλά εμπόδια και μου είχε πει ο πρόεδρος ότι “προσπαθούν να κυνηγήσουν εμένα και επειδή δεν μπορούν, κυνηγούν αυτό που αγαπώ πολύ”.

Η ιστορία έχει γράψει πως όντως είχε την ατυχία να “πέσει” σε εποχή “ερυθρόλευκης” εσωτερικής έριδας και πως όλοι θα “έβγαιναν” κερδισμένοι, αν το αφεντικό δημιουργούσε ομάδα στήριξης του Ματζουράκη -αν τον βοηθούσαν στο επίπεδο της επικοινωνίας. Αυτό δεν έγινε, οι παίκτες που ήθελε δεν έρχονταν -ενίοτε εμφανίζονταν και παίκτες σε άλλη θέση από εκείνη που είχε διακρίνει πως υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης- και μια ωραία πρωία είπε πως βάζει τον Ολυμπιακό πάνω από όλους και εξαφανίστηκε. Όχι για πολύ.

Οι δυο συνεντεύξεις στο Καμερούν

Κατόπιν πρότασης ενός Βέλγου μάνατζερ, ταξίδεψε για το Καμερούν για να συζητήσει το ενδεχόμενο συνεργασίας με την εθνική ανδρών. “Δεν πήγα μια φορά. Πήγα δυο και η δουλειά “χάλασε” την τελευταία στιγμή. Γιατί; Οι Γερμανοί είχαν προτείνει να δώσουν στην ομοσπονδία της χώρας όλο το αθλητικό που χρειαζόταν, για όλα τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα, δωρεάν αρκεί να υπέγραφε ο προπονητής της αρεσκείας τους”. Αυτός ήταν ο Winfried Schäfer.

Το 2002 δέχθηκε την πρόταση της Ανόρθωσης, απ’ όπου αποχώρησε πριν συνηθίσει στην ιδέα πως εργάζεται στο συγκεκριμένο σύλλογο, για να πάει στην ΑΕ Λεμεσού. Την έφτασε στον τελικό του εγχώριου Κυπέλλου, έπειτα από 14 χρόνια (δεν το πήρε) και στην 5η θέση της βαθμολογίας και τον Μάιο του 2003 υπέγραψε για άλλα δυο χρόνια “για να διεκδικήσουμε τον τίτλο” είχε πει ο πρόεδρος του σωματείου, Άκης Έλληνας. Ο 56χρονος, τότε, προπονητής είχε προσθέσει πως “ξέρω τις ευθύνες που προκύπτουν από τη νέα συμφωνία. Η επιτυχία θα έλθει μόνο μέσω της σκληρής δουλειάς”. Αυτό που τελικά, ήλθε ήταν η επιστροφή στην Ελλάδα, για την Ξάνθη, με τον Πανόπουλο να του δίνει πενταετές συμβόλαιο τον Μάιο του 2004, για το πόστο του τεχνικού διευθυντή. Στην πρώτη καρέκλα του πάγκου καθόταν ο Νίκος Καραγεωργίου. Είκοσι ημέρες αργότερα, αυτό θα άλλαζε και ο Ματζουράκης θα οδηγούσε τους Ακρίτες στην τέταρτη θέση και τη συμμετοχή σε ευρωπαϊκή διοργάνωση.

Τότε ήταν που το αφεντικό τον αποκάλεσε “τον καλύτερο Έλληνα προπονητή, μακράν του δεύτερου”. Τι έκανε; “Άνοιγε” με εκνευριστική άνεση και την πιο “κλειστή” άμυνα, έκανε επίθεση με τουλάχιστον πέντε παίκτες και όλοι είχαν υποδειγματική κίνηση χωρίς την μπάλα. Άλλαζε και τα plays, ανάλογα με το τι είχε μπροστά του. Οι Emerson, Luciano, Άντζας, Γαρπόζης, Παπαδημητρίου, Τοροσίδης και Šikov ξεχώριζαν -οι περισσότεροι δεν ήταν καν 25 χρόνων. Ακολούθως, προέκυψαν πωλήσεις (ή μετακινήσεις) παικτών, που άφηναν κενά τα οποία έπρεπε να καλύψει ο προπονητής. Δεν είχε υπολογίσει στις μουρμούρες. Μετά την πρεμιέρα της σεζόν 2005-06, στο Καραϊσκάκη, ο… σκοπός άλλαξε. Ο ιδιοκτήτης άρχισε να κατακρίνει την αμυντική τακτική της ομάδας και γενικά είχε να λέει διάφορα -για να προστεθεί στη λίστα των πολλών που είχαν πάντα να κάνουν σχόλια. Στις 30/6 του 2006, η Ξάνθη εξέδωσε ανακοίνωση στήριξης του Ματζουράκη (ο Πανόπουλος έγραψε ότι “θεωρώ ότι ο Κος Γιάννης Ματζουράκης είναι μακράν ο καλύτερος Έλληνας προπονητής. 2. Είναι ο καλύτερος προπονητής από Έλληνες και ξένους που έχουν δουλέψει στα 14 χρόνια που ασχολούμαι με την SKODA Ξάνθη. 3. Συμφωνία Ανδρών που από κοινού έχουμε κάνει, είναι να τελειώσει την προπονητική του καριέρα στην SKODA Ξάνθη. 4. Εκτός των άλλων, είναι φίλος μου. Είναι σημαντικό για την εταιρεία και την ομάδα SKODA Ξάνθη που έχει τον φίλο μου Γιάννη Ματζουράκη”. Στις 24/9 έφυγε, με τα αποτελέσματα να είναι τα χειρότερα της παρουσίας του στο σύλλογο. Είχαν μεσολαβήσει πέντε ματς για το πρωτάθλημα και ένα για την Ευρώπη.

Τον Γενάρη του 2007 επέστρεψε στην Κύπρο, αυτή τη φορά για την Ομόνοια, για να αντικαταστήσει τον Ioan Andone. Ήταν άλλη μια βραχύβια συνεργασία, που έληξε μετά την ήττα από την Ανόρθωση, στον τελικό του κυπριακού κυπέλλου. Είχε μια πρόταση από τη Ρουμανία, πριν τη λύση της συνεργασίας και την προσπέρασε. Όταν τώρα, έμεινε ελεύθερος αναζήτησε τον επόμενο προορισμό και επέλεξε τη Βέροια. Τη έβαλε σε τροχιά “σωτηρίας”, αλλά στις 11/3 του 2008 είδε την πόρτα της εξόδου. Προηγήθηκε η εντός έδρας ήττα από τον Ολυμπιακό (1-0). Τότε είχαν προκύψει οι φήμες πως θα επιστρέψει στους “ερυθρόλευκους” -ως αντικαταστάτης του Τάκη Λεμονή, ο οποίος επίσης είχε μείνει χωρίς δουλειά μετά το συγκεκριμένο παιχνίδι. Αυτό δεν συνέβη (τον Λεμονή αντικατέστησε ο Jose Segura) και στην εξέλιξη της φάσης η Βέροια υποβιβάστηκε.

Η τελευταία επιστροφή στην Ξάνθη, ήταν η πιο δύσκολη

Τότε ήταν που γύρισε (ξανά) στην Ξάνθη, το καλοκαίρι του 2008. Δεν πρόλαβε να καθίσει στον πάγκο της σε επίσημο ματς (έφυγε πριν την εκκίνηση της αγωνιστικής περιόδου 2008-09), με την ΠΑΕ να προχωρά στη σχετική ανακοίνωση, στην οποία επισήμανε πως “η συνεργασία λύθηκε κοινή συναινέσει”. Οι φήμες ήθελαν να μην έχει πια τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τον Πανόπουλο. Δυο μήνες αργότερα (στις 21/11), βρήκε δουλειά στον ΟΦΗ, η ομάδα ωστόσο, δεν ήταν δική του, προέκυψαν και κάποια άλλα θέματα (…εσωκομματικά) και ενώ είχε προκύψει θέμα παραίτησης, στις 23/12 του 2008 είπε πως “επιλέγω το δύσκολο δρόμο και θα μείνω κοντά στους παίκτες και να παλέψουμε για την παραμονή. Όντως σκέφτηκα να παραιτηθώ, συναντήθηκα και μίλησα με τον Φανούρη Βατσινά (πήγε και τον βρήκε στη Βόρειο Ελλάδα, όπου έκανε διακοπές) και με έπεισε να μείνω. Δεν μπορώ όμως, να πω περισσότερα, αφού θα ξαναμιλήσουμε”.

Είχε προηγηθεί ένα θέμα με τον Dame N’Doye, τον οποίον υπολόγιζε στην 11αδα “μέχρι τις 17.00 ήταν μαζί μας, αλλά μετά δεν τον είδα στο πούλμαν”, γιατί το ιατρικό επιτελείο αποφάσισε πως δεν μπορεί να παίξει, αλλά είχε παραλείψει να του το πει. Οι Κρητικοί εγκατέλειψαν την κατηγορία, στο τέλος της σεζόν και εκείνος έναν ακόμα πάγκο. Οι Κρητικοί ήθελαν να μείνει, εκείνος είχε ζητήσει εγγυήσεις για τον προγραμματισμό της νέας περιόδου, “δυνατές” προσθήκες και τη διαβεβαίωση πως θα τακτοποιηθούν τα οικονομικά προβλήματα. Δεν πήρε τίποτα και αποχώρησε. “Τα πράγματα δεν ήλθαν όπως τα θέλαμε. Είχαμε ατυχίες και τραυματισμούς και χάσαμε πολλά ματς στο τέλος. Αυτό που με πίκρανε ήταν ο τρόπος που χάσαμε από τους Πανσερραϊκό και Λεβαδειακό. Είχαμε επιταγή με πριμ νίκης, αλλά παίξαμε σαν εφοπλιστές. Είχα συναντήσει πολύ μεγάλες δυσκολίες, στην οργάνωση και κυρίως γιατί η ομάδα είχε μπει στο στόχαστρο. Θυμάμαι πολλά παιχνίδια που δεν παίχθηκαν στο γήπεδο. Προσπαθήσαμε να τα καταφέρουμε, αλλά όταν προστέθηκαν στα προβλήματα ο διχασμός του κόσμου με το παλιό ιδιοκτησιακό καθεστώς, τα πάντα είχαν χαθεί. Οι φίλαθλοι έβριζαν ο ένας τον άλλον. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα”.

Αν έχετε χάσει το λογαριασμό, η επιστροφή στη Ξάνθη, στις 22/9 του 2009 ήταν η τέταρτη συνεργασία. “Ήταν η πιο δύσκολη επιστροφή. Η Ξάνθη είναι μια πόλη που αγαπώ, μια ομάδα που αγαπώ, αγαπώ τον κόσμο και για αυτό χάρηκα που επέστρεψα. Η ομάδα ήθελε πολλή δουλειά και δη στο κομμάτι της τακτικής. Δεν υπήρχε ταχύτητα στην ανάπτυξη και στο κέντρο, εκεί που διαχειρίζεσαι το παιχνίδι. Χωρίς φυσική κατάσταση δεν μπορείς να ‘χεις τίποτα”.

Ούτε αυτή η συνεργασία έμελλε να ολοκληρωθεί, αφού πέρασε την πόρτα της εξόδου στις 23/2 του 2010 -με το κοντέρ του να γράφει 217 παρουσίες ως πρώτος προπονητής της ομάδας. Είχε προηγηθεί το “υπεύθυνος για την πορεία της ομάδας δεν είμαι μόνο εγώ, αλλά και οι παίκτες” και μετά την ήττα από την Καβάλα ήλθε το τέλος -με την υποβολή παραίτησης. Όταν πήγε να χαιρετήσει τους παίκτες του, τους είπε “πήρα την πρωτοβουλία να αποχωρήσω από την ομάδα που υπηρέτησα για πολλά χρόνια, που ήταν και θα παραμείνει στην καρδιά μου, για να βοηθήσω στην αλλαγή ψυχολογίας. Πιστεύω στις ικανότητες σας και ότι με αυτήν την αλλαγή θα εμφανιστείτε με μεγαλύτερη αυτοσυγκέντρωση και υπευθυνότητα”.

Τον Μάρτιο του 2011 υπέγραψε στην Καβάλα, ως αντικαταστάτης του Henryk Kasperczak που είχε ξεκινήσει τη σεζόν και είχε απομακρυνθεί δυο μέρες πριν το κρίσιμο ματς με τον Ολυμπιακό Βόλου, το οποίο θα έκρινε τη συμμετοχή ή όχι των “αργοναυτών” στα playoffs. Ανέλαβε να διευθύνει αυτό το παιχνίδι, η Καβάλα έχασε (0-1) και στις 3/5 ανακοινώθηκε πως δεν συνεχίζει. Για τη συνέχεια, διάλεξε την Καλλονή (υπέγραψε στις 5/3 του 2012), ομάδα της Football League τότε. “Είναι από τις πιο δύσκολες δουλειές που είχα αναλάβει”. Γιατί; Υπήρχαν στόχοι για πολλά περισσότερα. Παρεμπιπτόντως, αντικατέστησε τον Luciano, τον οποίον κράτησε στο τεχνικό τιμ. Εκείνος είχε να θυμηθεί μια ιστορία, από τη συνύπαρξη τους στον Ολυμπιακό. “Ήμασταν σε προετοιμασία, στο Μόναχο και με φώναξε ο Ματζουράκης. Είχε δίπλα ένα παιδάκι και μου είπε “θα ήθελα να το βοηθήσεις, γιατί μιλάτε την ίδια γλώσσα”. Ήταν ο Castillo. “Του είπα “κανένα πρόβλημα”. Κάποια στιγμή ήλθε ο Nery στο δωμάτιο μου. Παίζαμε μουσική με τον Giovanni. Εκείνος “γρατζούνιζε” την κιθάρα και εγώ έπαιζα τουμπελέκι. Και οι δυο ήμασταν με τα εσώρουχα. Έπειτα από χρόνια, ο Nery μου εξομολογήθηκε πως εκείνη την ημέρα νόμισε πως είμαι ομοφυλόφιλος”!

Αυτό που είχε να πει ο Ματζουράκης, για την Καλλονή ήταν πως “ο πρόεδρος (Νίκος Μιχαλάκης) είχε όραμα, ιδέες και θέσεις για την ομάδα και με έπεισε να πω το “ναι”. Ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να δουλέψουμε όλοι μαζί. Και πάλι είχα παρακολουθήσει την ομάδα, άρα ήξερα τι χρειάζεται”. Ο Luciano τον ενημέρωσε ότι “πάντα σε έφερνα ως παράδειγμα στις προπονήσεις” και εξήγησε πως δεν είχε πρόβλημα να γίνει από πρώτος κόουτς, συνεργάτης “γιατί θα μάθω πολλά δίπλα σου και αυτό το βήμα προς τα πίσω, θα γίνει πέντε προς τα εμπρός”. Αυτό που συνέβη ήταν να κάνει η ομάδα της Λέσβου το καλύτερο ξεκίνημα της ιστορίας της -ενδεχομένως και το καλύτερο όλων των νεοφώτιστων στην Super League- τη σεζόν 2014-15. Είχε κάνει και απανωτά ρεκόρ, όπως το 4 νίκες 3 ισοπαλίες της αρχής, ενώ δεν είχε δεχθεί γκολ στην έδρα της, πριν την 15η αγωνιστική και το ματς με τον Ολυμπιακό. Όπου “έδρα” γράψτε λάθος, καθώς έπαιζαν στο ΟΑΚΑ, με τον Ματζουράκη να συνηθίζει να λέει “είχαμε εκτός έδρας ματς και… εκτός εκτός και οι παίκτες μου αποδείχθηκαν οι πιο μάγκες της κατηγορίας, αν σκεφτείτε ότι δεν είχαν εντός έδρας παιχνίδια”. Είχε προειδοποιήσει πως η τρίτη θέση ήταν τυχαία και είχε τονίσει “αν αρχίσεις την κατηφόρα, είναι πολύ εύκολη”.

Το εξαιρετικό ξεκίνημα αύξησε κατακόρυφα τις προσδοκίες της διοίκησης και του κόσμου και όταν άρχισε η… φυσική ροή των πραγμάτων (δεδομένων και των διαδοχικών ταξιδιών για τα ματς, συν της απειρίας των παικτών) ήλθαν οι γκρίνιες και η μουρμούρα και στις 15/1 του 2015 αποκάλυψε ο ίδιος, σε συνέντευξη του σε ραδιοφωνικό σταθμό πως “ενημερώθηκα τηλεφωνικά πως λύνεται η συνεργασία μας”. Είχε προηγηθεί η ήττα από τον ΠΑΟΚ, με την Καλλονή να ‘χει προηγηθεί και το “Δικέφαλο” να παίζει για μια ώρα με παίκτη λιγότερο. “Δεν ξέρω αν έφταιγε το αποτέλεσμα ή το γεγονός ότι είχαμε αρκετές ισοπαλίες, αλλά η ομάδα μετρούσε μόλις πέντε ήττες. Ως εκ τούτου, δεν έχω να πω κάτι παραπάνω”.

Η ΠΑΕ Καλλονή είχε να πει πως “τα τελευταία ατυχή αποτελέσματα μας αναγκάζουν να προβούμε σε ενέργειες που ίσως σταθούν ικανές να αλλάξουν την αγωνιστική εικόνα της ομάδας μας. Έχοντας προσφέρει τα μέγιστα στην πορεία της Καλλονής μας, διατηρώντας την ομάδα πέρυσι, παρά τις αντιξοότητες, στη Superleague και βάζοντας τις βάσεις για την επίτευξη του φετινού στόχου, δεν μπορούμε παρά να ευχαριστήσουμε τον Γιάννη Ματζουράκη για όσα μας έδωσε με την παρουσία του στον πάγκο μας, και να δηλώσουμε ότι φεύγει ως φίλος που θα τον έχουμε πάντα στην καρδιά μας”.

Δεν μιλώ ποτέ για ουρανούς και φεγγάρια

Δεν πρόλαβε να μαζέψει τα πράγματα του και είχε βρει δουλειά στον Εργοτέλη. Ανακοινώθηκε στις 12/2 του 2015 και… παραιτήθηκε 13 ημέρες αργότερα. “Τους είχα πει ότι θα πάω να δω πώς είναι η κατάσταση. Δεν ήθελα να υπογράψω, πριν δω τι έχω να αντιμετωπίσω. Έπειτα από δυο εβδομάδες επικοινωνίας, πήγα στην Κρήτη. Προσπαθήσαμε λοιπόν, να δουλέψουμε να αλλάξουμε το ρου, αλλά τα παιδιά μου έλεγαν ότι είναι κουρασμένα, ήθελαν ρεπό, ο βοηθός και ο γυμναστής ήταν μαζί τους. Είπα λοιπόν, στον πρόεδρο πως είχα πάει για να δουλέψω. Εφόσον δεν το ήθελαν αυτό, δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Δεν είχα να κάνω κάτι, για να αλλάξω την κατάσταση ή τους ρυθμούς. Είχαν πάρει πάρα πολλούς παίκτες, που ήταν ελεύθεροι και δεν ήταν σε ετοιμότητα. Μα άμα δεν τους δουλέψεις, πώς θα παίξουν; Και αν δεν είχαν τη δυνατότητα να δουλέψουν πώς θα άλλαζαν τα πράγματα; Ο πρόεδρος, Νίκος Μιχαλάκης ο οποίος πασχίζει σε ένα νησί μόνος του με ευχαρίστησε για την ειλικρίνεια μου, ήθελε να με πληρώσει κιόλας, αλλά του είπα πως δεν μου χρωστά τίποτα”.

Ο Παναιτωλικός έγινε η υπ αριθμόν 23 ομάδα της καριέρας του και συμφώνησε να αναλάβει, ως αντικαταστάτης του Leonel Pontes, στις 7 Οκτωβρίου του 2015. Η ομάδα του Αγρινίου προσανατολιζόταν και πάλι σε λύση από το εξωτερικό, με τον ιδιοκτήτη της ΠΑΕ, Φώτη Κωστούλα να επιλέγει τελικά… μια πιο σίγουρη λύση. Έναν τύπο που αν μη τι άλλο είχε εμπειρίες και παραστάσεις και είχε κάνει όνομα ως μετρ της τακτικής. Εξυπακούεται πως ήταν και πάλι έτοιμος, ότι ήξερε τι υλικό είχε η ομάδα, το πρώτο πράγμα που είπε στους παίκτες του ήταν πως “όποιος δουλέψει σκληρά, θα ανταμειφθεί και μαζί του όλοι μας” και  τον Γενάρη, μετά τη νίκη επί της Καλλονής έδωσε συγχαρητήρια στους παίκτες του “που έχουν συμπληρώσει τέσσερα αήττητα παιχνίδια. Κάνουν μια μεγάλη προσπάθεια με αυτοσυγκέντρωση και πετυχαίνουν αυτό που βάλανε σαν στόχο”. Τι είχε αλλάξει; “Έχουμε πλάνο και το στηρίζουμε επαγγελματικά. Δεν μιλώ ποτέ για ουρανούς και φεγγάρια” οπότε δεν επρόκειτο να πει οτιδήποτε για υψηλούς στόχους. Μίλησε όμως, για κυνηγητό. Για την ακρίβεια, είπε πως “όταν μας κυνηγούν στενοχωριόμαστε και δουλεύουμε πιο σκληρά για να αποτρέψουμε αυτή τη δυσκολία”.

Κάτι άλλο που κάνει είναι να εκφράζεται εκείνος, όταν νιώθει πως κάτι δεν πάει καλά, γιατί όπως έχει πει “οι παίκτες μου δεν μπορούν να αντιδρούν, γιατί θα χρεωθούν κάρτα. Οπότε, μένω εγώ”. Και κάπως έτσι, ο Δημήτρης Σαμόλης κατέγραψε πρόσφατα αυτές τις στιγμές που συνοδεύτηκαν με αντίστοιχες ατάκες. Για παράδειγμα το “εμείς 400 κάρτες. καμία σε αυτούς”. Όπου “αυτούς” ο Πανιώνιος. Το τι θα συμβεί με την ομάδα του Αγρινίου, δεν το ξέρει κανείς. Ένα είναι σίγουρο: πως όσο καλύπτεται ο ψυχισμός του, θα μένει εκεί. Διαφορετικά, δεν θα διστάσει να πάρει το δισάκι του και να φύγει προς ένα νέο (ή παλιό) προορισμό.

sport24.gr

Διαβάστηκε 2578 φορές Τελευταία τροποποίηση στις Πέμπτη, 18 Φεβρουαρίου 2016 19:55
Ακολουθείστε το AitoloakarnaniaBest.gr στο Google News
Συντακτική Ομάδα του AitoloakarnaniaBest.gr

Καθημερινή ενημέρωση με οτι καλύτερο συμβαίνει και ότι είναι χρήσιμο για τον κόσμο στην Αιτωλοακαρνανία. Σε πρώτο πλάνο η ανάδειξη του νομού, ως φυσική ομορφιά, πολιτισμικές δράσεις, ιστορικά θέματα, ενδιαφέροντα πρόσωπα και ομάδες και οτι άλλο αξίζει να αναδειχθεί.