Κτηνοτροφικά του Ξηρομέρου
Ο τσάρκος. Καλύβι για τα αρνοκάτσικα… Χώρεσε και έναν παπά!
Αφιερωμένο στους τσοπάνηδες
Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη
Κοράσι ετραγούδησε
Κοράσι ετραγούδησε απάνω σε γεφύρι
και το γεφύρι ράγισε και τα καράβια στάθκαν
και η τουρκοπούλα φώναξε από γυαλένιο πύργο.
-Κόρη μ', για πάψε τον ηχό, για πάψε το τραγούδι.
-Το πώς να πάψω τον ηχό ,να πάψω το τραγούδι;
Έχω άνδρα φιλάρρωστο πεντέξι - δέκα χρόνια,
γυρεύει τυρί από λαγό και γάλα από άγριο γίδι.
Μόν' καρτερώ την άνοιξη, να 'ρθει το καλοκαίρι,
να φτιάξω στρούγκα τον λαγό και τσάρκο τ' άγριο γίδι,
να φτιάξω χούφτα το τυρί και πλόχειρο το γάλα,
να δώσω στον άρρωστ' άντρα μου, τον άνδρα μ' τον λεβέντη.
Δημοτικό τραγούδι [Από το βιβλίο: Πασχαλόγιορτα στα Γρεβενά
Κατασκευή και χρησιμότητα
Τσάρκος είναι το «κατοικιό», ο χώρος για τα μικρά κατσικάκια και αρνάκια. Ένα ξεχωριστό καλυβάκι, δίπλα στο γαλαρομάντρι. Στο γαλαρομάντρι ή γαλάρι ο τσοπάνης κλείνει τα γεννημένα ζώα. Τις μάνες που γέννησαν και έφεραν γάλα. Από εδώ προκύπτει και το όνομα του μαντριού. Η μορφή του τσάρκου διαφέρει κατά περιοχές…Στη συνέχεια θα περιγράψω τον τσάρκο που κατασκεύαζε ο τσοπάνης στο Ξηρόμερο. Και συγκεκριμένα θα αναφερθώ στον τσάρκο του τσοπάνη πατέρα στη θέση Μαναστράκια Μαχαιρά Ξηρομέρου. Η βιωμένη εμπειρία, νομίζω, συντελεί στη σωστότερη περιγραφή και ερμηνεία της περίπτωσης.
Ο τσάρκος ήταν ένα τετράγωνο καλυβάκι και η πάνω πλευρά του αποτελούσε συνέχεια της μάντρας που ήδη ήταν κατασκευασμένο το γαλαρομάντρι. Για την κατασκευή των τριών άλλων πλευρών χρησιμοποιούσε τα ίδια υλικά με το μαντρί. Ξύλα, φτέρες και τσίγκια. Έμπηγε τα παλούκια με το ειδικό εργαλείο, το λοστό, στέριωνε τα λούρια γύρω από τα παλούκια και μετά τα έπλεκε πυκνά με φτέρες. Φτέρες έκοβε από το γειτονικό χωριό τα Βλυζιανά. Το πλέξιμο του τσάρκου γινόταν με πολλή μαεστρία, σαν το υφαντό της νοικοκυράς στον αργαλειό. Έτσι θα προστάτευε τα κατσικάκια από τη βροχή και το κρύο του χειμώνα. Και από την αλεπού που καιροφυλακτούσε…
Το δάπεδο το «πάτωνε», το «έστρωνε» με ξύλα και κλαδιά. Κλαδιά από φιλίκια ή από αγριλίδια τα οποία είχε ήδη κομμένα και ποστιασμένα καλά, για να τα αξιοποιήσει στο στρώσιμο του τσάρκου. Έπρεπε να στρωθεί για να στραγγίζουν τα ούρα και τα περιττώματα, οι «κακαράντζες» των κατσικιών. Να μην μένουν στην επιφάνεια και κοιμούνται πάνω σε αυτά τα μικρά ζώα. Εξωτερικά, από μια άκρη μπορούσε με απλά σύνεργα να τραβάει τις κοπριές και να καθαρίζει τον τσάρκο. Προστάτευε έτσι τα ζώα από διάφορες ασθένειες. Επίσης, κατά διαστήματα άλλαζε αυτό το στρώσιμο. «Ξέστρωνε» τον τσάρκο, όπως έλεγε ο τσοπάνης. Τον καθάριζε καλά και τον έστρωνε με καθαρά κλαριά που είχε αποθηκευμένα γι’ αυτό το σκοπό. Η αλλαγή του πατώματος κρινόταν απαραίτητη για την καθαριότητα του χώρου και την υγεία των κατσικιών. Ήταν μια χρονοβόρα και κουραστική διαδικασία για τον ίδιο, αλλά σημαντική για τα ζώα του. Και ο τσοπάνος δεν υπολόγιζε τον κόπο προκειμένου να παρέχει τη φροντίδα και την περιποίηση που απαιτούσαν τα ζωντανά του.
Μια μικρή πορτούλα, επίσης δικής του κατασκευής, είχε ο τσάρκος προς το μέρος του μαντριού. Ίσα που χωρούσε να μπει σκυφτός ο ίδιος, η γυναίκα ή τα παιδιά του. Για να ελέγξουν το καλυβάκι, να βάλουν τροφή στα κορύτια των κατσικιών κλπ.
Η οροφή του τσάρκου, «το ταβάνι» θα λέγαμε, ήταν σκεπασμένο από τσίγκια. Τα στερέωναν καλά με πρόκες για να μην τα παίρνει ο αέρας.
Ο τσάρκος από μια πλευρά ήταν απαραίτητος για το κλείσιμο των κατσικιών και αρνιών, τα οποία αν έμεναν ανοιχτά στο γαλαρομάντρι με τις γίδες ή προβατίνες θα ποδοπατιούνταν. Θα πλάγιαζαν πάνω τους οι μάνες και θα τα έσκαζαν στον ύπνο τους… Και από την άλλη πλευρά οι μάνες δεν θα μπορούσαν να ησυχάσουν όλη τη νύχτα, γιατί τα μικρά θα ήθελαν θηλασμό, «βύζαμα» κάθε λίγο. Ο έμπειρος τσοπάνης τα σκέφτεται όλα και πράττει ανάλογα.
Κάθε βράδυ άνοιγε τον τσάρκο για να θηλάσουν τα κατσικάκια. Εκείνα πετιούνται τρέχοντας στο μαντρί. Βελάζουν, χοροπηδάνε, βρίσκουν τη μάνα τους και θηλάζουν. Βελάζουν και εκείνες, σα να τα καλούν να τα ταΐσουν, να τα χαρούν, να τα χαϊδέψουν με τον τρόπο τους… Αυτό το «μπεμπέρισμα» από μάνες και παιδιά έχει μια εξαιρετική μουσικότητα και γλύκα… «Βυζόπιασαν» τα κατσίκια έλεγε ο πατέρας. Έπιανε με τα χέρια του κάποια περνούσε απαλά κάτω από την κοιλιά τους την παλάμη του να σιγουρευτεί ότι έχουν «τσιτώσει».Ο ίδιος «βυζόπιανε» όσα δεν έπιαναν μόνα τους το μαστό της μάνας τους. Είναι συνήθως αυτά που είχαν γεννηθεί αυτή τη μέρα και δεν έμαθαν να θηλάζουν.
Η ώρα του θηλασμού είναι γλυκιά για τα ζώα, όπως και για τους ανθρώπους. Μετά το θηλασμό τα άφηνε λίγο κοντά στις μάνες και ύστερα τα μάζευε μέσα στον τσάρκο για να κοιμηθούν. Για να τα κατευθύνει προς τον τσάρκο και να τα κλείσει τους φώναζε: πρρρ,πρρρ! Ένα από τα επιφθέγματα του τσοπάνη. Σαν να πέρδεται με το στόμα του. «Κάνει πρρρπρρρπρρρ, σαν πουρδή», όπως μου εξήγησε κάποτε ένας πρατάρης αυτόν το χαρακτηριστικό ήχο!
Το πρωί άνοιγε πάλι την πορτούλα και αυτά με χαρά αντάμωναν με τις μάνες για το θηλασμό τους. Μετά εκείνες ακολουθούσαν το κοπάδι στη βόσκηση και αυτά έμεναν στο καλυβάκι τους ως το βράδυ…
Ο μελετητής της ποιμενικής ζωής στη Ρούμελη ο Δ. Λουκόπουλος χρησιμοποιεί μια ωραία παρομοίωση για τα κατσικάκια. Τα παρομοιάζει με παιδάκια του σχολείου. Παραθέτω το απόσπασμα: «Τύχατε καμιά φορά την ώρα π’ απολάει ο δάσκαλος τα παιδιά; Είδατε τι γίνεται εκεί πέρα; Πετιόνται από την πόρτα του σχολείου σαν κατσίκια. Φωνές, τρεχάλες, πηδήματα, γέλια , χαρές, χαλασμός κόσμου! Ξέρετε, τι θα σας πει ένας χωριάτης, αν τύχει έξω από το σκολειό κείνην την ώρα; «Σαν τα κατσίκια απ’ τον τσάρκο!».Θα σας παραστήσει την εικόνα δηλ. που πήρε από την τσοπάνικη ζωή με το δίκιο του, αυτή έχει κάθε μέρα μπροστά του.[Δ. Λουκόπουλου, Ποιμενικά της Ρούμελης σελίδες 45-46].
Μέσα στον τσάρκο ο τσοπάνης έβαζε και ένα μικρό κουτάβι που ήθελε να το εκπαιδεύσει, ώστε να γίνει ένα καλό τσοπανόσκυλο όταν μεγάλωνε. Εκεί με τα κατσίκια ή τα αρνιά ανάλογα το κοπάδι εξελισσόταν σε καλό γιδόσκυλο ή προβατόσκυλο. Εδώ να θυμηθούμε τη γνωστή παροιμία:
«Πάρε σκυλί από κοπάδι και γυναίκα από νταμάρι» και σε παραλλαγή: «Πάρε σκύλα από κοπάδι και γυναίκα από τζάκι».
Στη συνέχεια παραθέτω περιγραφή της κατασκευής του τσάρκου από ένα παιδί τότε, που συμμετείχε βοηθητικά και κατέγραφε τις παραδοσιακές τεχνικές:
«Πίσω από τον τσάρκο και το μαντρί, πίσω στην πέτρινη μάντρα έβαζαν αγριλίδια και πουρνάρια και τα πλάκωναν με μεγάλες πέτρες. Και τούτο γιατί όταν έρχονταν νωρίς το απόγευμα τα γίδια, βοσκούσαν ακόμα λίγο στην πλαγιά. Μέχρι να βραδιάσει. Οι γεννημένες γίδες όμως πήδαγαν πάνω στα τσίγκια όταν άκουγαν τα κατσικάκια τους. Για να προστατεύονται τα μαντριά από κάποιες γίδες που ήταν ασυγκράτητες χρησιμοποιούσαν αυτό το προστατευτικό μέτρο.
Ο τσάρκος ήταν σκεπασμένος με τσίγκια. Τα κάρφωναν με παλιόπρογκες (πρόκες). Ό,τι είχαν. Ακανόνιστες. Μικρές, μεγάλες, σκουριασμένες, στραβές…Δεν ήταν τα υλικά όπως σήμερα. Επειδή οι πρόγκες σκούριαζαν, φθείρονταν, έβαζαν ως ενισχυτικό κεφάλι ένα μικρό πετσί. Έφτιαχναν ακανόνιστα πετσάκια από λάστιχα αυτοκινήτων,(τα πλαϊνά που είναι μαλακά για να κόβονται εύκολα),) από παλιές αρβύλες, ό,τι είχαν. Χωρίς αυτά τα ψίδια για κεφάλια στις πρόγκες έφευγε πάνω με τη φθορά ο τσίγκος. Τον σήκωνε ο αέρας. Πιο παλιά χρησιμοποιούσαν αντί για ψιδάκια, δεκάρες και πεντάρες… Αλλά πού να τις βρεις τόσες δεκάρες;[…].
Εικόνα: τσίγκια καρφωμένα με πρόκες και ψιδάκια. Από τα άξια χέρια του πατέρα…
Το πάτωμα του τσάρκου ήταν από άγρια ξύλα με πλέξη από αγριλίδια και φιλίκια. Καλή πλέξη να μην μένουν τρύπες. Όπου υπήρχε κάποιο κενό έχωνε κλαδιά ο τσοπάνης να το καλύψει. Το πάτωμα αυτό είχε ύψος 30-40 πόντους από το χώμα.[…]. Μέσα στον τσάρκο κρεμούσε ο τσοπάνης τα κορύτια. Κορύτια ξύλινα δικής του κατασκευής, τσίγκινα αργότερα. Σ’ αυτά έβαζε την τροφή για τα κατσικάκια…
Ήταν απαραίτητη η συνεργασία των τσοπάνηδων τότε. Η κατασκευή των μαντριών και του τσάρκου ήθελε πολλά χέρια. Έπρεπε να τελειώσει γρήγορα γιατί είχε και το κοπάδι να προσέξει. Κάποιος έπρεπε να βοσκήσει τα ζώα. Δεν γινόταν να μαστορεύεις και να έχεις τη φροντίδα του κοπαδιού παράλληλα. Οπότε ο ένας βοηθούσε τον άλλο για να συντομεύουν».
[Προφορική μαρτυρία (απόσπασμα), Δημήτρη Αγγέλη. Μαχαιράς, Αύγουστος 2020]
Και μια παράδοση του Ξηρομέρου.
Ένας παπάς στον τσάρκο
Υπάρχει μια λαϊκή παράδοση που αναφέρεται στον τσάρκο και τους ξηρομερίτες τσοπάνηδες. Οι τσοπάνηδες του Ξηρομέρου ήταν πολύ βλάστημοι. Η δυσκολία του επαγγέλματος και οι σκληρές συνθήκες στις οποίες ζούσαν τους έκαναν οξύθυμους και βλάστημους. Ενώ προσκυνούσαν με ευλάβεια και ταπεινότητα τα εξωκκλήσια και τους προστάτες αγίους, κατά τις δύσκολες και εξαντλητικές περιπτώσεις «κατέβαζαν Αγίους»! Βλαστημούσαν πολύ στο ξέσπασμά τους. Το Χριστό, την Παναγία και τους γνωστότερους Αγίους.
Ένας παπάς προσπαθούσε να τους συμβουλέψει να μην βλαστημάνε γιατί είναι αμαρτία. Να είναι υπομονετικοί και ευσεβείς. Και να αντιμετωπίζουν με ηρεμία την κάθε δυσκολία. Μάταια όμως. Οι τσοπάνηδες συνέχιζαν να βλαστημούν. Έλεγαν στον παπά ότι τα «λυκοφαώματα», « αυτήνοι οι διαόλοι», δηλαδή τα ζώα, και μάλιστα τα γίδια, τους έκαναν να βλαστημάνε. «Και συ παπά στη θέση μας θα βλαστημούσες». «Εγώ ποτέ!», έλεγε ο παπάς με απόλυτη σιγουριά.
Μια μέρα ένας τσοπάνης πήρε στα μαντριά του τον παπά. Θα σε κλείσω μέσα στον τσάρκο για να καταλάβεις τι τραβάμε του είπε. Έκλεισε τον παπά μέσα στα κατσίκια. Εκείνα έτρεχαν πάνω κάτω, μασούλιζαν τα ράσα του… Εκείνος στην αρχή με ηρεμία τα έδιωχνε «κιτς ευλογημένο»! Και ξανά «κιτς ευλογημένο!»
Τα κατσικάκια δεν άκουγαν τον παπά και συνέχιζαν να πηδάνε πάνω του… Ε, τότε ο παπάς έχασε την υπομονή του και φώναξε νευριασμένος: «κιτς διάολε! Γαμώ το Χριστό σας διαόλοι!».«Ελάτε ωρέ, βγάλτε με από δω μέσα»! Φώναξε τους τσοπάνους να τον βγάλουν από τον τσάρκο γιατί δεν άντεχε άλλο. Βλαστήμαγε κι αυτός σαν τους βλάστημους τσοπάνους!
Μετά από αυτή τη βιωμένη εμπειρία ο παπάς, υποθέτω, έδειχνε κατανόηση και συγχωρούσε τους βλάστημους τσοπάνηδες γιατί διαπίστωσε κι ο ίδιος πως καθημερινά έρχονται αντιμέτωποι με «διαόλους»…
Από προσωπική εμπειρία ομολογώ ότι οι τσοπάνηδες και οι γεωργοί του Ξηρομέρου ήταν βλάστημοι. Ιδιαίτερα οι γιδοβοσκοί επειδή τα γίδια είναι ανυπόταχτα ζώα και δεν συμμορφώνονται εύκολα στα προστάγματά τους. Αυτή η συμπεριφορά όμως γίνεται κατανοητή και δικαιολογημένη σε όποιον γνωρίζει τη ζωή αυτών των ανθρώπων. Η εργασία τους ήταν σκληρότατη και αντίξοες οι συνθήκες στις οποίες ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται χειμώνα και καλοκαίρι. Γι’ αυτό όταν ξεθεώνονταν, ξεπατώνονταν από την κούραση ξεθύμαιναν στο Θεό. Σαν να ήθελαν οι «ξιπατουμένοι» να εκφράσουν, με αυτό τον τρόπο, τα παράπονά τους που δεν τους βοήθησε…
Αυτοί οι άνθρωποι με τα βλάστημα χείλη, είχαν στην πλειοψηφία τους καλοσυνάτη καρδιά. Πίστευαν και τιμούσαν το Θεό και τους Αγίους με μια αρχέγονη πίστη. Και άναβαν τα καντηλάκια, όπου και αν συναντούσαν εκκλησάκι. Γι’ αυτό οι Άγιοι συγχωρούσαν τις εκρηκτικές συμπεριφορές τους και τις βρισιές που ξεστόμιζαν… Έτσι πιστεύω!
Θα κλείσω με ένα εύθυμο τσοπάνικο τραγούδι:
-Πώς χορεύουν οι γαμπροί;
-Σαν τα γίδια στο μαντρί.
- Πώς χορεύουν οι γερόντοι;
-Σαν παλιάλογα στ’ αλώνι.
-Πώς χορεύουν τα κορίτσια;
-Σαν τ’ αρνιά, σαν τα κατσίκια. .
[Δ. Λουκόπουλου, Ποιμενικά της Ρούμελης σελίδα 254].