ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο αγροτικός τομέας συμβάλει στη διατροφή του πληθυσμού, στην επισιτιστική ασφάλεια και στην ασφάλεια των τροφίμων, παράγοντες που τον καθιστούν στρατηγικής σημασίας τομέα για την οικονομική και κοινωνική ευημερία.
H επαρκής χρήση αγροτικών εφοδίων και άλλων εισροών έχει βαρύνουσα σημασία για την ανταγωνιστικότητα και ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, για την παραγωγή ποιοτικών προϊόντων και τελικά για τη βελτίωση του εισοδήματος των αγροτών.
H ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα (σε αλυσιδωτά σταθερές τιμές 2010) διαμορφώθηκε το 2017 σε 6,2 δισεκ. ευρώ - το υψηλότερο επίπεδο που καταγράφηκε μετά το 2005.
Έτσι, ο αγροτικός τομέας εξακολουθεί να κατέχει σημαντική θέση στη διαμόρφωση του εθνικού προϊόντος. Το ποσοστό συμμετοχής του αγροτικού τομέα στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της οικονομίας είναι σταθερά υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ28, επιβεβαιώνοντας τον σημαντικό ρόλο της γεωργίας και της κτηνοτροφίας στην εγχώρια οικονομία.
Στον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα εργάστηκαν 438 χιλ. άτομα το 2017. Το ποσοστό συμμετοχής των απασχολούμενων στον αγροτικό τομέα επί του συνόλου των απασχολούμενων στην οικονομία μειώθηκε από 15,2% το 2000 σε 10,6% το 2017, αλλά παραμένει σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4,4% το 2017).
Η συνολική αξία παραγωγής του αγροτικού τομέα πλησίασε το 2018 τα 11 δισεκ. ευρώ. Το συνολικό εισόδημα από αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα διαμορφώθηκε το 2018 σε 4,8 δισεκ. ευρώ, κοντά στον μέσο όρο της περιόδου 2010-2018 (4,9 δισεκ. ευρώ).
Το μέσο εισόδημα ανά εργαζόμενο στον αγροτικό τομέα (σε όρους ισοδύναμης ετήσιας απασχόλησης) έφτασε το 2018 τις ευρώ11,1 χιλ., όσο περίπου και στην ΕΕ28. Η γενικότερη εικόνα ως προς τη δυναμική που ακολούθησε σε σύγκριση και με την ΕΕ28 δεν είναι ικανοποιητική.
Σημαντικό τμήμα του γεωργικού εισοδήματος προέρχεται από τις επιδοτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην Ελλάδα, το σύνολο των επιδοτήσεων επί της αξίας της γεωργικής παραγωγής διαμορφώθηκε το 2018 σε 19,1% ακολουθώντας φθίνουσα πορεία από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, όταν είχε πλησιάσει το 30%. Παρά την πτώση του ποσοστού των επιδοτήσεων επί της αξίας της γεωργικής παραγωγής, η βαρύτητα των επιδοτήσεων για τον προσδιορισμό του γεωργικού εισοδήματος στην Ελλάδα παραμένει κατά πολύ υψηλότερη σε σύγκριση με τον μέσο όρο στην ΕΕ28 (11,9% το 2018).
Η μέση παραγωγικότητα εργασίας στον εγχώριο αγροτικό τομέα παρέμεινε τα τελευταία χρόνια σχετικά στάσιμη, σε αντίθεση με την ισχυρή άνοδο που σημείωσε, κατά μέσο όρο, στην ΕΕ28 μετά το 2009. Ως αποτέλεσμα, το 2018 η μέση παραγωγικότητα αγροτικής εργασίας στην Ελλάδα ήταν κατά 36% χαμηλότερη σε σύγκριση με την ΕΕ28, καθώς διαμορφώθηκε σε ευρώ12,6 χιλ. έναντι ευρώ19,7 χιλ. στην ΕΕ28.
Οι δυνατότητες ανάπτυξης του εγχώριου αγροτικού τομέα διαμέσου του δανεισμού για επενδύσεις και κεφάλαια κίνησης έχουν περιοριστεί, αυξάνοντας την πίεση στους προμηθευτές εφοδίων και άλλων εισροών για παροχή καλύτερων όρων πιστώσεων, αλλά και την ανάγκη για ταχύτερη και αποτελεσματική υλοποίηση του εθνικού προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης που υποστηρίζει τις επενδύσεις και τον εκσυγχρονισμό της αγροτικής παραγωγής. Η επενδυτική ένταση στον αγροτικό τομέα (οριζόμενη ως το ποσοστό των επενδύσεων επί της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας) κινείται στην Ελλάδα γύρω από το 20%, σε μεγάλη απόσταση από την τιμή που λαμβάνει συνολικά στην ΕΕ28 (31% το 2018).
Μετά το 2010 το επίπεδο των ετήσιων επενδύσεων στον αγροτικό τομέα δεν επαρκεί ώστε να αντικαταστήσει το πάγιο κεφάλαιο που αναλώνεται. Μεσοπρόθεσμα, η διατήρηση αυτού του επιπέδου επενδύσεων θα δημιουργήσει προσκόμματα στην ανταγωνιστικότητα και στην αναπτυξιακή δυναμική του αγροτικού τομέα στη χώρα μας.
Η ενίσχυση της παραγωγικότητας του αγροτικού τομέα προβάλει ως επείγουσα ανάγκη προκειμένου να βελτιωθεί το εισόδημα των αγροτών και ο τομέας να συνεισφέρει περισσότερο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.